Θ Plus

Στην κοιλάδα των Διπόταμων -Τα καρέλια του Εύηνου ποταμού

Του Κυριάκου Παπαγεωργίου

Ο άνθρωπος, έγραφα πριν λίγο καιρό, από τούτη δω τη στήλη, βρέθηκε μπροστά στην πρόκληση και την ανάγκη να δαμάσει το νερό, μα και το δύσβατο κατακερματισμένο τοπίο που το τεμαχίζουν οι βαθιές ποταμοκοιλάδες. Για να περάσει ένα ποτάμι, στην αρχή, περνούσε πάνω από ριγμένους κορμούς. Ύστερα τοποθέτησε ο ίδιος πλωτούς κορμούς για να περάσει. Σιγά σιγά άρχισε να πραγματοποιεί υποτυπώδη γεφυρώματα.
Έπρεπε κoντολογίς να βρεθεί τρόπος να τιθασευτούν οι απέναντι όχθες για να περάσει ο κόσμος και να πάει στη δουλειά του. Έτσι φτάσαμε στις θρυλικές περαταριές, στις οποίες, έχοντας από τις δυο μεριές του ποταμού προσαρμόσει μεταλλικά δίκτυα μεταφοράς ανθρώπων και υλικών, περνούσαν είτε με βάδισμα πάνω σε εναέριες πεζογέφυρες είτε διολκούσαν με χειροκίνητο μοχλό από τη μια έως την άλλη όχθη.
Αργότερα έφτιαξαν και τα λεγόμενα «κασόνια». Που είναι όχι μόνο χρήσιμα μα και λειτουργικά, ακόμη και στις μέρες μας…
Έτσι οι άνθρωποι, προκειμένου να περάσουν τις αδιάβατες κατεβασιές των ποταμών, μπαίναν μέσα στο κοβούκλιο και τραβούσαν με βίντζι το καρούλι που ήταν χοντρό συρματόσχοινο, προκειμένου να περάσουν από τη μια όχθη στην άλλη, σε ελάχιστο χρόνο.
*
Οι ανάγκες διάβασης των ποταμών, των χειμάρρων και των ρεματιών έκαμαν από τα αρχαία χρόνια απαραίτητη τη σχεδίαση και το δέσιμο των απέναντι ακτών των ποταμιών. Πρώτη λοιπόν στάθηκε η ανάγκη να περάσουν οι άνθρωποι με σχεδίες ή πλωτά μέσα από τη μια στην άλλη μεριά. Ύστερα τους καρφώθηκε η ιδέα να δέσουν σχοινιά κι αργότερα συρματόσχοινα από στέρεα σημάδια της αντικρινής όχθης.
Σήμερα θα μιλήσουμε γι’ αυτά τα συρματόσχοινα που ήταν δεμένα από χοντρούς κορμούς των απέναντι πλευρών του Εύηνου ποταμού και ειδικότερα για τα τρία καρέλια (όπως τα λένε στην ποτάμια γλώσσα οι περατάρηδες κυρατζήδες), καρούλια που διατηρούν ακόμη και στις μέρες μας τη νοσταλγικότητα της περατζάδας από τη μια στην άλλη μεριά του ποταμού.
Τα τρία αυτά καρέλια του Εύηνου ποταμού βρίσκονται στον μέσο ρου του, κοντά στην περιφέρεια της Δοσούλας.
Τι εστί όμως Δοσούλα; Και πού βρίσκεται;
Η Δοσούλα (Πάνω και Κάτω Δοσούλα) είναι δυο παραποτάμια Ευηνοχώρια κοντά στα ναυπακτιακά κεφαλοχώρια Πόρος και Στράνωμα.
Ο Εύηνος ή αλλιώς Φίδαρης, είναι που χωρίζει τη δεξιά από τη αριστερή όχθη σε δυο διοικητικές περιφέρειες, αυτή του Θέρμου (μεριά τη δυτικής όχθης) κι εκείνη της Ναυπάκτου (ανατολική μεριά).
*

