Θ Plus

Στο μικροπέλαγος της Kέρου

του Κυριάκου Παπαγεωργίου

«Αιγαίο μάγια μούκανες – και περπατώ στα μάγια»…
Σχοινούσα, Κουφονήσι κι Ηρακλειά. Δασκαλειό, Αγριλού και Οφιδούσα. Δρυός, Ασπρονήσι κι Αντικέρι. Ένα κοπάδι νησιά, ένα κοπάδι λέξεις βιδωμένες στη θάλασσα.
Είναι οι λέξεις που διαφεντεύουν το εκπληκτικό φυσικό τοπίο της Κερονησίας που έλκει την καταγωγή του από την έκρηξη του θηραϊκού ηφαιστείου.
Είναι οι λέξεις σημαινόμενα που δημιουργούνται από τη μήτρα της ανώτερης αυτής θάλασσας, αισθητικά και μαθηματικά ανώτερης τάξης.
Είναι οι λέξεις – κλειδιά στη σημερινή κλειδοθήκη του θαλασσινού καμβά που ενορχηστρώνονται από μαέστρο – διευθυντή ενός κύκλιου χορού σημασιών, συμβόλων και αρχαίας τέχνης.
*
Πλέω μεσοπέλαγα και μαζί μου πλένε ποιήματα με μακριά πλοκάμια, νησάκια – κοχλίες, καλόγεροι – χτένια, βραχίδες – αχινοί, φυτεμένα όλα από άγιο χέρι.
Πλένε, αστράφτουν και μοσχοβολάν κάτω από τους γρανιτένιους σπόνδυλους της Κέρου, του πανάρχαιου αυτού δράματος της ανθρωπότητας. Ενός δράματος θαλασσινού που εξαγνίζει τον άνεμο και τον θάνατο. Ενός «δράματος» που έδωσε ό,τι πιο απλό και σύνθετο, μαγικό και υπερούσιο ανέδειξε η ανθρώπινη χειροπλαστική:
Τον αρπιστή και τον αυλητή της Κέρου… Τα τελειότερα δείγματα μικροπλαστικής στον κόσμο.
Πώς θα μπορούσε αυτά τα δυο ανθρωπόσχημα ειδώλια να έχουν γεννηθεί σε άλλο περιβάλλον; Κι όμως εδώ γεννήθηκαν, εδώ άφησαν τα ίχνη τους, σε τούτο το ανάλγητο και πετρώδες τοπίο…

Το σημείο που βρέθηκαν τα ειδώλια της Κέρου στο Δασκαλειό

*
Ταξιδεύω μια με κόντρα μια με πρίμα τον καιρό κι αγναντεύω πρωτ’ απ’ όλα το Δασκαλειό, τον μυστήριο μικρόβραχο, όπου είναι συναγμένα όλα τα αρχαιοελληνικά μυστικά. Επιθαλάμιος βράχος, επισμαλτωμένος, από άρρητ’ αθέμιτα μυστικά, άγνωστης γραφής και τέχνης, μυστήρια οράματα, ευωδιές της φαντασίας και αναθήματα ουράνιας έμπνευσης και σχεδιασμού.
Έχω απέναντί μου ένα πέλαγος λάμψεων, αστραπών και φέγγους, ενός φέγγους που έχει ιδιώνυμο βάρος και κάθεται γερά μέσα στον κόσμο, κατάμεσα στο χάος. Σ’ ένα χάος που πλανιέται από τον βορρά στον νότο κι από την ανατολή ίσαμε το βασίλειο των σκιών, μιας πολυνησίας βυθισμένης στα πιο λαμπερά χάη, στην πιο μεθυστική αρπάγη της Μεσογείου.
*
Κάθομαι στο λιμάνι της Σχοινούσας και περιμένω. Περιμένω ν’ ανοίξουνε πανιά ο καιρός, τα όνειρα κι οι λέξεις, προ πάντων οι ομηρικές λέξεις, καθώς εδώ πρωτοπλάστηκε το αλφάβητο της ποίησης και της τέχνης του ταξιδιού. Με πλαισιώνουν όστρακα, δίχτυα και αρμυρίκια.
Κάθομαι κάτω από μια τέντα παχύρευστων σκιών και πολυέλεων ακτίνων, βαθιά μέσα σε ένα ψηφιδωτό από θηλιές λέξεων που συλλαβίζουν το αστείρευτο φως του Αιγαίου.
«Δυο ψαράκια μελανούρια – γειά σου αγάπη μου καινούργια», αντιλαλεί το τρεχαντήρι του καπετάν Πράσινου, από το Κουφονήσι, καθώς σκάβει με την καρίνα του ό,τι πιο παλιό αναδύεται από τα βάθη της ιστορίας.
Κι ο μύστακας του καπετάνιου, τσιγκελωτός, ολόπυκνος, αναγυρισμένος κατά την Κέρο ψαλλιδίζει τον δίαυλο κι ακουμπάει με γλύκα στη σκληροτράχηλη ποδιά του ιερού νησιού, ενώ γίνεται ένα ο μουσικός του λόγος με το βιολί, τη φυκάδα και την αφρωμένη θάλασσα.

