Άρθρα

Στο καπηλειό της Ερμού

Του Κυριάκου Παπαγεωργίου

Απέναντι απ’ τη Μητρόπολη, διαγώνια του ναού στον κεντρικό εμπορικό πεζόδρομο, στεγαζότανε το μικρό κρεοπωλείο του Φρέρη. Ο Φρέρης, καθολικός, όπως μαρτυράει και τ’ όνομά του, ήτανε γείτονάς μας, στην οδό Γαμβέτα, στη δεκαετία του ’50 με’60.
Ο χασάπης αυτός είχε πέντε παιδιά και πρώτον απ’ όλους τον Αντωνάκη, κολλητό φίλο και συμμαθητή μου στο Δημοτικό.
Με τον Αντωνάκη τρέχαμε για μπάλα, κρυφτό, κυνηγητό και «άλλα» παιχνίδια.
Ο Αντωνάκης με έπαιρνε συχνά και πηγαίναμε στο χασάπικο του πατέρα του, στην οδό Ερμού, κι εκεί έκαμε διάφορες δουλειές του πατέρα του. Πληρωμές, προμήθειες, μικροεξυπηρετήσεις και μεταφορές σκουπιδιών με σακούλες από κρέατα και στουμπηγμένα κόκκαλα.
Πηγαίνοντας με τον φίλο μου τον Αντωνάκη στο χασάπικο του πατέρα του, στεκόμουνα πάντοτε απέξω, γιατί μέσα δεν χωρούσαμε έτσι κι αλλιώς και παρατηρούσα, με όσες κεραίες είχα μάθει να εξαπολύω στις γύρω εικόνες και με τ’ αυτιά πάντοτε στυλωμένα σε διάφορα ακούσματα, είτε από μαγαζάτορες είτε και από γυρατζήδες που διαλαλούσαν τα εμπορεύματά τους. Τσατσάρες, καθρεφτάκια, μπιμπελό, ό,τι δηλαδή είχε πέραση, στις μίζερες εκείνες μέρες.

Κάποια μέρα το αυτί μου πήρε αμανέδες, που δεν είχα ξανακούσει και δεν καταλάβαινα, τόσο τους ήχους, όσο και τον ρυθμό τους, από τη μεριά του διπλανού μαγαζιού, αυτουνού δηλαδή που συνόρευε με το στενό του «Καλιγούλα». Δεν είχα άλλωστε προσέξει ποτέ μου ποιο μαγαζί υπήρχε παραδίπλα από το χασάπικο του Φρέρη. Αμυδρά θυμάμαι πως από την άλλη μεριά, τη δυτική, υπήρχε ένα μανάβικο, και τούτο επειδή με προκαλούσαν τα διάφορα φρούτα εποχής που δεν γνώριζα την προέλευσή τους.
Όμως από τη μεριά της Ερμού προς την Γκλαβάνη ποτέ δεν είχα ρίξει μια ματιά, για να ιδώ τι τρύπα ήταν εκείνη, για την οποία είχα ακούσει από τον πατέρα του Φρέρη, να λέει πως πρέπει «να την …αποφεύγουμε», γιατί εκεί μέσα μαζεύονται «άνθρωποι κακοί και εχθροί της πατρίδας»…
Έτσι απέφευγα να κοιτάζω προς τα θολά τζάμια του παραδιπλανού μαγαζιού, που ήταν σίγουρα θολά, εξαιτίας των λιπαρών ζωμών που έβραζαν εκεί μέσα, προφανώς, για να τους γεύονται οι «εχθροί της πατρίδας»…

Μια μέρα όμως που ο πατέρας του Αντωνάκη, του είπε να καθίσει στο μαγαζί και να τον περιμένει, ενόσω θα έλειπε για κάμποση ώρα, αφού είμασταν κι οι δυο μαζί, λέω του Αντωνάκη «ρε φίλε δεν χτυπάμε την πόρτα του παραδιπλανού μαγαζιού να δούμε τι σόι εχθροί της πατρίδας είναι αυτοί που μπαίνουν μέσα;»…
O Aντωνάκης που μια μέρα του είχε δώσει ο εχθρός της πατρίδας, που τον λέγανε μπαρμπα-Στέφανο, ένα γλειφιτζούρι, μια και τον ήξερε ως γιο του γείτονα χασάπη, έχοντας σχηματισμένη μέσα του την πιθανότητα ότι είναι ένας «καλός» εχθρός της πατρίδας ο μπαρμπα-Στέφανος, δέχτηκε να μπούμε, να ρίξουμε μια ματιά και να φύγουμε.
Να δούμε βρε αδερφέ τι είδους έχθρες με τη χώρα μαγειρεύουν εκείνοι οι ανθρώποι του διπλανού μαγαζιού…
Αφού ρίξαμε για τελευταία φορά μια ακόμη ματιά στην ταμπέλα του μαγαζιού και φυσικά δεν είδαμε καμιά «σκάλα» ή κάποιο σκαλέτο τέλος πάντων να μας κόβει τη φόρα, κάμαμε το ριψοκίνδυνο βήμα.

