Τοπικά

«Στο σφυρί» δεκάδες ακίνητα οφειλετών στη Μαγνησία- Οι τράπεζες κοινοποιούν προγράμματα πλειστηριασμών

ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΟΙ
Δεκάδες ακίνητα στην περιοχή της Μαγνησίας περιλαμβάνονται στις λίστες των συστημικών Τραπεζών, προκειμένου να «βγουν στο σφυρί», το αμέσως προσεχές διάστημα. Πρόκειται για καταστήματα και άλλους επαγγελματικούς χώρους, πολυτελή διαμερίσματα και εξοχικές κατοικίες μη «συνεργάσιμων» δανειοληπτών.

Ρεπορτάζ ΣΤ. ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΣ

Υπολογίζεται ότι συνολικά σε όλη τη Μαγνησία θα «βγουν στο σφυρί» 200 περίπου ακίνητα οφειλετών των Τραπεζών, με τα προγράμματα πλειστηριασμών να βρίσκονται ήδη στο δρόμο της υλοποίησης.
Πρόκειται για οφειλέτες ως επί το πλείστον στεγαστικών και επισκευαστικών δανείων.
Σύμφωνα με χθεσινά επίσημα στοιχεία της Δ.Ο.Υ. Βόλου, όπου υποχρεωτικά κοινοποιούνται οι πλειστηριασμοί ακινήτων και κινητών πραγμάτων από τις Τράπεζες, μόνον τον Ιούνιο κοινοποιήθηκαν 30 προγράμματα πλειστηριασμών για οφειλές ακινήτων, από τα οποία τα 25 προέρχονταν από Τράπεζες, ενώ τα υπόλοιπα ήταν προγράμματα που κοινοποίησε το Δημόσιο σε οφειλέτες του αλλά και Ασφαλιστικά Ταμεία.
Στέλεχος της Δ.Ο.Υ. Βόλου που ρωτήθηκε σχετικά, δήλωσε ότι τον τρέχοντα μήνα αλλά και τον Αύγουστο, λόγω των θερινών αδειών δεν αναμένεται να «τρέξουν» προγράμματα πλειστηριασμών, ωστόσο από τον Σεπτέμβριο και μέχρι τέλος του έτους αναμένεται «βροχή» κοινοποιήσεων.
Προς το παρόν και σύμφωνα με τραπεζικό στέλεχος του Βόλου, δεν θα «βγουν στο σφυρί» πρώτες κατοικίες οφειλετών, προκειμένου να μην υπάρξουν αντιδράσεις. Το μήνυμα πάντως που στέλνουν οι Τράπεζες, είναι πως όποιος δανειολήπτης δεν συνεργάζεται, μπαίνει στο στόχαστρο και κινδυνεύει να χάσει κινητή και ακίνητη περιουσία.
Όσοι δανειολήπτες έχουν τεθεί υπό την προστασία του Νόμου Κατσέλη, δεν κινδυνεύουν προς το παρόν, ωστόσο όσοι βρίσκονται εκτός του συγκεκριμένου νόμου, βρίσκονται κυριολεκτικά «στον αέρα».
Με βάση υπολογισμούς τραπεζικών στελεχών, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια στη Μαγνησία ξεπερνούν τα 500 και ίσως φθάνουν τα 1000 από μη «συνεργάσιμους» δανειολήπτες. Το 50% αυτών ανήκουν σε επιχειρήσεις και τα υπόλοιπα σε ιδιώτες.
Σημειώνεται ότι έχει προηγηθεί ενημέρωση μέσω επιστολών των δανειοληπτών, να προσέλθουν και να ρυθμίσουν τις οφειλές τους, πρόσκληση στην οποία δεν ανταποκρίθηκε μεγάλο ποσοστό οφειλετών (υπολογίζεται στο 70%).
Η Τράπεζα κοινοποιεί την κατάσχεση και κινεί την διαδικασία του προγράμματος πλειστηριασμού, δίνοντας σχετική εντολή στον δικαστικό επιμελητή.
Από την 1/1/2016, για να υποβάλει κάποιος αίτηση για την προστασία της κύριας κατοικίας του στο Νόμο Κατσέλη, πρέπει να πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
–Το σπίτι του να είναι κύρια κατοικία.
– Το μηνιαίο οικογενειακό εισόδημα του οφειλέτη να μην υπερβαίνει τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης, προσαυξημένες κατά 70% και το ακαθάριστο εισόδημα να είναι έως 13.906 ευρώ για άγαμους, που φτάνει έως 35.086 ευρώ για τετραμελείς οικογένειες.
–Η αντικειμενική αξία της κύριας κατοικίας να μην υπερβαίνει τις 180.000 ευρώ για τον άγαμο οφειλέτη, προσαυξημένη κατά 40.000 ευρώ για τον έγγαμο και κατά 20.000 ευρώ ανά τέκνο και μέχρι τρία τέκνα.
– Ο οφειλέτης να είναι «συνεργάσιμος δανειολήπτης», σύμφωνα με τον Κώδικα Δεοντολογίας Τραπεζών.
Εάν ο δανειολήπτης δεν πληροί έστω και ένα από τα παραπάνω κριτήρια, η υποβολή αίτησης είναι αδύνατη.
Η ρύθμιση των οφειλών όσων εντάσσονται στο νόμο περιλαμβάνει δύο στάδια:
Κατά την πρώτη τριετία, ο δανειολήπτης καταβάλλει στην τράπεζα ό,τι περισσεύει από το εισόδημά του, αφαιρουμένων των εύλογων δαπανών διαβίωσης.
Μετά την πρώτη τριετία, ο δανειολήπτης αναλαμβάνει να αποπληρώσει τουλάχιστον την εμπορική αξία του ακινήτου στην τράπεζα , σε βάθος 20ετίας και με ετήσιο κόστος ίσο με το μέσο επιτόκιο ενήμερης οφειλής από στεγαστικό δάνειο (σήμερα 2% περίπου). Εάν δεν είναι δυνατή η καταβολή της ελάχιστης αυτής δόσης, η τράπεζα έχει το δικαίωμα κατάσχεσης του ακινήτου. Εάν οι οικονομικές δυνατότητες του οφειλέτη το επιτρέπουν, θα καταβάλει μεγαλύτερο ποσό δόσης από την εμπορική αξία του ακινήτου του. Σε κάθε περίπτωση, ο δανειολήπτης υποχρεούται στην καταβολή ελάχιστης δόσης, η οποία ανέρχεται σε 5% επί του εισοδήματός του, εάν αυτό είναι μικρότερο ή ίσο των 8.000 ευρώ. Αν υπερβαίνει τις 8.000 ευρώ, προστίθεται στην παραπάνω δόση επιπλέον 10% επί του υπερβάλλοντος ποσού.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το