Άρθρα

Στην Πρασούδα και στ’ Αργυρονήσι – Μονάχος στο νησάκι του Παγασητικού

Του Κυριάκου Παπαγεωργίου 

Ήταν η δεύτερη φορά που με φουσκωτό τσουλίσαμε από τις Αλυκές ώς την Πρασούδα και τ’ Αργυρονήσι.
Και λέω «τσουλίσαμε», γιατί είχε μια τρομερή μπουκαδούρα, σωστό ανεμαλώνι κι ωστόσο ο τιμονιέρης έτρεχε με τριάντα πάνω κάτω μίλια, ο αθεόφοβος.
Φτάσαμε πολύ γρήγορα στην Πρασούδα, ένα ολογύριστο βραχωμένο νησιδάκι που πάνω του φώλιαζε ερημικό το παμπάλαιο μοναστηράκι των Ταξιαρχών.
Είχε προηγηθεί άλλη μια απόπειρα να «πιάσουμε» Πρασούδα, αλλά δεν ευόδωσε η αποβίβαση λόγω σφοδρού κυματισμού, παρότι κόλπος, μια και δεν έχει μόλο ή πατούρα να βγει κανείς με ασφάλεια.
Πόση έκταση είχε για να χωρέσει μοναχούς κι ανθρώπους ετούτο το βραχονήσι; Με βασάνιζε καιρούς το ερώτημα.
Kλωθογύρισε το βραχονησάκι ο τιμονιέρης για να με κατεβάσει, αλλά δε βρήκε πατουλιές, είχε κι ένα δαιμονισμένο αντιμάμαλο κι έτσι φύγαμε άπρακτοι για το Αργυρονήσι.
*
Εκεί βρήκαμε μια βολική έξοδο, που μάλλον την είχανε μολώσει οι άνθρωποι του Πολεμικού Ναυτικού (της Υπηρεσίας των Φάρων), για να βγαίνει ο φαροφύλακας και να φροντίζει τη λειτουργία του φανού, του κλωβού και των χώρων διαμονής, όποτε χρειαζότανε να διανυκτερεύσει κάποιος.
Βγήκα και πήρα το ευδιάκριτο μονοπατάκι για την απλωσιά του φάρου, λίγα μέτρα πιο πάνω από την αγκαλιά της θάλασσας, ενώ ο βαρκάρης είπε να βουτήξει για να «χτυπήσει» το μεγάλο ψάρι.
Άλλωστε το ταξίδι μας ώς εκεί αυτό τον σκοπό είχε. Αλλά εμένα με πήρε για να με αφήσει είτε στην Πρασούδα και στ’ Αργυρονήσι, να κάμω τη δική μου «αναφορά» στα μικρά αυτά ξερονήσια του Παγασητικού και του διαύλου του, ωσότου αυτός βουτήξει στα βαθιά.
Ο φίλος μου αναδύθηκε με καμιά δεκαριά πανέμορφες λαπίνες στο θηκάρι του, απογοητευμένος. Με πήρε και γυρίσαμε στις Αλυκές.
*