Το πρώτο καρέλι του Εύηνου

Πήρα ένα πρωί τον δρόμο από τη Ναύπακτο για το Θέρμο, πέρασα στην Αφροξυλιά κι από κει ανηφόρισα στο Ρηγάνι, ένα πανέμορφο χωριουδάκι, χτισμένο στις παρυφές του ομώνυμου ναυπακτιακού βουνού.
Από το Ρηγάνι ο δρόμος κατηφορίζει απότομα προς την κοιλάδα του Εύηνου περνώντας από το χωριό Πόρος. Από εκεί υπάρχουν δυο δυνατότητες να κινηθεί κανείς προς τη χαράδρα της Δοσούλας: Η πρώτη ξεκινάει, μέσα από τον Πόρο, δεξιά του ποτάμιου ρεύματος, και ακολουθώντας παράλληλη (ανοδική) πορεία με την κοίτη φτάνει ύστερα από πέντε χιλιόμετρα στη θέση Κάτω Δοσούλα, όπου από την απέναντι όχθη υπάρχει το εξαιρετικά καθαρό και ειδυλλιακό λιβάδι της οικογένειας Βελαώρα.
Η δεύτερη – εναλλακτική – δυνατότητα προσέγγισης του κτήματος Βελαώρα, με το παραδοσιακό καρέλι και τη χειροκίνητη κασόνα συνεχίζει από τον Πόρο για το Θέρμο και στο χωριό Πίνη στρίβει δεξιά ακολουθώντας τις πινακίδες ΠΡΟΣ ΓΕΦΥΡΑ ΑΡΤΟΤΙΒΑΣ, ΔΟΣΟΥΛΑ 5, ΚΑΡΕΛΙ 4.
Ακολούθησα αυτή τη διαδρομή κι έφτασα ύστερα από πέντε χιλιόμετρα ομαλού χωματόδρομου στην άκρη του ποταμού Εύηνου μπροστά σε μιαν ωραία αλάνα, κάτω από την οποία έρρεε ο αργυροδίνης ποταμός.
Όλα γύρω πρόδιναν μια διακριτική αισθησιακή ατμόσφαιρα: Ο καλλίρροος ποταμός, άλογα και πρόβατα που βοσκούσαν αμέριμνα, μαλακό και τρυφερό λιβάδι, χώρος κλειστός και συνάμα ανοιχτή φύση. Μ’ άλλα λόγια ένα τοπίο ρευστό και παλλόμενο βγαλμένο σαν από αρχαία βουκολική σφραγίδα της Ρούμελης.
«Ώρα ήταν», συλλογίστηκα, «να εμφανιστεί, από καμιά μεριά ο Πάνας και η Σύριγγα… Έτσι κι αλλιώς όλες οι αισθήσεις υψώνανε τούτη την ώρα, σ’ έναν τέτοιο τόπο, το ίνδαλμα της ηδονικής ποίησης…
Προσγειώθηκα… Στο χείλος της ακροποταμιάς ήταν στημένος ένας σιδερένιος κλωβός με μια κασόνα, η οποία μετέφερε με χειροκίνητη τροχαλία όσους επιθυμούσαν να περάσουν το ποτάμι. Δίπλα από την κασόνα ήταν τοποθετημένο ένα σκαλέτο, το οποίο στο επάνω μέρος διέθετε μια σιδερένια πατούρα που σε ανεβάζει στη διχάλα ενός πλατανόκορμου, όπου είναι προσαρμοσμένη η συρματόσχοινη περαταριά.
