Θ Plus

Στη Μαύρη Τρούπα του Οδυσσέα Ανδρούτσου – Περιπέτεια στον Παρνασσό

Του Κυριάκου Παπαγεωργίου

Το πιο κάτω κείμενο ανασύρει από τη λήθη τρία από τα πιο περιπετειώδη επεισόδια της περιπλανώμενης ζωής του Οδυσσέα Ανδρούτσου…
Τα επεισόδια αυτά έλαβαν χώρα α. στη Μενδενίτσα, β. στη Βελίτσα της Άνω Τιθορέας και γ. στην Ακρόπολη.
Αυτό όμως που μας ενδιαφέρει στην παρούσα αφήγηση είναι το οδοιπορικό του στη Μαύρη Τρούπα της Βελίτσας, του Παρνασσού, πάνω από την Τιθορέα:
Ας δούμε περιληπτικά τα τρία αυτά επεισόδια της ζωής του Οδυσσέα Ανδρούτσου:
*

Κορυφές του Παρνασσού όπως φαίνονται από τη σπηλιά του Ανδρούτσου

Όπως είναι γνωστό στο Χάνι της Γραβιάς ο Οδυσσέας Ανδρούτσος με λίγους τολμηρούς άντρες είχε κλειστεί για να πολεμήσει στα ίσα τον εχθρό. Μόλις είχε απαρατήσει τα φουσάτα του Αλή Πασά, στην υπηρεσία του οποίου μέχρι πριν από λίγο βρισκόταν, κατηφορίζοντας στα λημέρια της Ρούμελης.
Είναι 8 του Μάη του 1822 και οι Τούρκοι πολιορκούν το Χάνι. Το τριγυρίζουν, αλλά δεν μπορούν να το εκπορθήσουν. Φέρνουν και το βαράνε με κανόνια, το συντρίβουν, αλλά ο Ανδρούτσος μάχεται με νύχια και με δόντια.
Μέχρι που ένα βράδυ δίνει το σήμα για έξοδο και σωτηρία. Το πρωί που μπαίνουν οι Τούρκοι στο μπαρουτοκαπνισμένο κι ερειπωμένο Χάνι δεν βρίσκουν παρά μονάχα σκιές και αποφάγια. Ως σκιές άλλωστε διέφυγαν ο Ανδρούτσος και τα παλικάρια του μέσα στη νύχτα.
Από την επομένη το όνομά του γίνεται θρύλος, τραβάει για τη Βοιωτία, όπου αναλαμβάνει αρχηγός των επαναστατημένων.
Εδώ να κάνουμε μια παρέκβαση με στάση στο κάστρο της Μενδενίτσας, η διεύθυνση του οποίου ανατέθηκε στον Ανδρούτσο, τον Απρίλη του 1822.
Διασώθηκε η ατόφια επιστολή του Ανδρούτσου προς την ηγεσία του Αρείου Πάγου, η οποία έχει ως εξής:
«Προς τον έξοχον Άρειον Πάγον
λάβετε το γράμμα της χιλιαρχίας οπού μου εδώσατε, και στείλετε άνθρωπον διά να οικονομήση το στράτευμα. επειδή και εγώ έχω να υπάγω εις το οσπίτι μου. τον άνθρωπον να τον στείλετε ογλίγωρα ότι εγώ το πολύ ημπορώ να σταθώ πέντε ημέρες. υγιαίνετε.
1822 Απριλίου 16 μενδενίτζα
εις τους ορισμούς σας/οδυσεύς ανδρίτζου».
Αυτό το γράμμα της παραίτησής του που υπογράφει ο Οδυσσέας Ανδρούτσος το στέλνει μέσα από το εντυπωσιακό κάστρο της Μενδενίτσας που ήταν το καταφύγιό του τον Απρίλη του 1822.

