Πολιτισμός

Στην παραλία

Του Θεοδόση Καρβουναράκη

Τελείωσε αυτό που έγραφε και έκλεισε σχεδόν με αποστροφή τον υπολογιστή. Είχε αρχίσει να εκνευρίζεται με τον εαυτό του που περνούσε ώρες ατέλειωτες κολλημένος στη στενάχωρη οθόνη, δουλεύοντας και χαζεύοντας. Πονούσαν τα μάτια του, είχε αρχίσει να βλέπει περίεργα σχηματάκια που δεν υπήρχαν και τα μέλη του πιάνονταν με το παραμικρό.
«Απαραίτητο να βγαίνω καθημερινά για περπάτημα», είχε πει στον εαυτό του.
Είχε βαρεθεί όμως τους μοναχικούς περιπάτους κι αυτό δυσκόλευε τα πράγματα γιατί οι παρέες του ήταν λίγες. Ήταν πάντα εκλεκτικός, αλλά και ο τρόπος που είχε οργανώσει τη ζωή του δεν τον βοηθούσε στο να καλλιεργεί κοινωνικές επαφές. Και η οικογένειά του από χρόνια βρισκόταν χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά. Αρνιόταν να το παραδεχτεί, στην ουσία όμως ήταν μόνος και του στοίχιζε. Τη στιγμή όμως εκείνη δεν ήταν ώρα για φιλοσοφίες. Έπρεπε να βγει έξω να ξεσκάσει. Ντύθηκε και βγήκε στον δρόμο. Κατηφόρισε προς το κέντρο του Βόλου, διαλέγοντας όχι τη συνηθισμένη του διαδρομή, αλλά έναν άλλο, μάλλον στενό και ανήλιαγο δρόμο, που δεν είχε όμως κίνηση και γι’ αυτό τον προτιμούσε τελευταία.
Το μάτι του έπεσε το ισόγειο μπαλκόνι ενός σπιτιού, από όπου ένα γερασμένο αντρόγυνο χάζευε τους ανθρώπους και τα αυτοκίνητα που περνούσαν. Ήταν ο τρόπος τους να βγουν παραέξω, να γευτούν τη χαρά της κοινωνικής επαφής. Είχαν ένα βλέμμα φοβισμένο, όλα πια στη ζωή φαινόταν επικίνδυνα κι αλληλοκοιτιόνταν για να αισθανθούν κάποια ασφάλεια, κάποια σιγουριά.
Σφίχτηκε μέσα του. «Είμαι εγώ σε λίγα χρόνια», σκέφτηκε.

Λίγο πιο κάτω βρισκόταν το γωνιακό διαμέρισμα, όπου πριν πάρα πολλά χρόνια έμενε η συμμαθήτριά του από το Δημοτικό. Ήταν ένα όμορφο, ήσυχο κοριτσάκι που ποτέ δεν προβαλλόταν και γι’ αυτό ποτέ δεν την είχε προσέξει ιδιαίτερα. Την είχε όμως δει αργότερα στο Πανεπιστήμιο και είχε θαμπωθεί από την ομορφιά της. «Στο σχολείο ήσουν η αγάπη μου», του είπε όταν ξαναβρέθηκαν, σχεδόν εξηντάρηδες. «Αλλά βέβαια, τώρα πια δεν έχει σημασία».
Απέναντι, στη δημόσια υπηρεσία οι υπάλληλοι είχαν βγει στο πεζοδρόμιο και συζητούσαν για να περάσει η ώρα, περιμένοντας την επόμενη κλήση του καθήκοντος. Η μοναδική γυναίκα της συντροφιάς που μέσα ακόμη και από την άχαρη στολή της κατάφερνε να εκπέμπει μια εξεζητημένη θηλυκότητα, αυτάρεσκα μονοπωλούσε το ενδιαφέρον των ανδρών συναδέλφων της. Θυμήθηκε κάτι που είχε γράψει ένας παλιός του γνώριμος, καλός συγγραφέας, για τη μοιραία έλξη του θηλυκού που έτρεφε τη δίψα για τη ζωή.
Πλησίασε στην περιοχή με τις καφετέριες, απρόσμενα γεμάτες παρά την πανδημία. Νέοι κυρίως άνθρωποι, παρέες που μιλούσαν δυνατά, ζευγάρια που αγκαλιάζονταν, φίλοι που κάθονταν δίπλα δίπλα. Ζήλεψε, πόσον καιρό είχε να τον αγγίξει κάποιος άραγε.
Έφτασε στην παραλία και κάθισε στην καφετέρια με τα καθίσματα που του άρεσαν, σε ένα τραπέζι με καλή θέα στη θάλασσα και τους περιπατητές. Ο ήλιος είχε σχεδόν βασιλέψει και δεν τον ενοχλούσε στα μάτια. Παράγγειλε φρέντο καπουτσίνο και βάλθηκε να παρατηρεί και να ακούει, χαλαρά, χωρίς στόχο, χωρίς προσμονή, να ρουφάει απλά και ακατέργαστα τα μηνύματα της ζωής που έρχονταν από κάθε κατεύθυνση: Το πολύχρωμο, πολύβουο πλήθος, το γαλάζιο νερό, το δροσερό αεράκι. Δίπλα του καθόταν μια παρέα από δύο ζευγάρια γύρω στα πενήντα και μιλούσαν ζωηρά για τα συνηθισμένα θέματα. Τα παιδιά τους που μεγάλωναν, το πόσο φοβόντουσαν τώρα με την Τουρκία, πώς είχαν περάσει στην καραντίνα.

