Πολιτισμός

Στο μουσείο του Λούβρου ντοκιμαντέρ που επιμελήθηκε ο Κώστας Γαβράς

louvro

Η Σαμοθράκη μέσα από την κινηματογραφική ματιά της σκηνοθέτιδος Αγγελικής Αριστομενοπούλου και του Κώστα Γαβρά- ο οποίος επιμελείται το ντοκιμαντέρ- μεταφέρεται στο Μουσείο του Λούβρου. Το φιλμ θα προβληθεί στην πτέρυγα Sully, όπου αυτές τις μέρες φιλοξενείται μια μεγάλη έκθεση αφιερωμένη στη Νίκη της Σαμοθράκης, με τίτλο: «Νίκη της Σαμοθράκης, ανακαλύπτοντας εκ νέου ένα αριστούργημα».

«Πρόκειται για ένα καλλιτεχνικό ντοκιμαντέρ που προβάλλει τον τόπο, τα βουνά, τους αρχαιολογικούς χώρους, την ιστορία και τους ανθρώπους της Σαμοθράκης. Θέλουμε να αναδείξουμε το νησί και να το συστήσουμε στα εκατομμύρια των επισκεπτών του Λούβρου, που βλέπουν τη Νίκη, αλλά δεν γνωρίζουν πού και πώς βρέθηκε», δήλωσε στο Έθνος η σκηνοθέτις. Ο Κώστας Γαβράς ανέλαβε την συμβουλευτική επιμέλεια του φιλμ που αναμένεται να ολοκληρωθεί μέσα στις επόμενες ημέρες.

Η νέα έκθεση για τη Νίκη της Σαμοθράκης, εγκαινιάστηκε την Πέμπτη 5 Μαρτίου, το Μουσείο του Λούβρου, καλώντας τους επισκέπτες «να ανακαλύψουν εκ νέου ένα αριστούργημα», που είναι το «διασημότερο μνημείο του Μουσείου», όπως γράφει η σχετική πρόσκληση της έκθεσης.

Κείμενα, γραφικές απεικονίσεις, φωτογραφικό υλικό, μαρμάρινα ανάγλυφα και ευρήματα, αλλά και βίντεο με τρισδιάστατη απεικόνιση του Ιερού των Μεγάλων Θεών στη Σαμοθράκη, ξεδιπλώνουν την ιστορία του εκπληκτικότερου αγάλματος των ελληνιστικών χρόνων, έως τον ερχομό του στο Λούβρο.

Το πλούσιο φωτογραφικό υλικό της έκθεσης δίνει τις λεπτομέρειες για τα διάφορα στάδια των αναστηλώσεων του αγάλματος, ενώ άλλες φωτογραφίες και τοπογραφικά μεταφέρουν τον επισκέπτη στον τόπο των Μυστηρίων της Σαμοθράκης. Επισημαίνεται το σημείο όπου είχε τοποθετηθεί η Νίκη, προσφορά στους θεούς κάποιου ηγεμόνα, πιθανώς ύστερα από νίκη του σε ναυμαχία.

Για να αποκτήσει τη σημερινή του μορφή το άγαλμα, υπέστη αρχικά τρεις αναστηλώσεις: το 1864, το 1880 με την προσθήκη των φτερών, το 1933 με την τοποθέτηση της πρύμνης του πλοίου που είναι και η βάση για το άγαλμα. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, απομακρύνθηκε από το Λούβρο, η δε επανατοποθέτησή του στο κεφαλόσκαλο το 1945, θεωρήθηκε «ως ισχυρό σύμβολο της ανακτημένης ελευθερίας».

Το εκπληκτικό έργο, που χρονολογείται γύρω στο 190 π.Χ., έχει ύψος 2,75 μέτρα μαζί με τα φτερά και  5,58 μέτρα μαζί με τη μαρμάρινη πλώρη πλοίου όπου είναι στερεωμένο. Είναι μία από τις τρεις φτερωτές Νίκες που βρέθηκαν στον ναό των «Μεγάλων Θεών» της Σαμοθράκης.

Τα κομμάτια του γλυπτού βρέθηκαν τμηματικά και στην αρχή η Νίκη εκτίθετο στο Λούβρο δίχως τον κορμό και τα φτερά της αλλά και δίχως την πλώρη, τα κομμάτια της οποίας οι Γάλλοι ειδικοί στην αρχή είχαν εκλάβει ότι ανήκαν σε τύμβο και τα είχαν αφήσει στη Σαμοθράκη.

Συγκεκριμένα, η ανεύρεση άρχισε το 1863 από μια αρχαιολογική αποστολή στην οποία επικεφαλής ήταν ο Κάρολος Σαμπουαζό (1830-1909), υποπρόξενος της Γαλλίας στην Αδριανούπολη. Ενώ έσκαβαν σε μια χαράδρα στις 15 Απριλίου του 1863, στα βόρεια του νησιού, ένας Έλληνας εργάτης φώναξε στον Σαμπουαζό «Κύριε, εύραμεν μια γυναίκα!» – ήταν η μισή Νίκη της Σαμοθράκης. Ο Σαμπουαζό ήρθε αμέσως σε επικοινωνία με τον πρέσβη της πατρίδας του στην Κωνσταντινούπολη και εκείνος φρόντισε η Υψηλή Πύλη να δώσει τότε έγκριση για να αποπλεύσει γαλλικό πολεμικό πλοίο και να φορτώσει τη Νίκη της Σαμοθράκης για τη Γαλλία. Το άγαλμα έφτασε στο Λούβρο στις 11 Μαΐου του 1864 και δύο χρόνια μετά εκτέθηκε για πρώτη φορά μετά τις απαραίτητες εργασίες – χωρίς όμως ακόμα να μπορεί να εκτεθεί το επάνω μέρος του κορμού και τα φτερά. Το άγαλμα υπέστη φθορές κατά τη μετακίνησή του από τη Σαμοθράκη στο Παρίσι, σύμφωνα με πόρισμα της ομάδας των συντηρητών που ανέλαβε τον καθαρισμό του, τον Σεπτέμβριο του 2013.

Το άγαλμα βρέθηκε σε πολλά κομμάτια γιατί στα ελληνιστικά χρόνια οι καλλιτέχνες δούλευαν το γλυπτό τους τμηματικά εξαρχής – στην αρχαία Ελλάδα δούλευαν χωριστά μόνον το κεφάλι και τα άκρα που εξείχαν. Ο άγνωστος λοιπόν γλύπτης είχε επεξεργαστεί το έργο του κατά τμήματα τα οποία τελικά είχε ενώσει, οπότε στο σεισμό με την κατακρήμνιση του γλυπτού, αυτό έσπασε πολύ πιο εύκολα σε πολλά κομμάτια.Τα φτερά ήταν από δύο μεγάλα μάρμαρα που ήταν συνδεδεμένα στην πλάτη χωρίς εξωτερική στήριξη και αυτό δημιουργούσε πρόβλημα ισορροπίας στο άγαλμα, το οποίο ο γλύπτης ωστόσο έλυσε χρησιμοποιώντας την πλώρη ως αντίβαρο.

πηγή www.protothema.gr

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το