Οι δυο άκρες είναι δεμένες στους κορμούς των απέναντι πλατανιών και συνδέονται με μια λωρίδα πλεχτού συρματόσχοινου που διαθέτει ανά είκοσι εκατοστά πέταυρα δοκών πλεγμένα με συρματένια δίχτυα, ώστε να είναι σίγουρο ότι δεν θα διολισθήσει κανείς από τους διερχομένους.
Από κάτω κυλάει ο σμαραγδένιος ρους του Φίδαρη με πλούσιο νερό, ενώ ο τοπικός Δήμος έχει με προσχώσεις δημιουργήσει γεφύρωση μπάζων από όπου μπορεί κανείς, τώρα το καλοκαίρι, να περάσει και με αυτοκίνητο. Τα μπάζα παρασέρνονται τον χειμώνα από το νερό κι εξαφανίζονται, όπως μου είπαν οι αδελφοί Βελαώρα.
Το πέρασμα της γέφυρας αυτού του τύπου που αποκαλούν καρέλι, είναι μεν ριψοκίνδυνο, αλλά είναι και ασφαλές. Η απόσταση που χωρίζει τις δυο όχθες δεν ξεπερνάει τα πενήντα μέτρα. Το παλατζάρισμα όμως που προκαλεί η κυματοειδής διέλευση, προσφέρει έντονες συγκινήσεις ενώ μια αίσθηση πρωτόγνωρη σε καταλαμβάνει. Μια αίσθηση ανάμικτη από διεγερτικό κλονισμό, έκσταση και μέθη. Μια αίσθηση που σε ταξιδεύει πέρα και πάνω από ποτάμια και κόσμους υλικούς.
Αυτό που σήμερα συγκινεί, εξιτάρει και μαγεύει τον αναβάτη του καρελιού, σε άλλες εποχές ήταν ένα καθημερινό και αναγκαστικό δρομολόι κι ένα διάβημα των παλαιών ανθρώπων που με κάθε καιρική ανωμαλία ήταν υποχρεωμένοι να εκτελούν για να πάνε σπίτια τους ή στη δουλειά και στα χτήματά τους.
Σήμερα αποτελεί ατραξιόν πρώτης γραμμής. Ωστόσο. Πέρα από το καρέλι αυτό που είναι επισκέψιμο, διαβάσιμο κι ενδιαφέρον για τον καθένα, υπάρχει ακόμη ένα τέτοιο καρέλι σε αρκετά ψηλότερο σημείο, αρκεί να περπατήσει κανείς περί τα χίλια οκτακόσια μέτρα βαθύτερα μέσα στο φαράγγι του Κότσαλου.
Να πούμε ότι σε περίπου ενάμιση χιλιόμετρο απόσταση από το καρέλι της Δοσούλας ο Εύηνος δέχεται τα νερά του μεγάλου παραπόταμου που λέγεται Κότσαλος.
Περπατώντας λοιπόν κατά μήκος του ποταμού προς βορρά, από την ανατολική όχθη, φτάνουμε σε ερείπια χαρακτηριστικού νερόμυλου που βρίσκεται ελάχιστα πριν από το ένωμα των δυο ρεμάτων, σε μια περιοχή που αποκαλείται Διπόταμα.

