Τοπικά

Στη βιαιοπραγία από τα παρατσούκλια – Νιώθουν ανασφαλείς στο σχολείο τρεις στους δέκα μαθητές “Θ”

bullying

Από τα παρατσούκλια, στα κτυπήματα, μετά στον ψυχολογικό πόλεμο και στον αποκλεισμό. Αυτή είναι η συνήθης μορφή σχολικού εκφοβισμού, καθώς ο μαθητής προχωρεί από το Δημοτικό στο Γυμνάσιο και τέλος στο Λύκειο. Η έρευνα του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας σε 1000 μαθητές της Θεσσαλίας έδειξε πως το 30% αυτών νιώθουν ανασφαλείς, ενώ σε ένα επίσης 30% των μαθητών τους έχει βγει κάποιο παρατσούκλι. Μια ακόμη ανησυχητική επίπτωση του εκφοβισμού είναι πως περίπου το 50% των μαθητών που βρέθηκε ενώπιον κάποιου περιστατικού βίας, δεν προσέτρεξε για να βοηθήσει το συμμαθητή του που δεχόταν επίθεση, από το φόβο μήπως πάθει τα ίδια.

Πρόσφατα το Κέντρο Εφαρμοσμένης Ψυχολογικής Έρευνας και Ψυχοπαιδαγωγικής Συμβουλευτικής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας με επιστημονική υπεύθυνη την κοσμήτορα κ. Ελένη Ανδρέου, πραγματοποίησε ενδιαφέρουσα έρευνα σε 1000 μαθητές της Θεσσαλίας για το ζήτημα της ενδοσχολικής βίας που ήρθε ξανά έντονα στην επικαιρότητα με αφορμή το θάνατο του φοιτητή Βαγγέλη Γιακουμάκη.
Η «Θ» καταγράφει σήμερα τις απόψεις της ψυχολόγου και στελέχους του Κέντρου Εφαρμοσμένης Ψυχολογικής Έρευνας και Ψυχοπαιδαγωγικής Συμβουλευτικής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας κ. Χριστίνας Ρούσση-Βέργου για το όλο θέμα.
Η ίδια ανέφερε αρχικά πως «για να κατανοήσουμε το φαινόμενο της βίας και του εκφοβισμού πρέπει πρώτα να ξεκινήσουμε από το τι θεωρούμε ως βία και εκφοβισμό. Και αυτό που κυρίως με απασχολεί δεν είναι οι ορισμοί των εννοιών, αλλά το κρίσιμο σημείο εκείνο που προκαλεί την προσοχή μας και κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για να παρέμβουμε. Από το σημείο αυτό και έπειτα, τα πράγματα απλουστεύονται καθώς μιλάμε για θύματα, για θύτες και γίνεται η προσπάθεια να αναζητηθούν και να αποδοθούν οι ευθύνες. Όμως πραγματικά είναι αργά. Οι χαρακτηρισμοί του θύματος ή του θύτη μπορεί να διευκολύνουν μια ψυχολογική, ιατρική ή νομική παρέμβαση, αλλά αν θέλουμε πραγματικά να βοηθήσουμε τα παιδιά μας – και την κοινωνία μας κατ’ επέκταση – πρέπει να οξύνουμε το αισθητήριό μας απέναντι σε συμπεριφορές που αποτελούν τις πρόδρομες καταστάσεις.
Η θυματοποίηση στα σχολεία αποτελεί μια μακροχρόνια και τοξική εμπειρία κυρίως για τα παιδιά που την υφίστανται, αλλά και για τα παιδιά που υιοθετούν το ρόλο του δράστη, αλλά και αυτούς που μένουν παρατηρητές. Αν θέλουμε να συμβάλλουμε στο να σταματήσει η βία και ο εκφοβισμός στα σχολεία πρέπει να σταματήσει το κυνήγι μαγισσών. Δεν υπάρχουν οι καλοί και οι κακοί. Δε βοηθά ούτε ο χαρακτηρισμός των παιδιών ως θύτες ή ως θύματα. Άλλωστε συμβαίνει πολύ συχνά το ίδιο παιδί να βρίσκεται συχνά σε συμπεριφορές τόσο του ρόλου του θύματος, όσο και του θύτη».