Ο Άη Γιώργης στα μισά της διαδρομής για τη σπηλιά

*
H επόμενη στάση του Ανδρούτσου γίνεται στα λημέρια του Παρνασσού. Σε μιαν απρόσιτη πλαγιά της χαράδρας της Βελίτσας, πάνω στο πετροβούνι Ανατολικό βρίσκεται μια βραχοσπηλιά που χρησιμοποιήθηκε κατά τα χρόνια της επανάστασης ως καταφύγιο των κατοίκων της Τιθορέας.
Αυτή τη σπηλιά επέλεξε ο Ανδρούτσος για να αποσυρθεί με τη γυναίκα του, την αδερφή του Ταρσίτσα, τον Τούρκο Μουσταφά, αφοσιωμένο κι έμπιστο παλικάρι, τον ξακουστό Ούγγρο καβαλλάρη Κάμερον και τρεις Εγγλέζους, από τους οποίους ο ένας, ο Τρελόνυ (Trelawney), θα γίνει γαμπρός στην αδερφή του.
Ανήσυχο πνεύμα ο τελευταίος, αξιωματικός του βρετανικού ναυτικού και συγγραφέας ο ίδιος, φίλος του Σέλλεϋ και του Μπάυρον, θα παίξει σημαντικό ρόλο στη ζωή του Ανδρούτσου.
Πρώτα απ’ όλα θα του δείξει τον κίνδυνο που δεν είναι άλλος από το ίδιο το πρωτοπαλίκαρό του, τον Γκούρα, ο οποίος έχει γίνει πιόνι τόσο του Μαυροκορδάτου, όσο και του Κωλέτη και ψάχνει τρόπο να ξεπαστρέψει τον Ανδρούτσο. Ο Τρελόνι όμως έχει υποψιαστεί τον ρόλο του Γκούρα και μηνάει του Ανδρούτσου να μη φύγει από τη σπηλιά. Έλα όμως που τον τελευταίο τον προγκάει ο Καραϊσκάκης στέλνοντάς του μήνυμα πως «στις σπηλιές κρύβονται τ’ αρκούδια και όχι οι λεβέντες»…
Eτσι αποφασίζει να βγει από το λημέρι – κρυψώνα του και να παραδοθεί στη μοίρα του. Όπως την έχουν σχεδιάσει οι Φαναριώτες κι οι κοτζαμπάσηδες. Να του πάρουν το κεφάλι…
*

Μία από τις κρύπτες των Βελιτσωτών στη χαράδρα Καχάλα

Παίρνω τον δρόμο για την Ανω Τιθορέα. Εκείνα τα χρόνια – της επανάστασης – ήταν ηρωικό κατόρθωμα να διασχίζει κανείς τη λεκάνη του Κηφισού για να φτάσει ώς τα όρια της Ελάτειας. Εκεί παραφυλούσε δυστυχώς ο κέρβερος Δραχμάν-Αγάς. Όφειλε κάθε περαστικός οβολό και προσκύνημα στον ηγέτη όλης αυτής της λεκάνης, για να βγει στα μονοπάτια της Τιθορέας και της Αμφίκλειας, τους δρόμους δηλαδή του ανατολικού Παρνασσού.
Ψηλά στα δασιά μέρη του Παρνασσού, διακρίνουμε μιαν ιδιάζουσα τραχύτητα στην κορυφογραμμή κι ένα απρόσιτο τόξο διέλευσης.
Το μάτι μας ακολουθεί τα πρανή και τις παρυφές του βουνού εντοπίζοντας μιαν επιβλητική ακρόπολη. Παίρνουμε τον δρόμο που προσεγγίζει το βουνό.
Φτάνουμε στην πλατεία του αρχαίου οικισμού. Η Τιθορέα (Βελίτσα) ήταν ο τόπος που μας καλοδεχότανε. Περάσαμε ανάμεσα από τις παλιές οχυρώσεις με τα σπουδαία τείχη. Τούτος ο οχυρωμένος περίβολος ήταν η αρχαία Νεών που δεν την πάτησε ποτέ Τούρκος μηδέ Πέρσης, αλλά ούτε Κέλτης ή Ούννος.
Ζυγώσαμε τον αρχαίο πλάτανο. Μια τεράστια πλεχταριά από δακτυλικές ρίζες με στριφώματα, απλώθηκαν κάτω από τα δασιά του φύλλα.
Κάτσαμε στο μέσο της πλατείας. Εκεί είδαμε κάποιους πρωτόγερους, αλλά και μερικούς απόμαχους καπεταναίους, να ρίχνουν με μανία τα πούλια στο τάβλι, ενώ από πάνω τούς ραίνανε τα πουλιά με τις ευλογίες τους…
Πάνω από το τοιχαλάκι της πλατείας ανάβρυζε μια κρήνη. Έφερνε από ένα αρχαίο υδραγωγείο νερό από τα σωθικά της ασβεστόπετρας, που, καθώς έλεγαν, ερχότανε ψηλά από τα μπεντένια του Παρνασσού.
*

