Lifestyle, Θ Plus

Στη θάλασσα των Οινουσσών

Του Κυριάκου Παπαγεωργίου

Ήταν οκτώ το πρωί, στην παραλία του Φοινικούντα που περίμενα τον καπτα-Κώστα τον επονομαζόμενο «Μπέμπη» ατενίζοντας το στιβαρό ακατοίκητο νησί της Σχίζας, με τους δυο κρεμαστούς καβο-τένοντες ν’ αχνίζουνε σε μια θάλασσα τρισάγιο.
Με το τρεχαντήρι του καπτα-Κώστα που ήταν αραγμένο στον μόλο, σχεδιάζαμε την επόμενη να διαπλεύσουμε τη θάλασσα των Οινουσσών, με προορισμό το πελαγίσιο βραχονήσι του Βενέτικου.
Άνοιξε τον ηλεκτρονικό του δαίμονα ο καπετάνιος, τον είδα να σβαρνίζει το βλέμμα του στη θάλασσα, ύστερα να γαληνεύει το μέτωπό του κι ενώ τα πυρόξανθα μαλλιά του τα ανέμιζε ο μπάτης, πήρε ως φαίνεται θετικό σήμα από τον κυανοχαίτη θεό και συγκατένευσε για την αυριανή θαλάσσια διάσχιση των μεσσηνιακών ακτών, με τον όρο να ξεκινήσουμε χαράματα, πριν φρεσκάρει ο καιρός.
*
To Bενέτικο, το ανατολικότερο νησί του συμπλέγματος των Οινουσσών βρίσκεται έξω από τον κάβο-Ακρίτα, που είναι το ακρωτήρι της Μεσσηνιακής χερσονήσου. Το αρχαίο της όνομα είναι Θηγανούσσα και πρωτοαναφέρεται από τον Παυσανία στα Μεσσηνιακά του:
«Σταδίων δε τεσσαράκοντά έστιν εκ Κολωνίδων ες αυτήν οδός, τοσαύτη δε και εκ της Ασίνης προς τον Ακρίταν καλούμενον, ανέχει δε ες θάλασσαν ο Ακρίτας, και νήσος Θηγανούσσα έστιν έρημος προ αυτού· μετά δε τον Ακρίταν λιμήν τε Φοινικούς και νήσοι κατ’ αυτόν Οινούσσαι» (Παυσανία, Ελλάδος Περιήγησις, Μεσσηνιακά, ΧΧΧΙV-12).
Στο απώτατο άκρο της Μεσσηνίας, απέναντι από το ακρωτήριο Ακρίτας, βρίσκεται λοιπόν η ανατολικότερη βραχονησίδα της θάλασσας των Οινουσσών, που σήμερα το λένε Βενέτικο, ενώ στ’ αρχαία χρόνια το λέγαν Θηγανούσα, όνομα που προέρχεται από ένα σκληρό είδος θηγανίτων λίθων. Πρόκειται για έρημο, βραχώδες κι απρόσιτο νησί, που αναφέρεται, όπως είπαμε, από τον Παυσανία.
Θεωρείται ως το ένα από τα εφτά νησιά των Μεσσηνιακών Οινουσσών που είναι ενταγμένο και προστατεύεται από τη Natura 2000.
Αυτά ως προς την ιστορία που έντυνε με τον μύθο του το νησί, πριν πάρω την τελική απόφαση να το προσεγγίσω και να το περιηγηθώ.
Και τούτο γιατί για κάμποσα χρόνια επισκεπτόμουν τον Φοινικούντα, από το λιμάνι του οποίου έφευγαν κάποια σκαφάκια και ταχύπλοα που πιάναν το Βενέτικο, δίχως ποτέ να καταφέρω να βρω την άκρη, ώστε δαμάζοντας τις αντίξοες συνθήκες (που θα πούμε ποιες ήταν παρακάτω), να αποπλεύσω για το νησί των Οινουσσών.
*
Tην αυγή της Ιούλιας εκείνης μέρας του σωτηρίου έτους 2020, περίμενα τον καπετάν Κώστα, για να λύσει τους κάβους του «Μπέμπη» του, ενός πανέμορφου ξύλινου τρεχαντηριού, μήκους εννιά μέτρων και να σαλπάρουμε για τ’ ανοιχτά.
Ο καπετάν Κώστας μπορεί να μην ήξερε την ομηρική γλώσσα, κάτεχε όμως καλά τη γλώσσα των ανέμων και των κυμάτων.
Τα πρώτα του λόγια, εκείνο το πρωί (καθώς και η ανησυχία του) αφορούσαν τον βοριά και τους άλλους ανέμους που τους είδε να κοιμούνται μ’ έναν ήσυχο ύπνο.
Κι έτσι, μιλώντας για τον ύπνο του βοριά και των άλλων ανέμων, ξύπνησε το ομηρικό αλφάβητο και λίγο έως πολύ επανέλαβε τις ίδιες λέξεις που χρησιμοποιούσε ο θείος ποιητής:
Θα ξεκινήσουμε, «όφρ’ εύδησι μένος Βορέαο και άλλων ζαχρειών ανέμων» (1).
Έλυσε τους κάβους από τη σιδερένια μπίντα της αποβάθρας και γλουγλούκισαν τα νερά κάτω από την ανατάραξη της προπέλας του Μπέμπη.
*

