Τοπικά

Σταύρος Κρινάκης: 60 χρόνια μουσικό ταξίδι σε Βόλο και Πήλιο – «Κοιμόμουν με το ακορντεόν στην αγκαλιά…» 

 

 

Ένας παλιός οργανοπαίκτης του Πηλίου θυμάται… 60 χρόνια παίζοντας ακορντεόν και πλήκτρα σε πανηγύρια, γάμους, αλλά και νυχτερινά μαγαζιά. 

«Αγάπησα τη μουσική τόσο πολύ που τα πρώτα χρόνια κοιμόμουν με το ακορντεόν δίπλα… Έμαθα ολόκληρη την μουσική του Πηλίου και τη μεταλαμπάδευσα στη νέα γενιά» μας διηγείται σήμερα την πολυετή διαδρομή του στη μουσική, με αφορμή και την πρόσφατη τιμητική εκδήλωση από το Μουσικό Σχολείο Βόλου. 

Σταύρος Κρινάκης, 79 ετών σήμερα, με καταγωγή από Άγιο Δημήτριο Πηλίου, μας μίλησε για μια ζωή γεμάτη μουσικές αναμνήσεις. Δεν υπήρξε πανηγύρι που δεν έπαιξε είτε με το ακορντεόν είτε με τα πλήκτρα, ενώ έπαιξε και σε πολλούς γάμους, αλλά και νυχτερινά μαγαζιά του Βόλου. Το μουσικό ταξίδι ξεκινά από το 1960 και συνεχίζεται μέχρι σήμερα… 

 

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

ΑΡΤΕΜΗΣ ΧΑΛΑΤΣΗΣ 

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ

ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΧΑΛΑΤΣΗ

 

Κύριε Κρινάκη πείτε μας, πώς ξεκινήσατε να ασχολείστε με τη μουσική; 

Τελείωσα το δημοτικό σχολείο στον Άγιο Δημήτριο Πηλίου σε ηλικία 12 ετών. Τότε ξεκίνησα να δουλεύω σε ένα καφενεδάκι που είχε ο πατέρας μου στον Αη-Γιάννη Πηλίου. Από την ηλικία όμως των 7 ετών είχα βρει μια φυσαρμόνικα και είχα αρχίσει να παίζω μελωδίες από μόνος μου. Μου άρεσε η μουσική. Κάποια στιγμή είχα βρεθεί και στον Λαύκο, καθώς ο παππούς μου Δημήτριος Σάββας έμενε εκεί και μου είχε φτιάξει ένα υποτυπώδες όργανο από μια νεροκολοκύθα. Την είχε κόψει στη μέση, είχε βάλει χορδές και μου την είχε δώσει να παίζω. Ο Λαύκος φημίζονταν εκείνη την εποχή για το πλήθος οργανοπαιχτών που είχε. Την κολοκύθα αυτή την έχω ακόμη και σήμερα. 