Η πλατεία του Οδυσσέα Ανδρούτσου στην Τιθορέα

Ζητήσαμε πληροφορίες για τα περάσματα και τη μεγάλη χαράδρα του Καχάλα. Ένας νεαρός μας κοίταξε όλο καχυποψία. «Πού θα πάτε κει πάνω. Είναι τρεις ώρες δρόμο»;
Όμως δεν έβλεπε την αγωνία μας;
Μας έδειξε τον δρόμο της Καχάλας. Το ωραίο φαράγγι που ακολουθεί το ρεύμα του ποταμού, πάνω από την Τιθορέα.
Ήπιαμε τον καφέ και ξεδιπλώσαμε τον χάρτη σημειώνοντας τις λεπτομέρειες που απαιτούσε η διαδρομή των μεγάλων αποστάσεων, επάνω στο σώμα του Παρνασσού.
Πάνω από τις κορφές είχαν μαζευτεί πλήθος σωρείτες. Ολόλευκα βαμβακερά νέφη, με καθαρά περιγράμματα, οριζόντιες βάσεις και στρογγυλεμένες προεξοχές στην κορυφή τους. Δείγμα της καλοκαιρίας που θα επικρατούσε.
Πολλά από τα σπίτια που συναντήσαμε ανηφορίζοντας είναι χτισμένα πάνω στα αρχαία τείχη και στηρίζουν τα θεμέλιά τους.
Μια όμορφη πλατεία, στο έβγα του οικισμού, σχεδιασμένη με εξώστη είναι το μπαλκόνι της Βελίτσας βλέπει τη βαθιά χαράδρα κι αποτελεί την αφετηρία της ανοδικής πορείας που κατευθύνεται στη Λιάκουρα. Διαδρομή σκληρή που απευθύνεται στους αρχαίους δρομείς που την καταπίνουν στο άψε-σβήσε.
Σταθήκαμε πίσω από τα κιγκλιδώματα ν’ αναμετρηθούμε με το θεριό τοπίο. Απέναντί μας, πέρα από το χάσμα του μεγάλου ρέματος, είχαμε τις παλαιολιθικές σπηλιές. Χαραγμένες φάτνες πάνω στα τοιχώματα του φαραγγιού. Γεμάτες αρχαία οστά και νεκρικά κτερίσματα.
Ένα πινακιδάκι στην αρχή του δρόμου έδειχνε, στην ευθεία, την πορεία για τις ψηλές κορφές του Παρνασσού, τον καταρράχτη της Τρύπης και τη σπηλιά του Οδυσσέα Ανδρούτσου. Το δεξιό σκέλος οδηγούσε στο αισθητικό δάσος που αποκαλείται Καστράκι.
Η θρυλική σπηλιά του Ανδρούτσου βρίσκεται στη δεξιά πλευρά της ορθοπλαγιάς, καθώς ανηφορίζουμε, κοντά στην Αη-Γιώργη, σε ένα από τα πολυάριθμα στόμια, στα οποία λημέριαζε ο αγωνιστής.
Από πάνω μας κιόλας ξεδίπλωνε, το παλιόβουνο αυτό της Λοκρίδας, πτυχές καθηλωτικών βράχων, ξέφτια και αγριλίδες σωρό.
Πήραμε βαθιάν ανάσα και βρεθήκαμε μεμιάς μέσα στον αρχικά φαρδύ διάδρομο της Βελίτσας. Από κει και πάνω είχαμε να μετρήσουμε ένα απίστευτο υψόμετρο σκληρής πορείας έως τη Λιάκουρα.
*

