Πρόεδρος του Οργανισμού Μεγάρου Μουσικής Θεσσαλονίκης είναι εδώ και 3,5 χρόνια ο καθηγητής του Τμήματος Πολιτικών Μηχανικών του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας κ. Νικήτας Μυλόπουλος. Μουσικόφιλος ο ίδιος δέχτηκε την πρόκληση να αναβαθμίσει έναν από τους σημαντικότερους χώρους τέχνης της συμπρωτεύουσας αναλαμβάνοντας μια θέση που είναι αμισθί, ενώ όλο αυτό το διάστημα ασκεί παράλληλα τα διδακτικά και ερευνητικά του καθήκοντα στο πανεπιστήμιο.
«Το Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης αποτελεί ένα μεγάλο πολιτιστικό οργανισμό και θα έλεγα πως μαζί με το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος είναι οι πιο σημαντικοί πολιτιστικοί φορείς της Θεσσαλονίκης» τόνισε ο κ. Μυλόπουλος και πρόσθεσε πως «επέλεξα αυτή τη θέση που απαιτεί πολλή δουλειά, γιατί το θεώρησα ως πρόκληση για να μεταμορφώσω και να εκσυγχρονίσω έναν μεγάλο πολιτιστικό θεσμό σε μια πόλη. Άλλωστε από την ιδιότητά μου ως πανεπιστημιακός πιστεύω ότι η εκπαίδευση και ο πολιτισμός πάνε μαζί. Και μπορώ να πω πως η εμπειρία από τη θέση του προέδρου στον Οργανισμό από το 2016, είναι πολύ ενδιαφέρουσα».
Ο ίδιος βέβαια δεν παρέλειψε να αναφερθεί και στις δυσκολίες που συνάντησε. «Γενικά στην Ελλάδα ό,τι έχει να κάνει με τη μουσική είναι δύσκολο. Κυριαρχεί στη χώρα μας το μοντέλο και η αισθητική μουσικής που παράγεται από την τηλεόραση, το ραδιόφωνο και μιλάω για τη σύγχρονη εκδοχή της λαϊκής μουσικής, την ποπ που έχουν παραμερίσει την κλασική μουσική, τη σύγχρονη τζαζ και τα άλλα καλλιτεχνικά ρεύματα, τα οποία, όμως, ένας οργανισμός, όπως το Μέγαρο Μουσικής, πρέπει να αναδείξει. Και αυτό απαιτούσε προσπάθεια για να επιτευχθεί, καθώς εκτός από τα οικονομικά ζητήματα, υπήρχαν και τα προβλήματα νοοτροπίας. Εμείς βρεθήκαμε αντιμέτωποι ως διοικητικό συμβούλιο με στερεότυπα και με μια άρνηση εκσυγχρονισμού. Δώσαμε, όμως, τη μάχη μας και καταφέραμε κάποια πράγματα. Έτσι, αν δει κανείς το πρόγραμμα του Μεγάρου Μουσικής Θεσσαλονίκης, μπορεί να βγάλει συμπεράσματα».
Αναφερόμενος σε αυτά που επιτεύχθηκαν και έδωσαν άλλο χρώμα στο Μέγαρο Μουσικής ο κ. Μυλόπουλος επισήμανε «τη συντήρηση και ανανέωση των υποδομών, τον εκσυγχρονισμό του θεσμικού και διοικητικού πλαισίου, την απόδοση της πολιτιστικής ταυτότητας που έπρεπε να έχει ο Οργανισμός. Και αυτό φαίνεται στις πολύ περισσότερες και καλύτερες ποιοτικά από το παρελθόν εκδηλώσεις που διεξάγονται πλέον, στην εξωστρέφεια του Μεγάρου στους πολίτες μέσα από τη μείωση και του εισιτηρίου, ενώ έγιναν ακόμη και δωρεάν εκδηλώσεις. Εκτός από τις συναυλίες, γίνονται και εκθέσεις, εκδηλώσεις λόγου. Επίσης υπήρξε μια πολιτική συνεργασιών με τους άλλους πολιτιστικούς φορείς, ενώ ενισχύθηκε και το τοπικό καλλιτεχνικό δυναμικό που είναι πλούσιο και με πολύ ταλέντο. Υπάρχουν χιλιάδες άτομα από τη Θεσσαλονίκη και την Ελλάδα ευρύτερα που γράφουν και παίζουν καλή μουσική και που δεν βρίσκουν βήμα να εκφραστούν, ενώ μέσα από το Μέγαρο τους δόθηκε αυτή η δυνατότητα».