Ύστερα από έναν καιρό κι ενώ είχε ξεχαστεί η Πρασούδα, μου την ξαναθύμισε μια Πρωτομαγιά, όταν είχε αποφασίσει να πάρει τη φαμίλια του και να τους πάει ώς το Μαραθιά, να γιορτάσουνε τον Μάη.
Μου τηλεφώνησε πως έχει μια θέση στο φουσκωτό του κι αν θέλω μπορεί να με πάρει, ώστε να μ’ αφήσει στην Πρασούδα, όπου τόχα καημό, να κάνω εκεί Πρωτομαγιά.
Ο καιρός ήτανε μαλακός κι ο φίλος μου θάβρισκε ένα κομμάτι να με βγάλει στην ανώμαλη στεριά.
Τον ακολούθησα, αφού μου ήρθε ουρανοκατέβατη μια τέτοια αναπάντεχη πρόσκληση, καθώς ήταν ευκαιρία μια και θα μ’ αφήνανε μονάχο απάνω στη λιλιπούτεια βραχονησίδα.
Πράγματι ο καιρός ήταν διαμάντι και το ταξίδι ώς την Πρασούδα δεν διάρκεσε πάνω από ένα εικοσάλεπτο.
Φτάσαμε στα βραχονέρια της Πρασούδας και όντως βρήκε μια γωνίτσα που μπορούσε να πλησιάσει το σκαφάκι και να πηδήσω σβέλτα, δίχως παρατράγουδα.
Πρώτη μου φορά πατούσα το έδαφος του πιο μικρού βραχόνησου στην Ελλάδα.
*
Έμεινα μόνος επάνω σε ένα ξερονήσι, με βράχια δαγκωτά ολόγυρα, λίγες αγριλιές, καναδυό πουρνάρια και μερικά φτωχά κυπαρίσσια, γύρω από ένα μισοερειπωμένο κλησιδάκι που τα ντουβάρια του έστεκαν και δεν έστεκαν στη θέση τους για πολύ.
Έτσι οι φίλοι μ’ εγκατέλειψαν στο ακατοίκητο αυτό νησιδάκι, πήραν τα γέλια τους, τις ανθρώπινες συνήθειες, μα και τις ολόφρεσκες διαθέσεις που είχαν ετοιμάσει για την περίπτωση κι έφυγαν. Πήγαν να ρίξουν σε πιο ήρεμα νερά τα «δίχτυα» τους.
Τους χαιρετούσα ενόσο απομακρύνονταν, νιώθοντας μια παράξενη μοναξιά, αφού δεν θα είχα κανένα «συντροφιά» για το υπόλοιπο της μέρας.
Μ’ έσφιγγε ο τόπος. Πολύ στενός, βλέπεις, αλλ’ αντίθετα πλατιά η ερημιά του.
Πάσχισα να ερμηνεύσω το σκηνικό της, όπως ξετυλίγονταν μπροστά μου. Λίγα πράματα. Δεν διέκρινα τίποτ’ άλλο παρά κοτρώνια, μικρές αλατιέρες στις γούβες των βράχων, καχεκτικές ελιές και μια συνοδεία ιπτάμενων γλάρων που με γυρόφερναν με κύκλους από ψηλά. Α, μόλις πάτησα το πόδι μου στο προαύλιο του καθολικού, έκαμε την όψιμη εμφάνισή της και μια σερνάμενη όχεντρα που τη συνόδευε ένα μικρό φιδάκι καραδοκώντας μην και περάσω το κατώφλι «της».
Δεν το πέρασα, γιατί πρόλαβε και μούπεσε άλλος «εχθρός», όχι από τη γη, μα από τον αέρα.
Οι γλάροι πήραν να χαμηλώνουν με πτήσεις σαρκοβόρων εφορμήσεων και να λιτανεύουν το κορμί τους πάνω από κεφάλι μου έτοιμοι να προσγειωθούν ως σαΐτες απάνω στο σώμα μου.
Μπα, δεν είχα ξαναδεί τέτοια κουστωδία θυμωμένων γλάρων να μου ρίχνεται με τόση εχθρότητα κι ούτε θυμόμουνα σε όλες τις περιπέτειες της θαλασσινής μου περιπλάνησης νάχω τέτοια επιθετική αντιμετώπιση από δαύτους.
Κούρνιασα σε μια φτερούγα κυπαρισσόξυλου που βρήκα πρόχειρη. Αδιαφόρησα για το ερπετό. Παρόλη την πρόχειρη θέση μου οι γλάροι, πέντε, δέκα, είκοσι, πενήντα – ούτε ξέρω πόσοι – μαζώχτηκαν σε μια ελάχιστη ακτίνα πάνω από το κεφάλι μου κι είχαν, ως φαίνεται, σκοπό να με σουβλίσουν με τα ράμφη τους.
Αυτή την εντύπωση μου έδιναν. Και δεν ήταν μονάχα εντύπωση. Ήταν πραγματικότητα, η από αέρος σχεδιασμένη επίθεση της εκπαιδευμένης μοίρας των γλάρων να μου πάρουν το κεφάλι…
*