Άποψη του Παρνασσού μέσα από τη σπηλιά

Ολόκληρο το μέτωπο της επιβλητικής χαράδρας της Βελίτσας είναι μια χαρακτηριστική βαθιά και επιμήκης τομή από διαρκή πετρολίβαδα κι εντυπωσιακές σάρες, αλλά και ένα εκπληκτικό σύνολο από ορθοπλαγιές που ανοίγουν το τεράστιο μπούστο τους αμέσως μετά την πρώτη έξοδο από την Τιθορέα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η χαράδρα της Βελίτσας μοιάζει με βαθιά χωρίστρα στο γυμνό κεφάλι του Παρνασσού που στη βόρεια τούτη εκδοχή του επιστέφεται από τον Τσάρκο, τις Τρεις Τσούμπες και τη Λιάκουρα. Οι δυο πρώτες κορυφές, βρίσκονται αριστερά της Βελίτσας και η τρίτη από τα δεξιά της.
Εμείς όμως αναζητούμε τη σπηλιά του Ανδρούτσου. Σε αυτή θα λημεριάσουμε απόψε, παρέα με το άγριο τσακάλι της Παρνασσίδας.
Δρόμο παίρνουμε και δρόμο αφήνουμε πίσω μας. Το μονοπάτι για τη σπηλιά δεν είναι παίξε γέλασε. Απαιτεί κουράγιο, δυνάμεις και υπομονή. Χώρια τις αναρριχητικές ικανότητες. Γιατί θέλει κι από δαύτες.
Η σπηλιά βρίσκεται σε δυο ώρες απόσταση, με τα πόδια, από την Άνω Τιθορέα, πάνω σε απόκρημνο ασβεστολιθικό βράχο. Υπάρχει σκάλα με σιδερένια σκαλοπάτια για να εισχωρήσει κανένας εκεί μέσα και ανοίγματα που μοιάζουν με δωμάτια, κατάλληλα επεξεργασμένα, ώστε να δέχονται επισκέψεις.
Οικοδεσπότης ο Οδυσσέας Ανδρούτσος που κρύφτηκε εδώ με την οικογένειά του και μαζί με τον γαμπρό του τον Βρετανό Τρελόνυ.
Αλλά σε αυτή την ιστορική σπηλιά είχαν βρει καταφύγιο δυο χιλιάδες Βελιτσώτες, για να γλιτώσουν από τη μανία του Μεχμέτ Ρεσίτ.
Αυτά το 1822, λίγο πριν εγκατασταθεί ο Ανδρούτσος εδώ, καθώς την έκαμε μόνιμη κατοικία του, αφού ήταν απόρθητη, αλλά και παρατηρητήριο που επισκοπούσε ολόκληρο τον κάμπο της Λοκρίδας. Χώρια που είχε ανεβάσει ώς την Τρούπα κι ένα δυο κανόνια…
Εκεί έζησε ο Ανδρούτσος για παραπάνω από δυο χρόνια πριν την εγκαταλείψει για να ακολουθήσει τον Γκούρα που εκτελούσε διαταγές του άθλιου γκουβέρνου των γραφιάδων και τον πήγε πρώτα στη Μονή Οσίου Λουκά κι από κει στο μοναστήρι του Όσιου Σεραφείμ, στο Δόμβρο (τη Δόμβραινα) της Βοιωτίας, απ’ όπου ο Γκούρας, αυτό το πληρωμένο καθήκι του ανθέλληνα Μαυροκορδάτου τον οδήγησε στη φυλακή της Ακρόπολης. Εκεί τον περίμενε ο θάνατος…
Τον περίμεναν οι διάφοροι Κωλέτηδες, οι κοτζαμπάσηδες κι οι Φαναριώτες, αλλά και πολλοί οπλαρχηγοί που τονε ζήλευαν και τον κατηγόρησαν για συνδιαλλαγή με τους Τούρκους, τον φυλάκισαν τον βασάνισαν και τον ρίξανε – ένα ανθρώπινο σακί μέσα σε τσουβάλι – από τον βράχο της Ακρόπολης, για να πεθάνει μαρτυρικό θάνατο ο γενναιότερος υπερασπιστής του λαού και των δικαίων της επανάστασης…
Κι όλα αυτά με εντολή του πρωτοπαλίκαρού του Ιωάννη Γκούρα, που εκτελούσε διαταγές του Μαυροκορδάτου και του Κωλέτη…

Μία ακόμη σπηλιά που χρησιμοποιούσαν οι κυνηγημένοι Βελιτσώτες

Σημείωση: H απόσταση Βελίτσα – Μαύρη Τρύπα είναι τέσσερα χιλιόμετρα, διανύεται σε δυο πάνω κάτω ώρες κι έχει υψομετρική διαφορά εξακοσίων μέτρων.
Είναι εντυπωσιακή τόσο η διαδρομή, όσο και η θέση της θρυλικής σπηλιάς που πήρε το όνομα του Οδυσσέα Ανδρούτσου.
Κι ενώ η πορεία της διαδρομής είναι για όλους, ωστόσο η ανάβαση στη σπηλιά με τα σημερινά δεδομένα ενέχει κάποιους κινδύνους…
Κινδύνους που έχουν να κάνουν με την αναρρίχηση στο στόμιο της σπηλιάς από διπλή σιδερένια σκάλα που είναι σκουριασμένη κι επισφαλής.

