Τοπικά

Στις «φαβέλες» του Ξηριά στον Βόλο – Τσιγγάνοι ξεχασμένοι χωρίς φαγητό και φάρμακα

Είναι ένα «πείραμα», που δεν γίνεται σε εργαστήρια ή σε ταινία. Ένα πείραμα που αφορά ανθρώπους που ζουν στην είσοδο του Βόλου, στους παρόχθιους του χειμάρρου Ξηριά. Σε 70 παράγκες ξεχασμένες και από τον Θεό, ζουν 250 άνθρωποι στην πλειοψηφία τους νέοι σε ηλικία μαζί με τα παιδιά τους.

Ελάχιστη τροφή, νερό από δύο κοινόχρηστες βρύσες, ρεύμα με γεννήτριες , ποντίκια που αναζητούν φαγητό μέσα στις παράγκες. Οι ηλικιωμένοι εκλιπαρούν για φάρμακα και τα παιδιά για φαγητό.

Εννοείται πως κανόνες αποστασιοποίησης δεν τηρούνται, όλοι συγχρωτίζονται μεταξύ τους,  ενώ οι περισσότεροι είναι πλανόδιοι  μικροπωλητές που μέχρι και πριν λίγες ημέρες έφευγαν από τις παράγκες για να μαζέψουν ή να πουλήσουν παλιοσίδερα. Κάποιοι το προσπαθούν ακόμα.

Χωρίς μάσκες, χωρίς γάντια, χωρίς αντισηπτικά, χωρίς καθαριότητα. «Πόσο άραγε θα αντέξουν ακόμα», θα αναρωτιόταν ο τρελός επιστήμονας παρακολουθώντας το πείραμά του… Η διαφορά με το πείραμα του τρελού επιστήμονα στην ταινία επιστημονικής φαντασίας είναι ότι σε αυτή την περίπτωση οι άνθρωποι είναι πραγματικοί, αντιπροσωπεύουν όλο το ηλικιακό φάσμα και ζουν μόνοι και ξεχασμένοι μέσα σε μια πόλη με οργανωμένες υπηρεσίες, σε καιρό πανδημίας. Ζουν στη δική τους Σπιναλόγκα, στις φαβέλες του Ξηριά.

Απόγευμα Κυριακής και τα πολλά παιδιά του οικισμού παίζουν ανέμελα στον παρόχθιο. Δίπλα σε παλιοσίδερα , δίπλα σε σκουπίδια. Φοράνε όλα κοντομάνικα, πολλά είναι ξυπόλυτα.

«Ναι, κάποιοι προσπαθούν ακόμα να πάνε για μεροκάματο. Τα παιδιά δεν έχουν να φάνε. Εδώ κανείς δεν πλησιάζει, δεν μας ρώτησαν πώς ζούμε. Κανείς δε έρχεται για φαγητό, για φάρμακα, για μάσκες και γάντια», λέει ο εκπρόσωπός τους κ. Περικλής Μήτρου.

«Μην πλησιάζετε, μείνετε μακριά της» φωνάζει μια νέα γυναίκα στα παιδιά της ζητώντας να κρατούν αποστάσεις.  “Εδώ δεν έρχεται κανείς γιατί φοβούνται μην έχουμε το κακό. Άνθρωπος δεν έρχεται να δει αν ζούμε ή αν πεθαίνουμε. Εσείς τι κάνετε εδώ”, αναρωτιέται.

 

Τα παιδιά αγκαλιάζονται, παίζουν , η ζωή τους συνεχίζεται κανονικά . Τίποτα δεν έχει αλλάξει στην γειτονιά. Δεν χάσανε μαθήματα σχολικά, δεν κάνουν τηλεκπαίδευση. Η λέξη «σχολείο» είναι άγνωστη.

«Είμαστε στη κυριολεξία χωρίς τίποτα. Οι περισσότεροι δεν φεύγουν αλλά υπάρχουν και άνθρωποι που κινούνται για δουλειά. Μέχρι να απαγορευτεί το πλανόδιο εμπόριο φεύγανε όλοι για Κατερίνη, Χαλκίδα, για πολλά μέρη. Έτσι γινόταν παντού, έτσι γίνεται και εδώ. Όλοι ψάχνουν λύση κάθε μέρα για να πάνε για δουλειά γιατί πεινάνε τα παιδιά τους. Άλλοι φοβούνται να το κάνουν. Αγράμματοι είμαστε, και να είχαμε χαρτιά για να δουλέψουμε ή να πάμε κάπου πως θα τα συμπληρώναμε. Δεν έχει έρθει κανείς να μας πει ούτε τι πρέπει να κάνουμε, ούτε πως θα ζήσουμε. Άστα, εμείς είμαστε για τα εκλογές, δεν μας λογάνε για ανθρώπους».