Μια από τις ακτές της Κέρου

*
Ανοίγω φύλλο στον καιρό και στη θαλασσινή αρμύρα κι ύστερα ζυμώνω τους ανέμους μέχρι ν’ αλέσουν τους αφρούς ωσότου έρθει η ώρα για το μαγικό ταξίδι.
Κι αφού απλώσουν οι άνεμοι πανί κι αποσκεπάσουν επιφάνειες και πάθη, ναι, ύστερα θα φουρνίσω τα όνειρα για να με πάνε ίσα καταπάνω στον καιρό που ζυμώνει τους γιαλούς με άξονα τους μύθους.
Θα νιφτώ από τον γρέγο και θ’ αλεστώ απ’ το μαΐστρο, κι ύστερα ας με πάρει ο σορόκος μπορεί και ο πουνέντες, αυτοί οι φουρκισμένοι γίγαντες που θα με σηκώσουν στην πλάτη τους, για να μου δείξουν τη γενιά τους και τ’ άγρια γένια τους.
Θα με ξεβράσουν σε νησί δίχως γιαλό, με λίγο θρούμπι, σχοίνο και κομμάτι φρύγανο, κάτω από την πέτρα.
*
Αλλά πριν ορμίσουμε στην Κέρο, οι άνεμοι θα μας γυρίσουν σα σβούρα γύρω από το νησί των προσφορών, το νησί όπου απέθεταν οι πομπές των πανελλήνων τα δωρόσημα των ειδωλίων τους.
Μοιραία θα βρω στον δρόμο μου νεράιδες και σειρήνες, κάβειρους και κορύβαντες, τύμβους και χοάνες, τ’ άγιο φως, και άφιλα νησιά του ήλιου με πεταλόσχημα όνειρα και οργιαστικούς χορούς.
Θα πιάσουμε Οφιδούσα πρώτα – πρώτα κι ύστερα Αγριλού. Θ’ αλλάξει η θάλασσα λόγο και φως. Και να το Ασπρονήσι! Θεριό ανήμερο, σωστό, στην πλάτη της Σχοινούσας. Θα πλέμε πάντα στο μέτωπο του λεβάντε, με τον θώρακα βρεμμένο, γλυμμένους τους μηρούς και μούσκεμα αστραγάλους. Θα κυκλοφορούμε κυκλωμένοι από νησιά κι ανέμους, «κυκλοτερείς και κυκλοδίωκτοι, πάντα Κυκλαδομάχοι».
Όχι γύρω από τη Δήλο, μα ολόγυρα στην Κέρο, εκεί όπου το φως εκ φωτός, εκ Φαέθωντος αληθινού, θερμαίνει την πλάση κι αναζωογονεί τα πλάσματα που καταπλέουν σε τούτο το μικροπέλαγο της φωτιάς και του ήλιου.
«Φως ην και εις φως απελεύσει» εκπέμπει τον μέγα λόγο του ο καπετάν Ήλιος, ο Κεροπλάστης.
Και να ο ευεργέτης άνεμος, ο Ίκαρος της αυτοθυσίας και της απλωταριάς, ισόθεος του γαρ, του ευ και του άρα, καθώς θα ισοσκελίζει το τρίγωνο των νησιών κι από Σχοινούσα υποτείνουσα θα γράφει ορθή γωνία ομορφιάς και ονείρου, ως πέρα τα Κουφονήσια και την Ηρακλειά κι από τα σχοινένια καρφιά των ανέμων και των ριπών του θα τραβάει κουπί ίσαμε να πιάσει Ηράκλειες στήλες…