Κάποια στιγμή η μία από τις δύο γυναίκες ρώτησε την άλλη.
«Και πώς πας με τη νέα σου δουλειά Μαίρη;».
«Πολύ καλά», απάντησε η Μαίρη με ενθουσιασμό. «Σε έναν μήνα έχω πουλήσει γύρω στα 1.000 ευρώ προϊόντα, έχω γεμίσει like στο facebook και τα σχόλια του κόσμου είναι πολύ θετικά. Φυτικά προϊόντα ομορφιάς για το πρόσωπο και το σώμα, στο σπίτι σας σε χρόνο μηδέν. Εξαιρετική ιστοσελίδα, καλή διαφήμιση. Έκανε θαύματα η εταιρεία που τους το ανέθεσα. Προχθές βγήκα και στην τηλεόραση!».
«Σιγά ρε Μαίρη», ακούστηκε βαρύς ο άντρας της. «Μέχρι στιγμής μόνο οι φίλες σου αγοράζουν».
«Τι λες!» τον αντέκρουσε εκείνη. «Στην τηλεόραση τους είπα πως χρησιμοποιώ τα προϊόντα μου και θαύμασαν τη φρεσκάδα μου. Έσπασαν τα τηλέφωνα!».
«Σιγά τη φρεσκάδα! Με πέντε χέρια μακιγιάζ; Εμένα να ρωτήσουν που σε βλέπω στο σπίτι. Που τρέχουν τα πάχια και τα μαζεύεις με τους κορσέδες. Κάνε και τίποτα για την οικογένεια, που έχουμε να φάμε ζεστό φαΐ από πέρυσι».
Η φωνή της Μαίρης έγινε τραχιά, επιθετική.
«Κάνω αυτό που κάνω γιατί χρειαζόμαστε τα λεφτά. Έχω πέντε χρόνια άνεργη. Αν περιμένουμε από τις τρεις και εξήντα που βγάζεις εσύ, καήκαμε».
«Μια χαρά είναι η δουλειά μου, δημόσιο. Τόσα μου δίνουν, τόσα παίρνουμε όλοι. Τι φταίω εγώ αν το κράτος μας κοροϊδεύει».
«Σε κοροϊδεύει, που ήσουν άχρηστος και σ’ έβαλε ο θείος ο βουλευτής στη δουλειά από το παράθυρο; Που πίνετε όλη μέρα καφέδες και ο κοσμάκης περιμένει να εξυπηρετηθεί; Σιγά τον υπάλληλο!».

Το άλλο ζευγάρι τους άκουγε σιωπηλό, χωρίς να έχει πρόθεση να παρέμβει για να τους συγκρατήσει. Μόνο ένα αμήχανο χαμόγελο ψευτοέσκασε στα χείλη τους μια δυο φορές. Μάλλον δεν ήταν η πρώτη φορά και περίμεναν το ξέσπασμα να κάνει τον κύκλο του. Ξαφνικά σώπασαν και οι δύο και παρέμειναν όλοι σιωπηλοί για μερικά λεπτά. Ύστερα η συζήτηση ξανάρχισε, λες και τίποτα δεν είχε μεσολαβήσει. Το άλλο ζευγάρι έκανε ανακαίνιση στο διαμέρισμά του και ζητούσε τη γνώμη των φίλων για τα είδη υγιεινής.
Σηκώθηκε να φύγει. Είχε νυχτώσει και είχε αρχίσει να κάνει ψύχρα. Για σήμερα η δόση της πραγματικότητας του ήταν αρκετή. Αποφάσισε να γυρίσει σπίτι από τον δρόμο με τις βιτρίνες που άλλαζαν σιγά σιγά για να υποδεχθούν το καλοκαίρι. Ο Ρουμάνος βιολιστής του δρόμου που είχε από χρόνια διαλέξει τον Βόλο για σπίτι του και είχε γίνει κομμάτι της πόλης, εξακολουθούσε να παίζει για τους λιγοστούς περαστικούς. Έφερε στο μυαλό του τη σκηνή της οποίας είχε γίνει μάρτυρας πριν λίγο. Την εχθρότητα στη φωνή των δύο πρωταγωνιστών, την κακία για τον σύντροφό τους. Τη βίαιη αντίδραση. Αλλά και την υποταγή στη βολική, γνώριμη, αναπόφευκτη ίσως ρουτίνα.
«Τι θλίψη», αναλογίστηκε. «Δεν είναι καλύτερα να ζει κανείς μόνος; Αξίζει η συντροφιά τους μια τέτοια φθορά;». Το σκέφτηκε πολλή ώρα, αλλά δεν μπόρεσε να βρει την απάντηση.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το