Όταν λοιπόν τελείωσα το δημοτικό θέλησα να μάθω ακορντεόν, αλλά ο πατέρας μου, καθώς ήμουν και μοναχοπαίδι, αντιδρούσε και δεν ήθελε να γίνω μουσικός. Μάλιστα μου έλεγε «Τι; Οργανοπαίχτη θα σε κάνω;» και δεν το ήθελε με τίποτα. Όπως σας είπα, όταν τελείωσα το δημοτικό, δούλεψα το καλοκαίρι στον Αη-Γιάννη, αλλά τον Σεπτέμβριο κατέβηκα στον Βόλο. Ήταν τον Σεπτέμβρη του 1957. Ο πατέρας μου ήταν ξάδερφος του Καραγιάννη που είχε το καφενείο «Ναυτιλία» (κοντά στα παλιά τα ψαράδικα) και με πήγε σε ένα μπαρμπέρικο που ήταν ακριβώς δίπλα για να μάθω μπαρμπέρης. Πράγματι ξεκίνησα την τέχνη του μπαρμπέρη, αλλά είχα πάντα στον νου μου τη μουσική και το ακορντεόν. Έτσι κάποια στιγμή περπατώντας στον Βόλο βρέθηκα μπροστά στη σχολή (ωδείο) του Μπάμπη Κεχαΐδη, που βρισκόταν πλησίον του Αγίου Νικολάου δίπλα στην κλινική του Πιτσιώρη. Χάζευα αυτούς που έμπαιναν κι έβγαιναν από τη σχολή. Κάποια στιγμή έπειτα από κάνα δυο φορές που είχα πάει, καθώς χάζευα απ’ έξω με βλέπει ο Κεχαΐδης που στεκόμουν και μου έπιασε κουβέντα. Γενικά από τα ρούχα και το παρουσιαστικό μου κατάλαβε πως ήμουν χωριατόπαιδο. «Σου αρέσει η μουσική;» με ρώτησε. «Μου αρέσει» απάντησα. «Τότε έλα να σε μάθω» μου είπε. «Δεν έχω χρήματα» του απάντησα. Οι εποχές εκείνες ήταν πολύ δύσκολες. Εκείνος κατάλαβε από τη συνομιλία μας πως είχα «αρρώστια» με τη μουσική και μου είπε: «Δεν θέλω χρήματα. Έλα να σε μάθω. Και αν έχεις χρήματα μου δίνεις, αν πάλι δεν έχεις δεν πειράζει». Δεν πέρασαν 2-3 μέρες και πήγα για μάθημα. Πριν κλείσω έναν μήνα είχα γίνει ο πιστός «σκύλος» του Κεχαΐδη. Μέχρι που μου έδωσε και τα κλειδιά από τη σχολή και τα Σαββατοκύριακα που δεν είχα άλλη δουλειά πήγαινα και σκούπιζα – καθάριζα είχα γίνει κάτι σαν επιστάτης. Έτσι ξεκίνησα να μαθαίνω ακορντεόν. Εν τω μεταξύ ο πατέρας μου δεν είχε πάρει χαμπάρι τίποτα, καθώς συνέχιζα να πηγαίνω στο κουρείο κανονικά. Τον ελεύθερο χρόνο μου τον περνούσα στη σχολή του Κεχαΐδη. Όμως πριν κλείσω χρόνο παράτησα το κουρείο και πήγαινα μόνιμα στη σχολή και έπαιζα καθημερινά ακορντεόν. Κάποια στιγμή ήρθε ο πατέρας μου στον Βόλο και έμαθε τα καθέκαστα. Ήρθε λοιπόν στη σχολή και με πήρε μαζί του πάλι πίσω στον Αη-Γιάννη για να δουλέψω στο καφενείο του Αη-Γιάννη, καθώς είχε φτάσει καλοκαίρι. Μόλις ξαναέφτασε ο Σεπτέμβρης ξαναέφυγα για Βόλο και για τη σχολή. Μάλιστα με τα χρήματα που έβγαλα εκείνο το καλοκαίρι αγόρασα και το πρώτο μου ακορντεόν.

 

Πότε παίξατε επαγγελματικά για πρώτη φορά όργανο με άλλους μουσικούς; 

Το 1959 είχα φτάσει σε ηλικία 14 ετών κι έπαιζα αρκετά καλά κι έτσι άρχισα να γίνομαι γνωστός και στους κύκλους των παλιών μουσικών. Τότε τα όργανα στους περιπλανώμενους μουσικούς (γύφτους τους λέγαμε) ήταν βιολί, λαούτο, κλαρίνο. Το ακορντεόν ήταν σπάνιο. Δεν θα υπήρχαν στον Βόλο πάνω από 3-4 που έπαιζαν και πολλούς λέω. Τότε λοιπόν τα καλοκαίρια έρχονταν αυτοί στον Κεχαΐδη και του έλεγαν «Δάσκαλε, μήπως έχεις κανέναν πιτσιρικά να παίζει ακορντεόν να τον πάρουμε μαζί μας;». Κι έτσι ξεκίνησα να παίζω στα πανηγύρια, σε γάμους, γιορτές κ.λπ. Έτσι γνώρισα τον Σταυράκο και ξεκίνησα να δουλεύω μαζί του. Δούλεψα πάρα πολύ στη ζωή μου. Μέχρι πριν 2-3 χρόνια δούλευα ακόμη. Ήμουν επίσης για χρόνια στο σωματείο των μουσικών Θεσσαλίας. Διατέλεσα και πρόεδρος επί σειράς ετών. Δούλεψα σε πολλά μαγαζιά νύχτα σε μπουζούκια, κουτούκια κ.λπ. Από το 1960 έβγαλα άδεια μουσικού και ξεκίνησα να κολλάω ένσημα. 