Η διαδρομή στη σπηλιά του Ανδρούτσου έγινε τον Νοέμβριο του 2014. Το Σάββατο 20 του Φλεβάρη του 2021 επαναλήφθηκε εξανάγκης, με συνθήκες κάθε άλλο παρά ευνοϊκές.
Η νέα διαδρομή με όλα τα απρόοπτά της έχει ως εξής:
Xρειαζόμασταν επιπλέον λήψεις της διαδρομής μα και της εναέριας σπηλιάς, στην οποία εγκαταβιούσε ο σπουδαίος εκείνος αγωνιστής της επανάστασης, προκειμένου να ολοκληρώσουμε το κείμενο – αφιέρωμα για τους σημαντικότερους ήρωες του επαναστατικού αγώνα.
Ξεπερνώντας τους σκοπέλους της μετακίνησης δεν υπολογίσαμε – ή μάλλον υποβαθμίσαμε τον ύπουλο παράγοντα του καιρού, ο οποίος είχε εξαντλήσει την αυστηρότητά του λίγες ημέρες νωρίτερα πνίγοντας τη χώρα με τη βαριά κάπα του χιονιού.
Ευτυχώς είμασταν εξοπλισμένοι με ισοθερμικά, αδιάβροχα, άρβυλα και μπαστούνι.
Έκαμα υπολογισμούς επί χάρτου. Η σπηλιά βρισκόταν σε υψόμετρο γύρω στα χίλια μέτρα, αλλά η πρόσοψή της επί της ορθοπλαγιάς του Ανατολικού όρους είχε μεσημβρινή κάτοψη, με συνέπεια να τη βλέπει ο ήλιος πολλές ώρες τη μέρα και να έχει, κατά προσέγγιση, λιώσει τον μεγάλο όγκο του χιονιού.
Έτσι η απόφαση που πήραμε ήταν να προχωρήσουμε. Βγήκαμε από την πλατεία του Ανδρούτσου, στο επάνω μέρος του όμορφου χωριού παίρνοντας το γραφικό μονοπάτι για τα ψηλώματα. Σε ελάχιστα μέτρα το μονοπάτι διχαζόταν, με τον δεξιό κλάδο να ανηφορίζει για το αισθητικό δάσος του Καστρακίου και τον αριστερό να τραβάει για τη σπηλιά του Οδυσσέα Ανδρούτσου.

