Άρθρα

Στις αμμουδιές του ονείρου ψάχνοντας το χρυσάφι του χρόνου

Του Παναγιώτη Σωτηρόπουλου,
Ευρωπαϊκό Σχολείο Βρυξελλών ΙΙΙ

«Στην άκρη του πρωινού στον ήλιο, σαν φρούτo, μια πόλη ξεσπά». Μασσαλία, όλοι κατεβαίνουν», έγραφε στο ποίημά του Babylone το 1927 ο René Crevel «ο καλύτερος συγγραφέας της γενιάς του» όπως τον αποκαλούσε ο Ezra Pound στο δοκίμιό του για τον Γάλλο σουρεαλιστή με τον ενδεικτικό τίτλο «A nation which does not feed its best writers is a mere barbarian dung-heap» (Ένα έθνος που δεν φροντίζει τους καλύτερους συγγραφείς του δεν είναι παρά ένας βάρβαρος συρφετός». Ήταν τότε που η Ευρώπη προσπαθούσε να βρει τον βηματισμό της με έντονες ακόμη της μνήμες των πολέμων. Δεν κύλησαν παρά μερικά χρόνια για να αντιστραφεί η ποιητική εικόνα, όταν χιλιάδες άνδρες και γυναίκες όλων των εθνικοτήτων εγκατέλειπαν την κατεχόμενη ζώνη στη Γαλλία, αναζητώντας καταφύγιο στη Μασσαλία, την αρχαία αποικία του Πρωτέα και των Φωκαίων της Μικράς Ασίας, το μόνο λιμάνι που παρέμενε ελεύθερο. Ανάμεσά τους, ο André Breton, η σύζυγός του και η κόρη τους, συντροφιά με σημαντικό αριθμό σουρεαλιστών που ένιωθαν την απειλή της κατοχικής διοίκησης Vichy.

Ήδη το 1940 ο Breton ήταν για την κυβέρνηση Vichy «η ίδια η άρνηση του πνεύματος της εθνικής ανάκαμψης». Το καθεστώς των δωσίλογων είχε απαγορεύσει κάθε έκδοση έργων του Breton και της ομάδας των σουρεαλιστών. Η καταφυγή τον Οκτώβριο του 1940 στη Μασσαλία ήταν μια προσωρινή διασφάλιση, αλλά και μια επιλογή με ξέχωρη σημασία. Συνδύαζε το ιστορικό παρελθόν μιας πόλης, την απαράμιλλη ομορφιά της Προβηγκίας όπου το γήινο παίρνει διαστάσεις ονειρικές, τις δαντελωτές ακτές της Μεσογείου με την άγρια ομορφιά, σε ένα μίγμα που είχε την αύρα του επαναστατισμού, της ελευθερίας, του ορίζοντα που ξανοίγεται στις εξερευνήσεις.

Jeu de Marseille

«Ο διαυγής άνεμος μου φέρνει το χαμένο άρωμα της ύπαρξης» θα γράψει σε μια μέθεξη ποιητική ο Breton. Στο πολύβουο παλιό λιμάνι της Μασσαλίας θα συναντήσει απάτριδες, Εβραίους, αντιφασίστες από τον Ισπανικό εμφύλιο, ανεπιθύμητους. Εγκατεστημένος αρχικά σε ένα παλιό εξοχικό με θέα προς όλες τις κατευθύνσεις, θάλασσα, ενδοχώρα, ξάστερο ουρανό, αναρωτιέται για το μέλλον της ανθρωπότητας. Η λοιμική του ναζισμού εξαπλώνονταν βαθμιαία στην Ευρώπη. Για τον σουρεαλισμό, κίνημα που έχτιζε με υλικό το όνειρο και την αυτόματη γραφή για να απελευθερωθεί ο νους από τον έλεγχο της έλλογης τυραννίας και των κανόνων που επιβλήθηκαν, το περικείμενο ήταν ζοφερό. Με την πολυπληθή παρέα του δεν έχουν άλλη επιλογή αντίστασης στην ειρκτή της σκέψης παρά να ονειρευτούν, να δημιουργήσουν, να αποδομήσουν. Το παιχνίδι είναι το πρόσφορο μέσο για να αποδράσουν από τη διαβρωτική πίεση του εγκλεισμού. Σκέφτονται πως μια συνεπής στάση επιβάλλει να ορθώσουν την τέχνη απέναντι στη βαρβαρότητα. Γιατί το λιμάνι της Μασσαλίας δεν είναι μόνο η διαφυγή προς τη Νέα Υόρκη μέσω Μαρτινίκης, αλλά και η αποβίβαση των χιλιάδων ανθρώπων που θα ακολουθήσουν το οδοιπορικό προς τα στρατόπεδα συγκέντρωσης των Ναζί.

Ο Breton και η ομάδα των σουρεαλιστών προσκαλεί τους ανθρώπους να βυθίσουν την καρδιά τους σε μια ποίηση, σε μια λογοτεχνία απελευθερωμένη κατά την εκτίμησή τους από τα σκουπίδια που είχαν συσσωρευτεί μέσα από αιώνες δικτατορίας της λογικής γύρω από κάθε προσπάθεια της διαδικασίας της γραφής.