Και μπήκαμε δίχως να χτυπήσουμε την πόρτα. Και μας έπιασε μια μπόχα, αφού πράγματι πήρε το μάτι μας μερικούς θαμώνες σκυμμένους στα μικρά τραπεζάκια να τσιμπολογούν αραχτοί από ένα πιατάκι με λιανό μεζέ και δίπλα τους μια κούπα κρασί.
Στο βάθος φαινόταν ο μπαρμπα-Στέφανος και κάνα δυο από τα παιδιά του που βράζαν τα «εχθρικά πιάτα» βάζοντας μέσα στις κατσαρόλες μπαχαρικά από τις ανατολικές χώρες.
Μείναμε σύξυλοι κι οι δυο και δεν ξέραμε τι να υποθέσουμε. Εκείνη την ώρα το ένα από τα παιδιά του μπαρμπα-Στέφανου έπιασε ένα ξύλινο μαρκούτσι που είχε κάτι λεπτούτσικα συρματάκια τεντωμένα επάνω στο σκαφάκι του κι άρχισε να το γρατζουνάει πετώντας κάποιους παράξενους ήχους, τέτοιους που δεν είχαμε ξανακούσει.
Ξαφνικά από το στόμα του σερβιτόρου που δεν ήταν άλλος από τον γιο του μπαρμπα-Στέφανου άρχισε να βγαίνει ένα αγκομαχητό που έμοιαζε με συριχτό μοιρολόι. Αμέσως όλοι οι θαμώνες άρχισαν να ψιθυρίζουν μαζί του εκείνο το μοιρολόι ψέλνοντας μ’ έναν ιδιότυπο κι υπόκωφο στεναγμό.
Ο μπαρμπα-Στέφανος, μόλις μας αντιλήφθηκε, μας έβαλε να κάτσουμε στριμωχτά σε μια καρέκλα, γιατί εκεί μέσα δεν χωρούσε άλλος και μας έφερε σε ένα πιατάκι λίγο μεζέ που ωστόσο δεν τον αγγίξαμε.

Τα παράθυρα ήτανε κατάθολα και βρομισμένα. Πάνω στα τζάμια είχανε καθίσει οι άχνες από τη βρασμένη φασολάδα, ενώ απέξω δεν φαινότανε τίποτα. Μονάχα οι φωνές των παιδιών που παίζανε, ακούγονταν, σπαστές και πιωμένες από τα ψαλμουδίσματα και τους καημούς των θαμώνων.
Κι εκεί που ψαλμούδιζαν οι θαμώνες ξαφνικά όλοι σώπασαν κι άρχισαν δυο μουστακαλήδες να σέρνουν κάτι ωραίους σέρτικους ήχους που μας ξεσήκωσαν κι εμένα και τον Αντωνάκη. Ήταν καλοκουρδισμένα όργανα που εξαφάνιζαν τις ψαλμουδιές των θαμώνων κι άλλο τόσο τις αγριοφωνάρες του μανάβη και των παιδιών που παίζανε στο προαύλιο του ναού.
Οι θαμώνες ανακάθισαν στα στενά ψάθινα καρεκλάκια, άφησαν στην άκρη τα ποτήρια με τη ρετσίνα ή το ούζο, καθώς μια πελώρια φωτιά άρχισε να σιγοκαίει τα σπλάχνα τους.
Τα φάλτσα αφανίστηκαν όσο τα εξάχορδα μπαίνανε σε τάξη και πειθαρχία. Κιθάρες, μαντολίνα και μπουζούκια συναγωνίζονταν εναλλακτικά ποιο θα ξεπεράσει τους καημούς και τα ντέρτια των θαμώνων, αλλά και των μουσικών.

