Τοπικά

Στη μνήμη της Νονάς μου, Μαρίας Θωμά – Σφονδυλιά

Του Δημήτρη Χ. Σάββα,
προϊσταμένου της Βικελαίας Δημοτικής Βιβλιοθήκης

Σαν σε όνειρο τώρα πια, πότε αναδύονται και πότε βουλιάζουν, ατάκτως ερριμένες μέσα μου, οι ανάριθμες εικόνες, οι σκέψεις και οι στιγμές που έζησα κοντά της, αλλά και πιο μακριά, νιώθοντας πάντοτε όμως πως είμαι δίπλα της, για ένα χρονικό διάστημα εξήντα περίπου χρόνων. Μία ολόκληρη ζωή, που έγινε πια «άλλη», εκείνη την αφεύγατη μέρα, της Τρίτης, δύο του Ιούλη 2024. Η νονά μου δεν είναι πια εδώ. Ήδη ακολουθεί την ειμαρμένη και πορεύεται σε χώρα «μακρυνή και αρυτίδωτη». Μία διαρκής ανάμνηση που μου φέρνει σκέψεις, θύμησες και αναπολήσεις σε μένα, αλλά και στην αγαπημένη της οικογένεια, αφήνοντας ένα δυσαναπλήρωτο κενό, οριοθετώντας άδειους χώρους και άδειους δρόμους. Τι και αν λένε ότι «εκείνοι που φεύγουν, στην ουσία δεν φεύγουν ποτέ, εκτός και αν τους ξεχάσεις ή σταματήσεις να μιλάς γι’ αυτούς». Δύσκολο πράγμα τα λόγια αυτά να τα εκλάβεις, ακόμα και σαν παρηγοριά στη συγκεκριμένη περίπτωση. Όμως στις ψυχές μας η Νονά μου παραμένει πάντοτε «ζωντανή». Ατενίζω τη σεβάσμια μορφή της, ακούω τα λόγια της, βλέπω τις κινήσεις της. Θυμάμαι τότε στα επτά μου χρόνια, όταν ετοιμαζόμουν να μπω στην πρώτη τάξη του Δημοτικού, όταν κρατούσε το χέρι μου, εκφράζοντας μία μοναδική μητρική στοργή στο πρόσωπό μου, προκειμένου να μάθω να γράφω και κυρίως να μάθω, πώς πιάνουν το μολύβι. Θυμάμαι λίγα χρόνια αργότερα, δασκάλα μου στην Τρίτη και Τετάρτη τάξη του Δημοτικού, τη μυσταγωγική της διδασκαλία πάνω στα κατορθώματα του Ηρακλή και του Θησέα, αλλά και την επιμονή της να μάθουμε να λύνουμε πολύπλοκα προβλήματα της αριθμητικής, κάτι που δεν μ’ εύρισκε απόλυτα σύμφωνο.

Δεν θα ξεχάσω επίσης εκείνες τις μοναδικές γιορτές, αφιερωμένες στα Χριστούγεννα, στην 28η Οκτωβρίου, στην 25η Μαρτίου στην κατάμεστη αίθουσα του Δημοτικού Σχολείου του Λαύκου, που η εσωτερική πτυσσόμενη πόρτα διπλασίαζε τον χώρο της. Όπως και την εορτή του αποχαιρετισμού, του καλοκαιριού στον αύλειο χώρο του σχολείου μας, μαζί με τους ακούραστους δασκάλους μας, τον μακαρίτη τον διευθυντή μας Απόστολο Ζούζουλα και την αγαπημένη μας δασκάλα Σουλτάνα Ανδριαναπολίτου, καλή της ώρα! Αλλά και αργότερα η νονά μου έδειχνε υπέρμετρο ενδιαφέρον για την πρόοδό μου στο Γυμνάσιο, στο Πανεπιστήμιο και στην οικογενειακή-κοινωνική μου ζωή. Τελευταία με ρωτούσε πέραν των άλλων για τον μπέμπη μας και πάντα δεν μπορούσε να δεχθεί το έντονο καιρικό αποτύπωμα του περισυνού Σεπτεμβρίου και τη Θεομηνία που έπληξε κυρίως την αγαπημένη της Μηλίνα, αλλά και τον οικισμό του Μικρού. Θα μου λείψει το ζεστό της καλωσόρισμα, το καλοσυνάτο χαμόγελό της, μόλις πρωτοέφθανα στο χωριό μου, αποβιβαζόμενος από το λεωφορείο στο δέλτα του συνεταιρισμού, αφού ήταν ο πρώτος δικός μου άνθρωπος που συναντούσα!

Όμως όλα αυτά τελειωμό δεν έχουν. Έρχονται και ξανάρχονται κι ξαφνικά μπαινοβγαίνουν, όπως πηγαινοέρχεται το θαλασσινό νερό μέσα από τη σχισμή του γέρικου πλοίου. Αυτή ήταν η νονά μου, η Μαρία Θωμά – Σφονδυλιά. Μία αστείρευτη μητρική στοργή στο πρόσωπό μου, γενναιόδωρη και καρτερική, αντιμετωπίζοντας το σοβαρό πρόβλημα της υγείας της με απίστευτη ψυχραιμία. Την διέκρινε ένα μοναδικό ήθος και μία χαρακτηριστική ευγένεια, έννοιες που τις κληρονόμησαν τα παιδιά της, η αγαπημένη μου κουμπάρα Αριστούλα και η Γεωργία. Θα ήθελα να ευχηθώ δύναμη, κουράγιο και υπομονή στους οικείους της, στον Νονό μου Θωμά, στα παιδιά της και στα εγγόνια της, αλλά και σ’ όλους τους δικούς της ανθρώπους, συγγενείς και φίλους, και ας παραδειγματισθούμε από το πέρασμά της. Ας είναι τα λόγια αυτά, ο δικός μου οφειλόμενος ασπασμός, αλλά και μία υπόκλιση σεβασμού και αγάπης στην αιώνια μορφή της.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το