 

Ποιος ήταν ο μέντοράς σας; 

Στο χωριό μου υπήρχε ένας αυτοδίδακτος λαουτιέρης. Ήταν πολύ καλός. Γεώργιος Τσιρογιάννης ήταν το όνομα του. Αυτός ήταν ο μέντοράς μου. Μου έδειξε όλη την πηλιορείτικη δουλειά. Ο Τσιρογιάννης είχε αγορασμένο ένα λαούτο από έναν μεγάλο οργανοποιό από την Αθήνα, τον Γκούρτζελο. Ήταν ένα πολύ ακριβό όργανο όλο από έβενο. Στον μπάρμπα Γιώργο Τσιρογιάννη χρωστάω πολλά. Αυτός μου έδειξε όλη την πηλιορείτικη δουλειά, τις πατινάδες, κ.λπ. Όλα τα έχω ηχογραφήσει και τα έχω δώσει και στα νέα παιδιά, τη νέα γενιά των μουσικών. Και τώρα ακόμη έρχονται σπίτι μου και μου ζητάνε να τους δείξω πράγματα. Είμαι πρόθυμος να τους μάθω, γιατί αγαπάω τη δουλειά μου και τη μουσική. 

 

Ποια νυχτερινά μαγαζιά του Βόλου, από όπου περάσατε όλα αυτά τα χρόνια, θυμάστε;

Στον Βόλο το πρώτο μπουζουκτσίδικο που δούλεψα ήταν «Το Ντουμάνι». Εκεί δούλεψα 4 χρόνια περίπου. Αυτό βρισκόταν πίσω από την οδό 2ας Νοεμβρίου πίσω από το σημερινό μάρκετ του Βασιλόπουλου. Εκεί δουλεύαμε κάθε βράδυ. Τότε τα μαγαζιά είχαν κόσμο καθημερινά. Δεν είναι όπως σήμερα που ανοίγουν τρεις μέρες τη βδομάδα. Μάλιστα ξεκινούσαμε να παίζουμε από νωρίς. Με το που νύχτωνε τα μαγαζιά γεμίζανε κόσμο. Παίζαμε μέχρι το ξημέρωμα. Άλλα μαγαζιά που δούλεψα ήταν «Η Μαγιόρκα», «Τα Αστέρια», «Διόνυσος», «Το Μινόρε» στην Αγριά που δούλεψα με τον Στάθη Μιλάνο κ.ά. 

Μιλήστε μας για το καφενείο μουσικών στον Βόλο…

Ήταν ένα καφενείο στα Παλιά. Εκεί μαζευόμασταν τις ελεύθερες ώρες μας όλοι οι μουσικοί. Στο καφενείο μουσικών υπήρχε ένα σωματείο μουσικών όλης της Θεσσαλίας, το οποίο το είχε ιδρύσει ο Σαμαράς με τον Θεοχάρη Μπαντίδη. Ο Μπαντίδης είναι αυτός που έχει γράψει και το γνωστό τραγούδι «Ωραία που είναι η νύφη μας, ωραία τα προικιά της…». Έτσι μπήκα κι εγώ στο Σωματείο το 1978 επί προεδρίας Αθανασίου Παύλου, που ήταν καλός δημοτικός τραγουδιστής κι έπαιζε και βιολί. Μετά με τον καιρό έγινα πρόεδρος. Λόγω της συνδικαλιστικής μου αυτής δράσης έκανα και πολλές γνωριμίες με μουσικούς από όλη την Ελλάδα, καθώς πήγαινα συχνά στην Αθήνα, στην Ομοσπονδία μας κ.λπ. 

 

Αξιόλογοι νέοι οργανοπαίχτες υπάρχουν και σήμερα;

Και βέβαια υπάρχουν πολλοί και αξιόλογοι. Τότε στην εποχή μου το επάγγελμα ήταν δύσκολο, να βρεις τραγούδια νότες, παρτιτούρες κ.λπ. Δεν υπήρχαν μαγνητόφωνα, ιντερνέτ κ.λπ. Τότε μόνοι μας μόνο με το αυτί και τη δουλειά μας. Κοιμόμουν με το όργανο στην αγκαλιά. Το πρώτο μου ακορντεόν που αγόρασα μου το είχε φέρει ο Κεχαΐδης το βράδυ το έπαιρνα στο κρεβάτι και κοιμόμασταν αγκαλιά. Τόσο αγάπη το είχα. 