Η ακτή «Γλυφάδα» της Κέρου

*
Να, πλησιάζουμε τις ακτές της Κέρου. Θα πιάσουμε τα γρανιτένια βράχια. Γλυπτά – αλατιέρες και σβούρες – σπηλιαράκια. Και να οι περιώνυμοι δορυφόροι της Κέρου, τα κρυφά νησίδια του νοτιά που προβάρουν το ολόσωμο ριχτάρι των παράνυφων. Κατά σειρά: «Ανδρέας», «Λάζαρος», «Λουμπαρδάρης», «Δυο Πλάκες» και «Τσουλούφι». Ονόματα που έπλασαν οι γυρωνησιώτες, έτσι όπως τους ήρθαν στο μάτι και στο νου.
Λίγο ανατολικότερα τα δυο Αντικέρια κι ο Δρυός, σπαρμένα ερημόνησα μέσα στο πέλαγος της Κερονησίας.
Θα κοστάρουμε στην ακτή, πανάρχαια ερημική ακτή, δίχως μιαν υποψία αγκαλιάς και γλυκού ασπασμού. Σκέτη πετραδούρα, χοχλακιές, γκρίφια, δαγκάνες και φολίδες από άγριο στήθος.
Θα πιάσουμε σε ένα σπηλιαράκι που μοιάζει δαγκωμένο μήλο και θα βουτήξουμε για χάρη του βυθού και της βαθιάς καλάδας του μυχού.
Φιλόξενος βυθός, Δίχως ψάρια κόχυλες και αστερίες, δίχως φύκια, ανεμώνες και ζωή.
Θα συνεχίσουμε το κοστάρισμα ίσαμε να παρακάμψουμε πεντέξι ακόμη όρμους. Πουθενά, σε όλο το νότιο κύτος του νησιού δεν υπάρχει πλεύρισμα, αγαθή αγκαλιά για να βγούμε.
Μέχρι να φτάσουμε στη Γλυφάδα.
Εκεί ο καπταν-Μανώλης πούχει το σκαρί του φιλιωμένο με τα νερά, αδερφομοίρια βλέπεις – νερό και ξύλο -, θ’ αγκυροβολήσει και θα φιλέψει τον βυθό με την καρίνα του, για να βγούμε κολυμπώντας στην ακτή. Μαθές ετούτο δω το περιγιάλι, που φεγγρίζει με την ολόλευκη χοχλακούρα του, δεν είναι φιλικό και δεν προσορμίζεται από ξύλινα τείχη.
Θα κολυμπήσουμε σε μια θάλασσα από σμαράγδι, αναγνωρίζοντας την ταυτότητα και την καταγωγή της. Ποσειδώνια, ασφαλώς.
Πατάω μαζί με άλλους το πόδι μου στο ακρογιάλι της Γλυφάδας. Έτσι λένε τη βοτσαλιά, γιατί εκεί το νησί διαθέτει μοναδική σε όλο το μάκρος του, φλέβα νερού, υπόγλυφου, που χρειάζονται τα ζώα για να ζήσουν. Τα ζώα που είναι διασκορπισμένα σε όλο το ξεροβούνι.
*
Αγκαλιές βράχων γύρω – γύρω, αφιλόξενες, άγριες, επιεικώς απρόσιτες στο πόδι, στο νου, στην περιπέτεια.