Το νησάκι της Πρασούδας, ήσυχος κι ερημικός βράχος, ήταν ιδανικός τόπος, όπως αποδείχτηκε, επιλεγμένος από τις φαμίλιες των γλάρων να γεννάν εκεί τ’ αυγά τους και να κλωσάνε τα νανοπούλια τους.
Ήταν ο μήνας που στις βραχωμένες τρύπες και μέσα στα κελάρια των απάνεμων μικροσπηλιών είχανε αποθέσει τα γεννητούρια τους οι θηλυκές γλαρίνες κι αυτός ήταν αυτός ο λόγος της προστασίας των μικρών τους από τον ανεπιθύμητο επισκέπτη της Πρασούδας.
Η επίθεση πήρε τη μορφή της καταιγίδας κι έτρεξα να προφυλαχθώ κάτω από το γείσο και την εμπασιά της εκκλησούλας, αδιαφορώντας για τη στάση της οχιάς που ενέδρευε – αν ενέδρευε – πίσω από το μικρό λιοστάσι του μοναστηριού.
Γλίτωσα προσώρας από τους γλάρους και χώθηκα στο ξωκλήσι. Ένα μυριστικό τρυπάνι λαδανιάς και κυπάρισσου ξύρισε τα ρουθούνια μου. Μια μικρή χαρουπιά παρακείθε έτριψε το πηχτό αποφόρι της και σα λείψανο δοξαστικό με καλωσόρισε μ’ ένα σωτήριο χαίρε.
Οι σαΐτες στο μεταξύ κοφτές κι ανυπόταχτες περιφέρονταν χύδην σα θρασωμένοι αλήτες γύρω από το μοναστηράκι.
Kάποια στιγμή πήρε το μάτι μου (η φαντασία μου;), μια νεράιδα ξαπλωμένη πάνω στις γούβες των βράχων. Κι ήταν σα να μούγνεφε να πάω κοντά της. Κοίταξα μια τα θαλασσοπούλια, μια τους αφιλόξενους βράχους και μια τη στέρεα γη που πατούσα, με τα ζούμπερα, την όχεντρα και τις αγριλιές και κινήθηκα προς τα κει.
Αδιαφόρησα για όλα κάνοντας δυο τρία αποφασιστικά βήματα προς τη νεράιδα του γιαλού. Έφτασα δίπλα της, παρατηρώντας με καχυποψία το γυμνό της σώμα. Τα μάτια της λαμπύριζαν, τα μαλλιά της, ώ τα μαλλιά της ξέπλεκα ανέμιζαν στο ελάχιστο αεράκι και τα λαγόνια της, ναι τα λαγόνια και οι γοφοί της ήταν φτιαγμένα από μπρισίμι που άστραφτε στον ήλιο.
Άπλωσα το χέρι να την αγγίξω, να ιδώ αν ονειρεύομαι… Το χέρι μου έπιασε ένα λείο και γλιστερό μηρό, γεμάτο αγκάθια, κοιλώματα και βελόνες.
Κούνησα την κεφαλή δεξιά αριστερά. Κι είδα καθαρότερα. Ένα ξεβρασμένο δελφίνι κειτότανε αναίσθητο, σφηνωμένο ανάμεσα στα βράχια και στο κύμα που τόδερνε πέρα δώθε.
Ήταν δελφίνι ή μήπως και τα μάτια μου έφτιαχναν το σώμα εκείνο το λείο και γυμνό όπως το επινοούσε η φαντασία μου;
*
Γύρισα πίσω στη «θέση» μου. Kάτω από το γείσο του καθολικού, στον περίβολο της αληθινής ζωής που με κανοναρχούσε ακυβέρνητη, άκακη, πληθωρική.
Ζούφωσα στο κονάκι της μέχρι νάρθουν οι πανηγυρίτες του Μάη να με πάρουν.
Περίμενα κει αποκάτω όλη τη μέρα, ωσότου βαρεθούν οι γλάροι κι αποσυντονιστούν οι μανάδες πάνω απ’ τις φωλιές των μωρών τους. Μήπως και ξαναφανεί καμιά νεράιδα με τη μορφή δελφινιού, να με πάρει στη ράχη της και να με ταξιδέψει ώς τα πέρατα της σαγήνης και της ομορφιάς.
*
Ξαναείδα τον χώρο μου, με τη διπλή διάσταση της φαντασίας και της πραγματικότητας. Ήταν πολύ στενός, μα και πάρα πολύ πλατύς για να ονειρευτώ. Στενός για να προφυλαχθώ, στενή κι η μέρα, κι ακόμη στενότερη η μοναξιά, μια μοναξιά ωστόσο ευλογημένη και πλούσια, με όλα τ’ αναπάντεχα που προσπαθούσε να στριμώξει στο φαρδύ φουστάνι της. Δεν έπαυε για τούτο να συνάζει μικρά ασυνάρτητα αποσπάσματα ζωής από τη μεγάλη κυψέλη, μέσα στην οποία στροβιλίζονται και βράζουν συνήθειες, όνειρα κι αλήθειες.
Είδα κι έπαθα να αναμένω την καταστολή του δικαιολογημένου μένους των γλάρων, έχοντας ταυτόχρονα στραμμένη την προσοχή μου στην πιθανή εμφάνιση της οχιάς κι ερευνώντας με το άλλο βλέμμα τ’ ανοιχτά του κόλπου για την επιστροφή των συντρόφων από τον Μαραθιά.
*
Οι «Μάηδες» τέλειωσαν τη γιορτή τους, μάζεψαν όσα τριαντάφυλλα και μαργαρίτες βρήκαν στο μαγιάτικο περιβόλι, έπλεξαν γιορντάνια και στέφανα από δαύτα κι ήρθαν να με πάρουν καταχαρούμενοι, πίσω στις συνήθειές τους, με γέλια τρανταχτά και στρακαστρούκες.
Α, πλουτισμένοι με μιαν εμπειρία από την εξοχή, για το ΠΩΣ και το ΤΙ είναι και ΠΩΣ υφαίνεται, πράγματι το στεφάνι της «αληθινής» ζωής.
Με κοίταξαν περίλυποι ρωτώντας με όλο συγκατάβαση πώς ξόδεψα τη μέρα μου στρυμωγμένος σε ένα τόσο δα στενό βραχάκι τόπου. Μα δεν ήξερα τι να τους πω και ποια είναι τάχα η σημασία μα κι η διάσταση της ΣΤΕΝΟΤΗΤΑΣ κι έτσι αναγκάστηκα να συμφωνήσω πως εκείνοι πέρασαν ασφαλώς καλύτερα από μένα, με τόσες και τόσες εμπειρίες και όμορφες στιγμές, εκεί που διάλεξαν να πάνε.

ΥΓ: Το νησάκι της Πρασούδας ανήκει στην πρώην Κοινότητα του Τρίκερι. Πάνω στο βραχονησάκι βρίσκεται το παμπάλαιο μοναστηράκι της Ζωοδόχου Πηγής, ρυθμού σταυρόσχημης βασιλικής με τρούλο.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το