Το χιονισμένο μονοπάτι για τη σπηλιά του Ανδρούτσου

Τίποτα δεν προμήνυε τη συνέχεια της όμορφης ανοδικής πορείας του μονοπατιού. Για μισή ώρα η στράτα ήταν στεγνή και βατή. Σαν φτάσαμε όμως στο εξωκλήσι του Αϊ-Γιώργη, μια ώρα περίπου από την αφετηρία, το πλάτωμα της εκκλησιάς ήταν όμορφα πιτσιλισμένο από λεπτές στρώσεις χιονιού και πράσινα μπαλώματα χλόης.
Λίγο πιο πάνω άρχιζε το μέτωπο της λάσπης. Τα άρβυλα κολλούσαν στην πηχτή μάζα της και δύσκολα ξεκολλούσαν. Η πορεία μας άρχισε να γίνεται προβληματική, αλλά όχι αδύνατη. Η λάσπη είχε σχέση με το χιόνι που έλιωνε και τούτο φαινόταν καθαρά. Έτσι λοιπόν βρεθήκαμε στο μέτωπο της λασπομαχίας που δεν την υπολογίσαμε.
Ωσπου σιγά – σιγά άλλαξε το πάτωμα της στράτας. Η λάσπη πήρε να λιγοστεύει και στη θέση της έκαμαν σταδιακή κατοχή οι καθαρές και αφράτες τούφες του χιονιού. Γρήγορα όμως ανέβηκε το ύψος του χιονιού με αποτέλεσμα να δυσχεραίνεται η προώθησή μας. Ταυτόχρονα μπήκαμε και σε στενή λαγκάδα με πουρνάρια που ήταν σκεπασμένα από το χιόνι. Οι πατωσιές γινόντουσαν όλο και πιο βαριές. Το κάθε βήμα βούλιαζε σε ανεξιχνίαστο και αινιγματικό βάθος. Όμως κερδίζαμε αργά αργά ύψος και η σπηλιά που πλέον διακρίνονταν ψηλά σε μια εναέρια πατούρα του πανώριου βράχου, μας έδινε τη βεβαιότητα ότι πλησιάζαμε τον στόχο. Αλλά ο στόχος παρέμενε απλησίαστος και άλλο τόσο απόμακρος και δυσανάβατος.
Η χαράδρα της Βελίτσας όλο και βάθαινε, ενώ οι κορφές της Λιάκουρας παρέμεναν βιδωμένες στην αστραφτερή κρούστα του χιονιού. Τα κορδελάκια στα δέντρα ήταν τα μόνα δείγματα της διαδρομής μας για τη σπηλιά. Αλλά το χιόνι βάθαινε και βάραινε τα βήματά μας. Ο Δημήτρης ως πιο ευέλικτος προχωρούσε μπροστά και ξεμακρύνθηκε. Τον έχασα από τα μάτια μου κι από τον ζωτικό μου χώρο. Έβαλα φωνή, αλλά ήταν φωνή βοώντος. Δεν εισακούστηκα. Έτσι πήρα να συνεχίζω τον δρόμο μου πεισμωμένος να τον προλάβω. Όμως πατούσα το ένα σκέλος και ξεβίδωνα το άλλο. Μ’ έπαιρνε κάμποση ώρα για να προωθήσω το σώμα μου και να προωθηθώ για δέκα είκοσι μέτρα.
Εκεί πάνω – κάτω στις δυο ώρες πορείας, ένιωσα τον πρώτο πάγο να εισχωρεί στα δάχτυλα του δεξιού ποδιού. Σχεδόν αμέσως ο πάγος επεκτάθηκε σε όλα τα δάχτυλα κι αμέσως μετά μούδιασε όλη η πατούσα. Το ίδιο συνέβη λίγο αργότερα και με το αριστερό σκέλος.

Σπηλιές στην ορθοπλαγιά του Ανατολικού

Πατούσα με δυο ξένα πόδια που έτσι κι αλλιώς ήταν παραδομένα στο ψύχος. Στο υπόλοιπο σώμα τα πράγματα κυλούσαν κανονικά. Δεν υπήρχε όχληση σε κανένα από τα μέλη του κορμιού. Το κεφάλι ήταν προστατευμένο, το στήθος ανέπνεε κανονικά, η καρδιά δούλευε ρολόι και οι κλειδώσεις με τους τένοντες τον χαβά τους. Αυτό όμως κι αν ήταν η εξαπάτηση των ποδιών. Η καλή δηλαδή λειτουργία των άλλων οργάνων εξαπάτησε τη λειτουργία των ποδιών. Νόμισα ότι μπορώ να συνεχίσω, μια και βρισκόμουνα κοντά στην πηγή του νερού. Τη σπηλιά θέλω να πω του Ανδρούτσου.
Τίποτα πιο απατηλό όμως από την προσδοκία αυτή. Δοκίμασα να κουνήσω τα δάχτυλα των ποδιών. Ακίνητα, σχεδόν αναίσθητα σα νεκρά. Σταμάτησα. Ανακάθισα σε ένα στεγνό βραχάκι κι έβγαλα τα παπούτσια. Τα δάχτυλα, δίχως να είναι βρεγμένα, είχαν κοκαλώσει. Προφανώς από το ψύχος. Δεν ήθελε και πολύ να μουλιάσουν και να αναισθητοποιηθούν. Τα έτριψα για λίγο, αλλά δεν υπάκουσαν ούτε στις προστριβές ούτε στις αισθητήριες μαλάξεις.
Τρομοκρατήθηκα. Αυτό ήταν βρε το κρυοπάγημα των φαντάρων του σαράντα, στα βουνά της Αλβανίας; Ναι! Aυτό ήταν. Κι άρχισαν τα όνειρα κι οι εφιάλτες να παίρνουνε φωτιά…
Στη σπηλιά φτάσαμε με συνθήκες πολικές, αλλά βέβαια η ικανοποίηση περίσσευε…
Χαλάλι το κρυοπάγημα…

Η σκάλα εισόδου στη σπηλιά του Ανδρούτσου

20-2-2021

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το