Ύφαλοι και σκόπελοι του Βενέτικου

Η θάλασσα ένας καθρέφτης, γλύκας, διαύγειας και μυστηρίου. Ο ουρανός πεντακάθαρος, οι άνεμοι κοιμισμένοι και ο αστέρας ο καλοκαιρινός προστάτης και συμπορευτής του «Μπέμπη».
«Αστέρ’ οπωρινώ εναλίγκιον» (2) το τρεχαντήρι έπλεε από τον όρμο του Φοινικούντα στο πέλαγο των Οινουσσών μες στην ευδία του μεσοκαλόκαιρου. Αντίθετα ξύπνιες όλες οι Νηρηίδες μας ευόδωσαν στο εωθινό μας ταξίδι.
Το φως της μέρας, η αυγή των αισθήσεων και η κορύφωση των μεταφυσικών ενστίκτων, δικαιωμένα όλα από τη γραμμή του ορίζοντα και τις τάξεις των ουράνιων χρωμάτων, έπλεαν συνταιριασμένα στον «επιπλωμένο» πόντο.
Κι ένας λάβρος ζέφυρος «επαιγίζων, επί τ’ ημύει ασταχύεσσιν’ (3) έγινε μπερμπάντης σε όλο αυτό το σκηνικό της Ιούλιας ευδίας, με τα μελτέμια καταχωνιασμένα και ανίσχυρα…
*
Ο ήλιος δεν είχε βγει, ήταν ακόμη κρυμμένος πίσω από το βουνό της Ζαρναούρας κι οι σκιές του πάνω στη θάλασσα αποτύπωναν εναλλακτικά φουτουριστικά σχέδια.
Το τρεχαντήρι καλογιαλισμένο, πεντακάθαρο, μοσχοβολούσε λούστρο, βερνίκι και άρμη. Χάρμα ελκυστικής ιωδίωσης που μονάχα σε ανοιχτές θάλασσες απολαμβάνεις. Εννιάμετρο σκαρί, με ξεστρειδωμένη καρίνα, ωραίες κουπαστές, λακαρισμένο διάκι και ρέλια από χοντρές μπαρούμες, σεργιάνιζε καμαρώνοντας τις παραμεσσήνιες ακτές της δυτικής χερσονήσου του Μοριά.
Παραπλεύσαμε την ακτογραμμή με την ωραία παραλία Τσαπί και το εξωκλήσι των Αγίων Αναργύρων στην πλαγίτσα.
Στη συνέχεια περάσαμε μιαν άγονη παράκτια ζώνη, με ελάχιστους αν όχι ανύπαρκτους οικιστικούς θύλακες και φτάσαμε στον Μικρό και Μεγάλο Μάραθο, μια δίδυμη αμμώδη λεκάνη, στην οποία φτάνει κανένας μόνο με καΐκι. Παραπλεύσαμε κι άλλο τις βραχώδεις ακτές της Ζαρναούρας ζυγώνοντας τον οριακό κάβο Ακρίτα, όταν ξαφνικά μπουκάρησε ένας ατμοσφαιρικός οίστρος, ο οποίος αποσυντόνισε πλόες, αέρηδες και όνειρα, για να μας κεράσει το νέκταρ που σε τέτοιες περιπτώσεις δωρίζει ο κάθε νησιώτικος δίαυλος. Μπροστά μας άνοιγε τις βράχινες δαγκάνες του ο δίαυλος του Βενέτικου που τόσο πολύ μοιάζει με τις μυθικές Πλαγκτές Πέτρες. Ένας δίαυλος με δίοπτη απήχηση. Τη στεριά της Μεσσηνίας από τη μια και τη θάλασσα των Οινουσσών από την άλλη. Απόκοσμος σταθμός των καραβιών, μια και γύρω γύρω υπάρχουν διάσπαρτοι και ύπουλοι ύφαλοι και ύβοι.
Το νησάκι έδειχνε απρόσιτο καθώς είναι όχι μόνο βραχώδες, αλλά και κατάκρημνο με μια εδαφική δυσπλασία που το καθιστά αφιλόξενο και απάτητο.
Προς τι τότε η επίσκεψη; Δυο είναι τα στοιχειακά του δεδομένα που σε καλούν ανακαλώντας κάθε αρνητική προεπισκόπησή του. Το πρώτο είναι το μεσαιωνικό, άγνωστης χρονολογίας εντυπωσιακό ενετικό κτίσμα για το οποίο λέγονται πολλά δίχως ιστορική και επίσημη κάλυψη. Και το δεύτερο είναι η μοναδικής γεωλογικής σύστασης λιθόπλακα, η οποία αποκαλείται θηγανίτης λίθος. Από την ονομασία αυτή (θηγανίτης) πήρε το πρώτο και αρχαίο όνομά της η νησίδα (Θηγανούσα).