Ως αντίδραση στη δυσανεξία που προκαλεί η καταστολή, η παρέα της εξοχικής κατοικίας Bel air με διάθεση ανάλαφρη, αναζωογονημένη από το μεσογειακό φως, θα αφεθεί στη μαγεία του παιχνιδιού. Αυτό περιέχει στον πυρήνα τους τη δροσιά της νιότης, την αθωότητα την παιδική, τη φαντασία χωρίς όρια, τον αυθορμητισμό της ελευθερίας, την ασυμβίβαστη στάση ζωής που προσλαμβάνει την καθημερινότητά ως σχόλη. Παθιασμένοι παίχτες, η παρέα του Breton, αποφασίζουν συλλογικά να μετασχηματίσουν ένα αγαπημένο παιχνίδι καρτών στην περιοχή της Μασσαλίας, το Ταρώ, σε μια ανατροπή από πάνω προς τα κάτω, διαβλέποντας πως σε ιστορικές περιόδους μεγάλης αναταραχής, τα παιχνίδια με κάρτες ήταν η οπτικοποίηση αυτών των αναταραχών. Με επινοημένα αντικείμενα απεικονίζονταν συγκεκριμένοι χαρακτήρες που οι άλλοι παίκτες έπρεπε να μαντέψουν.

Τα σύμβολα που χρησιμοποιήθηκαν ήταν σημασιολογικά φορτισμένα: Η φλόγα (έρωτας), ο τροχός των βασανιστηρίων (επανάσταση), το μαύρο αστέρι (όνειρο), η κλειδαριά (γνώση). Ο άσος, ο Ρήγας και η Ντάμα αντικαταστάθηκαν από ιδιοφυΐα, σειρήνα, μάγο, που εκπροσωπούνταν από ιστορικές ή λογοτεχνικές προσωπικότητες, ενώ ο βαλές εξαφανίστηκε. Τα πρόσωπα προσφιλή στον κύκλο των σουρεαλιστών: Μεταξύ άλλων ο Baudelaire, η Πορτογαλίδα μοναχή, Novalis (φλόγα), Sade, Lamiel (ηρωίδα του Stendhal) και Pancho Villa (τροχός), Lautréamont, η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων, Freud (αστέρι), Hegel, Paracelsus (κλειδαριά). Ο Τζόκερ δεν είναι άλλος από τον Πατέρα Ubu, όπως σχεδιάστηκε από τον Alfred Jarry.

Τα σουρεαλιστικό «παιχνίδι της Μασσαλίας» ήταν ένα από τα μέσα ενεργοποίησης, με παιχνιδιάρικο τρόπο, του ζητήματος της συλλογικής σκέψης, της συντροφικής διαβίωσης, της ανταλλαγής μιας συγκεκριμένης πνευματικής κοινότητας ικανής να αντιμετωπίσει τον παραλογισμό του κόσμου τους, ανίσχυρου μπροστά στο αναπόφευκτο της ανόδου του φασισμού στην Ευρώπη. Το παιχνίδι, η διασκέδαση, το γέλιο βιώνεται από το σουρεαλιστικό κίνημα ως χειραφέτηση από το βάρος της πραγματικότητας.

«Λοιπόν, ας παίξουμε;» ήταν η παρότρυνση του Breton απέναντι σε ένα καθεστώς που επέβαλλε περιορισμούς, διωγμούς, φυλακίσεις. Όπως είπε αργότερα ο Jean-Louis Bédouin: «Η πρακτική των συλλογικών παιχνιδιών αποδεικνύεται, εξάλλου, μια αποτελεσματική θεραπεία ενάντια στον πειρασμό της απελπισίας. Δεν είναι τότε ζήτημα να προσπαθήσουμε να κρύψουμε από τον εαυτό μας τη σοβαρότητα της κατάστασης. Είναι ζήτημα της διατήρησης με κάθε κόστος επαρκούς ελευθερίας του νου σε σχέση με αυτήν».

Τα 22 σχέδια σε μορφή φύλλων της τράπουλας θα αναρτηθούν στην πρόσοψη κτιρίων ως έκθεση έργων, αλλά στην ουσία ως έκφραση αντίστασης απέναντι στη βαρβαρότητα προβάλλοντας τις αξίες της συλλογικότητας ενάντια στον ατομικισμό.
Στις 25 Μαρτίου 1941 ο Breton φεύγει από τη Μασσαλία με προορισμό τις Ηνωμένες Πολιτείες, μέσα στο πλήθος που συνωστίζεται στην πλώρη βρίσκεται κι ο Claude Lvi-Strauss.
Η επιστροφή στη Γαλλία μετά την απελευθέρωση θα είναι μια απέλπιδη προσπάθεια να επανιδρύσει το κίνημα των σουρεαλιστών. Παρόλα αυτά οι ιδέες του μεταπλασμένες είχαν ήδη φέρει μια αύρα ονειρικής αναγέννησης στην ποίηση και τη ζωγραφική καταλύοντας τις συμβάσεις που είχαν επιβληθεί. Σε καιρούς δύσκολους και πονηρούς παρέμεινε ρωμαλέα μορφή της ανένταχτης και ανυπότακτης σκέψης που αναζητούσε να αλλάξει τον κόσμο, να μεταμορφώσει τη ζωή. Αυτό μαρτυρεί άλλωστε και η επιτάφια αναγραφή στον τάφο του: «Ψάχνω το χρυσάφι του κόσμου». Μάθημα ηχηρό για τους επαίτες καλλιτέχνες στην εποχή του εγκλεισμού της επιδημίας.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το