Θύμα και η διαφορετικότητα

Η κ. Ρούσση πρόσθεσε πως «από τα αποτελέσματα μιας έρευνας που πραγματοποιήσαμε πρόσφατα σε Γυμνάσια της Θεσσαλίας με το Κέντρο Εφαρμοσμένης Ψυχολογικής Έρευνας και Ψυχοπαιδαγωγικής Συμβουλευτικής στην οποία συμμετείχαν περίπου 1000 μαθητές, το 10% δήλωσε ότι δέχεται επιθετικές ενέργειες από συμμαθητές του σε εβδομαδιαία βάση. Επίσης 3 στους 10 μαθητές δεν αισθάνονται αρκετά ασφαλείς στο σχολείο. Το φαινόμενο του εκφοβισμού ευδοκιμεί σε περιβάλλοντα όπου η διαφορετικότητα με κάποιον τρόπο θεωρείται μειονέκτημα ή πάντως δε θεωρείται ατού. Τα παιδιά που έχουν (και) άλλη μητρική γλώσσα πλην της ελληνικής είναι σε δυσμενέστερη θέση. Τα παρατσούκλια είναι ένας πολύ συνηθισμένος τρόπος έκφρασης και κοινωνικής αλληλεπίδρασης που όμως δεν είναι καθόλου ευχάριστος για τα παιδιά τα οποία μπορούν με τον τρόπο αυτό να αισθανθούν ότι κοροϊδεύονται από τους συμμαθητές τους. Το 30% όλων των παιδιών που συμμετείχαν στην έρευνα έχει συστηματικά αποκαλεστεί με κάποιο παρατσούκλι (για το οποίο αισθάνεται άσχημα), ενώ πολύ συχνές είναι και οι συμπεριφορές αγνόησης (π.χ. «δε με παίζουν», «δε μου μιλούν»). Το τραγικό είναι ότι η συστηματική έκθεση όλων των παιδιών σε φαινόμενα βίας, είτε ως θύματα, είτε ως παρατηρητές, είτε ως θύτες τα εκθέτει τελικά στο φόβο και στην άμβλυνση της ικανότητάς τους να επιδείξουν συμπεριφορές θάρρους, παρρησίας και αλληλεγγύης όταν απαιτηθεί. Έτσι περισσότερα από τα μισά παιδιά δεν προσέτρεξαν να συνδράμουν συμμαθητή/τριά τους σε περιστατικό θυματοποίησης, από φόβο μήπως πάθουν τα ίδια».

Γίνεται ρουτίνα…

Η ψυχολόγος κατέληξε λέγοντας πως «τα παιδιά φαίνεται ότι αρχικά (στο Δημοτικό) εμπιστεύονται ότι το σχολείο μπορεί να τα βοηθήσει. Με τον καιρό όμως η εμπιστοσύνη αυτή κάμπτεται. Ένας μεγάλος αριθμός συμπεριφορών που προκαλεί πόνο στα παιδιά καταλήγει να αντιμετωπίζεται ως ρουτίνα του σχολείου. Καθώς τα παιδιά μεγαλώνουν απέναντι στον πόνο που βιώνουν μπορεί να αναπτύξουν και πιο διανοητικοποιημένες συμπεριφορές άμυνας και ο πόνος να μην εκφράζεται πλέον, αλλά να βιώνεται ως ένα συνολικό ελάττωμα ή έλλειμμα του εαυτού (χαρακτηριστικό σύμπτωμα είναι η χαμηλή αυτοεκτίμηση).
Όμως οι ζημιές από την έκθεση των σχολείων σε συμπεριφορές βίας και εκφοβισμού, είναι πιο βαθιές και πιο ύπουλες: Η αδυναμία στην οποία βρέθηκε η σχολική κοινότητα (συμπεριλαμβανομένων και των γονέων) να ξεπεραστούν αυτές οι δυσκολίες και να βιώσουν τα παιδιά ως δικό τους χώρο, δηλητηριάζει τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε, αξιολογούμε και ανεχόμαστε τη βία. Θα έλεγα ότι μας κάνει περισσότερο ανεκτικούς: Πόση βία ανήκει άραγε στη ρουτίνα του σχολείου και πόση βία θεωρείται επιβλαβής;».
Η κ. Ρούσση υπογράμμισε πως «στο Δημοτικό οι κύριες μορφές βίας είναι τα παρατσούκλια και τα κτυπήματα, αλλά όσο προχωρούν τα παιδιά στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο έχουν τον ψυχολογικό πόλεμο».

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το