Πλησιάζοντας τη μόνη ήπια ακτή του νησιού από βόρεια, παρατηρούμε να εξέχει σαν πειρατικό αραβούργημα ένα μονώροφο ημιερειπωμένο, ολοπέτρινο κτίσμα που δεσπόζει στην ακρωτήρια απόληξη του νησιού.
Δίπλα από αυτό ξεφυτρώνουν τα ερείπια μιας άλλης πέτρινης οικοδομής, η οποία δείχνει να ανήκει σε πολύ μεταγενέστερη εποχή. Ταυτόχρονα διακρίνω μια ταχύπλοη βάρκα στον γιαλό να είναι δεμένη από ένα βραχάκι και να ταλαντεύεται στα ρηχονέρια του Βενέτικου.
Ένας ατσούμπαλος άντρας πηγαινοέρχεται στη χοντροβότσαλη ακτή. Πλησιάζουμε. Ο καπτα-Κώστας βάζει φωνή του βαρκάρη να μας κοστάρει, καθώς η βοτσαλιά είναι ανώμαλη, με πλήθος πελώριες θηγανίτες.
Από ένα μισόχτιστο τσαρδί που του χρησιμεύει ως στάνη, πετάγεται ο Αντρέας, τσοπάνης από το Βασιλίτσι της Κορώνης. Διασχίζει τη βοτσαλιά, καβατζάρει το πλωριό στεφάνι της βάρκας του κι έρχεται να μου δώσει χέρι να μεταπηδήσω από το τρεχαντήρι στο σκαφίδι του που είναι χορτομανιασμένο από αγρίδια και ζωτροφές. Μεταπηδώ με δυσκολία κι ύστερα βγάζω τα πέδιλα που θα μου χρησιμέψουν για το περπάτημα στα θηγανούρια και τις κακοχαλιές της ανώμαλης ακτής.
Θα βγω με χίλιες προφυλάξεις, αφού γλιστρούνε οι θαλασσόπετρες και δεν μπορώ να στηριχτώ σ’ αυτές. Με μύρια ολισθήματα καταφέρνω να ισορροπήσω στα στεγνοτόπια και να πάρω την αχάρακτη κατεύθυνση για το πέτρινο αραβούργημα. Προσεγγίζοντάς το διαπιστώνω ότι σαφώς και είναι ενετικής εποχής κατασκεύασμα, με καμπυλωτή στέγη, μεγάλο άνοιγμα πόρτας, δυο μικρά πλαϊνά παράθυρα κι ένα εσωτερικό που μοιάζει με πύλη αρχαίου φρουρίου. Η όλη κατασκευή είναι εντυπωσιακή και φτιαγμένη από τις ντόπιες θηγανόπετρες, οι οποίες έχουν χρώμα γκριζοπράσινο.
Ο τσοπάνης από την Κορώνη επιμένει ότι το κτίσμα είναι ενετικό και χρησίμευε τα χρόνια εκείνα που δεν είχαν ακόμη εφευρεθεί οι φάροι με τις ασετυλίνες, τις λυχνίες και τα φωτοβολταϊκά, ως φαροδείκτης, που τον συντηρούσε κάποιος εντεταλμένος μένοντας στο κατάλληλα διαρρυθμισμένο ισόγειο διευκολύνοντας τα διερχόμενα πλοία εποχής. Τα οποία δεν ήταν και λίγα. Και μάλιστα ενόψει του ότι η περιοχή αποτελεί συχνότατο πέρασμα όλων των καραβιών που διασχίζουν Αιγαίο, Μυρτώο και Κρητικό πέλαγο.
Με μια ματιά στις πλαγιές και τα υπερώα του νησιού θα διαπιστώσουμε ότι η βλάστηση που καλύπτει το νησί είναι ασθενής μεσογειακή, με χαμηλούς πόες και ανώμαλο λοιπό ανάγλυφο. Δε φαίνεται να συντηρεί κάποια ιδιαίτερη πανίδα. Οι μόνες ζωντανές παρουσίες που γυροφέρνουν τα βυθίσματά του είναι οι δέλφινες και τα μουγγριά.
*