Και τότε έγινε κάτι αποθεωτικό. Μέσα από την κουζίνα ξεπετάχτηκαν δυο τρία αγοράκια, συνομήλικά μας περίπου, που ανακρατούσαν μικρά μπουζουκάκια, θρονιάστηκαν κοντά στους μεγάλους οργανοπαίχτες και πάσχισαν να συγχρονιστούν με δαύτους.
Άκουγες τότε μια τέλεια ορχήστρα μονάχα από έγχορδα, δίχως πνευστά και τύμπανα.
Σήκωσα με κόπο το βλέμμα στον τοίχο, όπου πλάι στον παλιό καθρέφτη, σε μαυροπίνακα, με κιμωλία γραμμένα, διάβασα κάτι ανορθόγραφα ελληνικά που αντιπροσώπευαν οφειλέτες και χρωστούμενα.
«Άλλο πάλι και τούτο», σκέφτηκα. «Χρωστάν στους εχθρούς της πατρίδας κάποιοι;».
Έμαθα ότι πολλοί απ’ τους «οφειλέτες» ήταν μέσα στο μαγαζί και πίνανε κι ούτε που νοιάζονταν αν έβλεπαν τ’ όνομά τους κρεμασμένο σα δαμόκλεια σπάθη, πάνω από το κεφάλι τους.
Μα τι εχθροί ήταν αυτοί που είχαν τους εχθρούς τους μέσα στο μαγαζί και τους κανάκευαν;
Πού και πού άνοιγε με πάταγο το πορτέλι και δρασκέλαγε το κατώφλι κι από κανένας περαστικός. Τώρα πού χωρούσαν όλοι αυτοί, δεν μπόρεσα να το εννοήσω.
Φαίνεται πως όλοι οι καλοί χωρούσαν εδωνά, εχθροί και φίλοι, ενώ πολύ γρήγορα βρισκόντουσαν κάτω από την επήρεια ενός μαγικού πάθους και ζούσαν σε ένα κλίμα ελευσίνιας μυσταγωγίας. Δεν έδιναν σημασία ούτε δεκάρα σε όσα συνέβαιναν γύρω τους. Αλλοπαρμένοι μαθές.

Ξανακοίταξα τους οργανοπαίχτες. Ήταν απρόσκοπτα σκυμμένοι πάνω στα οργανέτα τους, λες κι αυτά ήτανε ψυχές βελούδινες που τις κανάκευαν. Όλο περιπάθεια και γλαρωμένο ύφος. Χαϊδεύαν με λατρεία τις χορδές και αγκάλιαζαν το σκαφάκι τους σα γυναίκα αγαπημένη.
Δε νοιάζονταν ποιος έμπαινε και ποιος έβγαινε. Κανένας πάντως δεν έβγαινε. Αν εκείνη την ώρα γινότανε πόλεμος, καρφάκι δεν τους έκαιγε. Αυτοί μουσκεμένοι από αγάπη για το μπαγλαμαδάκι και το μπουζούκι τους σκαλίζανε κολλυβογράμματα στην αγαπημένη τους.
Ξαφνικά μπουκάρει ένα ανθρωπάκι, με γεροδεμένες πλάτες κοιτάζει ολόγυρα με φθόνο και πάει να σταθεί σε μιαν άκρη όρθιος.
Σταματάνε οι οργανοπαίχτες και κοιτάζονται καχύποπτα.
«Να που μπήκαν οι αγαθές δυνάμεις του έθνους», συλλογίστηκα, «και ψάχνουν να βγάλουν άκρη με τους εχθρούς της πατρίδας».
Όχι! Δεν ήταν οι «αγαθές» δυνάμεις του τόπου! Ήταν εχθροί των εχθρών της πατρίδας που τους έστειλε η τοπική Ασφάλεια, για να καταγράψει τους θαμώνες και να σπάσει τον τσαμπουκά των μπουζουκτσήδων.
Κάνει μπαμ η φάτσα του «καλού» ρουφιάνου της τάξης. Είναι παράξενος και «μυρίζει» από μακριά. Έχει κούτελο με σατανικές ρυτίδες. Κάνει γκριμάτσες και κατεβάζει την απέχθεια ώς τα σκέλια του. Κανείς ωστόσο δνε συγκινείται, ούτε νοιάζεται για τη χυδαία πρόκληση.
Ύστερα στρέφεται σε μας, σε μένα και τον Αντωνάκη, μας ρίχνει από μια σφαλιάρα και μας τραβάει από το μανίκι φωνάζοντάς μας: «Έξω ρε τσογλάνια από την μπόχα. Σας ψάχνει ο πατέρας σας…».

Την ίδια στιγμή ο μπαρμπα-Στέφανος μας ρίχνει ένα βλέμμα απορίας μαζί και συμπάθειας και μας χαιρετάει γεμάτος πατρική στοργή.
Απέξω περίμενε ο Φρέρης, ο χασάπης, γεμάτος αίματα, από τις σπάλες που είχε τεμαχίσει, για να μας καταχεριάσει, έμπλεως αηδίας για την προδοσία και την εμμονή μας να μπούμε στο μαγαζάκι των εχθρών της πατρίδας…
Ήταν κι ο ίδιος εχθρός! Μα τίνος ήταν εχθρός, ποτέ δεν το κατάλαβα.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το