 

Γνωρίζουμε ότι κάνατε και μια όμορφη οικογένεια… 

Και βέβαια έκανα. Μια όμορφη οικογένεια. Η γυναίκα μου η Άρτεμις Μούτου ήταν από τη Δράκεια. Τη γνώρισα από πολύ μικρή ηλικία. Στο Ανήλιο υπήρχε ένας μουσικός, ο Πανταζής. Εκείνος με πήρε και με πήγε στη Δράκεια το 1960 για να παίξουμε σε ένα πανηγύρι. Ήταν η πρώτη φορά που θα έπαιζα μπροστά σε κόσμο. Τότε είδα για πρώτη φορά τη γυναίκα μου. Ήταν κοριτσάκι ακόμη. Ξανασυναντηθήκαμε αργότερα και τελικά παντρευτήκαμε. Της χρωστάω πάρα πολλά. Υπήρξε βράχος δίπλα μου όλα τα χρόνια της δουλειάς μου. Μαζί κάναμε δύο υπέροχες κόρες που έκαναν με τη σειρά τους τη δική τους οικογένεια, αλλά καμία δυστυχώς δεν έγινε μουσικός. 

 

Ποια γεύση σας άφησε η δουλειά σας από όλα αυτά τα χρόνια;

Έχω γλυκιά γεύση. Έκανα πολλές γνωριμίες. Έχω καλές αναμνήσεις. Τον χειμώνα έκλεινα και δούλευα στα χειμερινά μαγαζιά, ενώ το καλοκαίρι πηγαίναμε σε πανηγύρια και γάμους. Δεν υπάρχει χωριό του Πηλίου που δεν έπαιξα. Ο Σταύρος με το αρμόνιο, έτσι με γνωρίζουν όλοι. Είμαι μέσα σε κάθε σπίτι μέσα από τη δουλειά μου. Έχω πολλούς φίλους. Τώρα παίζω μουσική μόνο στην παρέα. Έχουμε ένα στέκι στα Παλιά που βρισκόμαστε και τα λέμε. Οι περισσότεροι μουσικοί της γενιάς μου έχουν φύγει από τη ζωή.

Share

Πρόσφατα άρθρα

Μαγνησία:Κτηνοτρόφοι ζητούν επιτάχυνση αποζημιώσεων για πλημμύρες

  Συγκεκριμένες προτάσεις διαμορφώθηκαν στη συνεδρίαση του Δ.Σ. του Συνδέσμου Ελληνικής Κτηνοτροφίας (ΣΕΚ) που πραγματοποιήθηκε…

17 Μαρτίου 2024

Εντυπωσιακές εικόνες από τη νέα έκρηξη του ηφαιστείου της χερσονήσου Ρέικιανες – Δείτε live

Για τέταρτη φορά από τον Δεκέμβριο εξερράγη το βράδυ του Σαββάτου το ηφαίστειο της χερσονήσου…

17 Μαρτίου 2024

Μπάιντεν για Τραμπ: Ο ένας υποψήφιος είναι υπερβολικά γέρος και διανοητικά ακατάλληλος για πρόεδρος, ο άλλος είμαι εγώ

Αιχμηρός και με χιούμορ εμφανίστηκε ο Αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν, αναφερόμενος στον αντίπαλό του στις…

17 Μαρτίου 2024

«Βραβείο Πρωτοτυπίας» του 1ου Πειραματικού ΓΕΛ Ν. Ιωνίας σε Αγώνες Τέχνης

  Ο Όμιλος Θεάτρου «Οι Καλόπιστοι Θεατρίνοι» του 1ου Πειραματικού Γενικού Λυκείου Νέας Ιωνίας Μαγνησίας,…

17 Μαρτίου 2024

Αναβιώνει ξανά το έθιμο «Πιπέρι» και το λαϊκό δικαστήριο ανήθικων πράξεων

Ένα ξεχωριστό έθιμο «το πιπέρι» αναβιώνει και φέτος στην κοινότητα Όθος Καρπάθου με μεγάλη συμμετοχή…

17 Μαρτίου 2024

Ο Καζαντζάκης μέσα από τη ματιά του βιβλίου Νίκης Σταύρου-Γ. Πράτανου – «Έχεις τα πινέλα»

  Της Μαρίας Αλμπανίδου, νομικού MSc Ποινικών και Εγκληματολογικών Σπουδών, αρθρογράφου, ποιήτριας Καλημέρα, καλημέρα αγαπημένες…

17 Μαρτίου 2024