Οι κάδοι στον παρόχθιο είναι άδειοι και οι γυναίκες καθαρίζουν τους χώρους περιμετρικά από τις παράγκες.

Πλησιάζει ένας νεαρός και μας εξηγεί πως ο αδελφός του που έχει κάνει εγχείρηση καρδιάς, δεν παίρνει τα φάρμακά του.

«Δεν μπορούμε με την κατάσταση αυτή να γράψουμε φάρμακα και καμία υπηρεσία δεν έρχεται».

«Θα πεθάνουμε από πείνα ή από τις αρρώστιες μας. Ζούμε με φακές και ρύζι. Τα φάρμακά μας τελειώσανε» φωνάζει μια ηλικιωμένη.

Μόνο που οι φωνές τους δεν φτάνουν ούτε μέχρι την άλλη άκρη του δρόμου…. Κανένας δεν τους δίνει σημασία μέχρι να δουν τα αποτελέσματα του “πειράματος”.

 Ζωή στα σκουπίδια 

Ο οικισμός της Νεάπολης και οι συνθήκες ζωής των κατοίκων με τις πολύτεκνες οικογένειες παρουσιάζει τη χειρότερη εικόνα από τους οικισμούς του δήμου Βόλου και ολόκληρης της Περιφέρειας Θεσσαλίας. Είναι ένα απομονωμένο γκέτο “μια ανάσα” από την πόλη, και οι κάτοικοι ζουν τον κοινωνικό αποκλεισμό και στιγματισμό. Ένας στιγματισμός που απορρέει από την ανύπαρκτη κοινωνική πολιτική και αναπαράγεται  σταθερά μέσω των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης. Το “στίγμα” απομονώνει παιδιά που μεγαλώνουν χωρίς καμία παροχή εκπαίδευσης και ποιότητας ζωής.

Στα τέλη της δεκαετίας του ’80 ξεκίνησε η σταδιακή εγκατάσταση των Ρομά στην περιοχή. Προέρχονταν κυρίως από την περιοχή της  Χαλκίδας και εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της Νεάπολης και πιο συγκεκριμένα παράλληλα με το χείμαρρο Ξηριά στις εγκαταστάσεις του Βιολογικού Καθαρισμού,  στη Νότια είσοδο-έξοδο της πόλης. Μέχρι σήμερα, ο πληθυσμός είναι περίπου 200 άτομα, τα οποία κατοικούν σε παραπήγματα από νάιλον, νοβοπάν ξύλα και λαμαρίνες και ασχολούνται κυρίως με τα ανθοκομικά προϊόντα. Ένα σημαντικό πρόβλημα είναι ότι η περιοχή συχνά πλημμύριζε λόγω του χειμάρρου. Το αντιπλημμυρικό έργο που κατασκευάστηκε από το ΕΣΠΑ και τα κονδύλια της ευρωπαϊκής ένωσης στην περιοχή αναμένεται να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά αυτό το ζήτημα. Η σύνδεση με τον υπόλοιπο ιστό της πόλης γίνεται μέσω ασφαλτοστρωμένου δρόμου, ενώ η τοποθεσία επιλέχθηκε από τους ίδιους τους Ρομά. Μέσα στον οικισμό δεν υπάρχουν διαμορφωμένοι χώροι (π.χ. δρόμοι) και υποδομές εκπαίδευσης, αποχέτευση, δημόσιος φωτισμός, ύδρευση κ.τ.λ. Κανένα παιδί δεν πηγαίνει στο σχολείο (ή παρουσιάζονται σποραδικά), κανείς δεν είναι εγγεγραμμένος κάτοικος σε δήμο του πολεοδομικού συγκροτήματος και δεν έχουν πρόσβαση σε νερό και ηλεκτρισμό. Σχεδόν όλοι έχουν χαρτιά απορίας. Οι τομείς απασχόλησής τους είναι κυρίως το πλανόδιο εμπόριο και αυτό που καταγράφεται είναι απουσία ισότητας ευκαιριών στην εκπαίδευση, την επαγγελµατική
κατάρτιση τον επαγγελµατικό προσανατολισµό και την κοινωνική συµµετοχή.

 

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το