Παίρνοντας ωστόσο μια εξερευνητική απόφαση διασχίζω την ήπια, όπως φαίνεται, κοιλάδα της Γλυφάδας. Περπατώντας παρατηρώ το φυσικό τοπίο και την περίφραξη που έχει στήσει ο κτηνοτρόφος προκειμένου τα ζώα του, πηγαίνοντας να πιούν νερό, να παγιδεύονται πάνω από το ανάβρυσμα της φλέβας. Πίσω μου υψώνονται καμιά δεκαριά πελώρια σχοίνα που τα έχει κλαδέψει ο βοσκός για νάχει μια σκιά τα μεσημέρια. Πάνω από τη γουρνοσταλιά υψώνονται φράχτης τεχνητός, πλεγμένος με ξερόκλαδα, για να αναχαιτίζονται τα ζώα που πάνε να φύγουν μετά το ξεδίψασμα.
Από κει και πέρα ο τόπος δεν πατιέται, γεμάτος πέτρα ακανόνιστη, κουβαρίστρες από πουρνάρι και σχοίνο.
Γυρίζω στη βοτσαλιά και ξαπλώνω στα λευκά χοχλίδια. Δίπλα μου ξεφυτρώνουν ολόμαυρες βραχόπετρες, ασφαλώς γνήσια τέκνα της σεισμικής αναταραχής του θηραϊκού ηφαιστείου.
*
Πέρασε η ώρα και ο καπταν-Μανώλης σφυρίζει να αποπλεύσουμε. Παίρνουμε σκεφτικοί την ανάδρομη ρότα του νησιού, έχοντας το νου μας στο Δασκαλειό.
Φτάνουμε ύστερα από μισή ώρα. Ενας ολόσωμος βράχινος πελώριος όγκος τινάζεται έξω από το σώμα της Κέρου. Εδώ πάνω στο βραχοπλάι, ανακαλύφθηκε όλος ο πλούτος της αναθηματικής λατρείας των αρχαίων Κυκλαδιτών.
Σήμερα είναι σκεπασμένη η πλαγιά με μαύρες σακούλες πλαστικές. Αλλά με πλαστικές σακούλες και νάιλον δίχτυ είναι σκεπασμένη και η ράχη της Κέρου, ακριβώς απέναντι από το Δασκαλειό, στο οποίο οι ανασκαφές όλο και προχωρούν, δίχως να έχουν ακόμη εντοπίσει την αρχαία μήτρα της αναθηματικής λεκάνης.
Εδώ, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις οι ξένοι και οι επισκέπτες απέθεταν τα δώρα τους, τα στολίδια και τα αναθήματα για τους νεκρούς.
Δε βρέθηκαν παρά θραύσματα από μυριάδες σπασμένα ειδώλια που δεν συγκολλήθηκαν ποτέ, γιατί ποτέ το ένα δεν ταίριαξε με το άλλο.
Να ληφθεί υπόψη ότι η Κέρος, τόπος τελετουργικών εκδηλώσεων, δεν κατοικήθηκε ποτέ από ανθρώπους, ούτε βρέθηκε ένα ανθρώπινο κτίσμα πάνω στο νησί.
*
Ο καπετάν-Μανώλης έστριψε την τιμονιέρα του, ανάπλευσε το νησί κι έβαλε πλώρη για τη Σχοινούσα. Είχε πια τελέψει ο ρόλος κι ο προορισμός του. Είπε όσα είχε να πει για την Κέρο και τα μυστήρια νησιά του. Κατάπιε τη θάλασσα του Αιγαίου και το Αιγαίο τη δική του «θάλασσα».
Κανένας βαρκάρης από καταβολής Αιγαίου δεν έκανε καθημερινά τον πλου της τελετουργίας και του προσκυνήματος στο ωραιότερο θυσιαστήριο του κόσμου, με τόση αγάπη κι αφοσίωση…

Αιγαίο μάγια μούκανες…

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το