Το τρίτο καρέλι του Εύηνου

Αφήνοντας την κοίτη του Εύηνου ακολουθούμε τη δεξιά παρακοίτη του Κότσαλου. Διακόσια μέτρα πιο ψηλά πέφτουμε στο δεύτερο καρέλι του Κότσαλου που αποτελεί μικρογραφία του καρελιού της Δοσούλας. Πανέμορφο τοπίο. Ειδυλλιακό, παραδεισένιο. Ολόγυρα πλατάνια, ιτιές, γάβροι, δάφνες, πολυτρίχια, και πλήθος χαριτωμένες λιμπελούλες που χορεύουν ανάερα πάνω από τα λεπτόκλωνα ίτσια των ποταμόδεντρων. Το μονοπάτι που έρχεται από Στράνωμα κατευθύνεται στο Αχλαδόκαστρο (Αρτοτίβα).
Εκεί διασταυρώνεται το μονοπάτι της Αρτοτίβας και της Δορβιτσιάς. Με τη διαφορά πως για το γεφύρι της Αρτοτίβας πρέπει να καβατζάρεις τον αυχένα του φαραγγιού και να κατηφορίσεις προς την κοίτη του Εύηνου, ενώ για να πάρεις τον δρόμο για το γεφύρι της Δορβιτσιάς οφείλεις να πλατσουρίσεις μέσα στο ρέμα του Κότσαλου για καμιάν ώρα, βαδίζοντας πάνω σε κροκάλες και τρεχούμενο νερό.
Λίγο πιο πάνω από το δεύτερο καρέλι του Κότσαλου υπάρχουν τα ξεδοντιασμένα κλωνιά και οι τάβλες από το τρίτο εγκαταλειμμένο και παμπάλαιο καρέλι, που αριθμεί διακόσια χρόνια ζωή και πια είναι ξεκρέμαστο και μετέωρο ανάμεσα στις πολύκλωνες κρεμαριέρες.
Η ποταμίσια διαδρομή μεταμορφώνει το περπάτημα από μια φυσική διείσδυση ποταμού σ’ έναν μεταφυσικό κυκλώνα χθόνιας καταγωγής διασχίζοντας τοπία εξωκοσμικά, όπου τον πρώτο λόγο έχουν οι σκόρπιες σειρήνες, τα νερόφιδα και οι γλυπτές λειχήνες. Κι ακόμη οι περλίτες, οι σκιές, οι αμαδρυάδες, τα πολυτρίχια και τα ξινόχορτα.
Τη διαδρομή αυτή, που δεν είναι καταγεγραμμένη, την ακολουθούν έμπειροι κι ενημερωμένοι Γερμανοί φυσιολάτρες, μύστες του περιβάλλοντος και της ελληνικής κρυπτογραφίας.
Πρόκειται ασφαλώς για έναν εξωτικό τόπο που αγγίζει τα παραμύθια προσεγγίζοντας στοιχεία και όρια της αρχετυπικής φύσης.
Σε καμιάν ώρα από δω, πάνω κάτω, ανάλογα και με τις καθυστερήσεις, τις στάσεις και τους εντυπωσιασμούς κυρίως των εξαιρετικά σπάνιων εικόνων που προσφέρουν οι φρύνοι, οι νεροβάτραχοι, οι κροκαλόπετρες, τα κάρδαμα και τα τελώνια της χρυσοΰφαντης κοίτης, προσεγγίζουμε το απόμακρο γεφύρι του Κότσαλου, που το λένε γεφύρι της Πογωνιάς, σε μια τοποθεσία εξωπραγματική. Η διαδρομή κρύβει όχι μονάχα ωραίες παγίδες, αλλά και πολλά θαλάμια από πέτροφες και γυρίνους.
Όλη αυτή η πορεία από την τοποθεσία Καρέλι Δοσούλας έως τη γέφυρα της Πογωνιάς «κόστισε» δυόμιση ώρες μαγευτικής οδοιπορίας μέσα σε ένα περιβάλλον από τα πιο άγνωστα της ελληνικής ενδοχώρας, τυλιγμένα από την άφθονη ποικιλία της χνοώδους βελανιδιάς και φυλλοβόλων δασών, αριάς και πρίνων.

Το δεύτερο καρέλι του Εύηνου

*
Η Δοσούλα είναι ένα ημιορεινό χωριό στην περιοχή του Θέρμου και βρίσκεται δυτικά του Εύηνου ποταμού. Απέχει από τη Ναύπακτο 41 και από το Θέρμο Τριχωνίδας 13 περίπου χιλιόμετρα.
Οι τρεις συρματογέφυρες ενώνουν την πλευρά της Ναυπακτίας με την αντίστοιχη του Θέρμου.
Τα καρέλια ήταν στην αρχή σχοινογέφυρες που με τον καιρό αντικαταστάθηκαν από συρμάτινες πλέξεις για τη διάβαση των ντόπιων.

H διάσχιση έγινε στις 20 του Ιούνη 2020

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το