Ο ενετικός φαροδείκτης

Θα επιστρέψω στο καΐκι με τον ίδιο τρόπο και θα σαλπάρουμε με τον καπτα-Κώστα για τον γύρο του νησιού.
Ολόκληρη η ακτογραμμή δε διαθέτει κανέναν άλλον γιαλό εκτός από μια βοτσαλιά στη νότια πλευρά του νησιού, η οποία θεωρείται απρόσβατη λόγω των ύφαλων και των τεράστιων βραχόπλακων που διαφεντεύουν τον βυθό της.
Το απότομο και κατάκρημνο βραχοπρανές των άλλων πλευρών αποτρέπει οποιαδήποτε σκέψη να προσεγγίσουμε το νησί. Οι βραχόπλακες που συνθέτουν τα πλευρικά του τοιχώματα αποτελούνται από αλλεπάλληλες φέτες με διάκενα και εξογκώματα, δίχως κάποιο ειδικό ή ιδιαίτερο συστατικό ενδιαφέρον.
Η μόνη άξια λόγου οπτική παρατήρηση επικεντρώνεται στην υπόλευκη καταρροή μιας συρμής καταρράχτη που έχει αφήσει έντονα τα ίχνη και τ’ αποτυπώματά του πάνω στον λείο κάθετο βράχο.
*
Ολοκληρώνοντας τον γύρο του Βενέτικου παίρνουμε τον δρόμο του γυρισμού.
Εντέλει το Βενέτικο, από τη θέση στην οποία βρίσκεται και κατέχει στον μεσογειακό χάρτη, μπορούμε να πούμε πως εποπτεύει και ρυθμίζει γεωδυναμικά τους πλόες των καραβιών στην ωραιότερη υφήλια λεκάνη του πλανήτη.

Σημειώσεις:
(1) όσο κοιμάται η ορμή του βοριά και των άλλων ορμητικών ανέμων, Ε 524.
(2) Όμοιο με τ’ αστέρι του μεσοκαλόκαιρου, Ε 5.
(3) B, 148.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το