Πολιτισμός

Α. Σταμάτης: Είμαστε μια χώρα που την καθορίζει μια χυδαία αφήγηση “Θ”

OLYMPUS DIGITAL CAMERA

Με αφορμή το βιβλίο του «Μελίσσια» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Καστανιώτη, ο Αλέξης Σταμάτης μιλά στις «Διαδρομές» για τις στιγμές σύγκρουσης, έντασης και ανατροπών που δίνουν τροφή στη γραφή του και θέτει τα όρια ανάμεσα στη λογοτεχνία και στην ανάγκη κάποιων να γράφουν για λόγους αυτοψυχανάλυσης.
Πώς αντιμετωπίζει κάποιος τη ζωή και το θάνατο κάτω από το πρίσμα της αιφνίδιας ανίατης ασθένειας, τι σημαίνει για εκείνον η φθορά του χρόνου και πόσο είναι αναγκαίο να «καθορίζουμε τον εαυτό μας όπως θέλουμε» με αντίτιμο τον αυξημένο βαθμό ελευθερίας μας;
Πώς και γιατί έχει την αίσθηση ότι η σύγχρονη βουλή είναι «η κατωτέρου επίπεδου από καταβολής ελληνικού έθνους»;
Μια συνέντευξη που αποκαλύπτει έναν βαθιά σκεπτόμενο, σύγχρονο και ιδιαίτερα ευφυή και ταλαντούχο άνθρωπο.

Συνέντευξη:
Χαριτίνη Μαλισσόβα

«Μελίσσια», είναι ο τίτλος του βιβλίου σας. Ωστόσο, σε μια αστική κρεβατοκάμαρα κάπου στα Μελίσσια, μήπως ο καθένας αναγνωρίζει πλευρές και εκφάνσεις της δικής του οικογένειας;
Μπορεί ναι. Όμως ούτε κι εγώ ο ίδιος θα μπορούσα με ακρίβεια να σας επισημάνω ποιες είναι αυτές οι πλευρές. Κάποια στιγμή η ίδια σου η ζωή βυθίζεται τόσο βαθιά εντός σου, που όταν κάποια πράγματα εκβάλλουν στην επιφάνεια, δεν θυμάσαι καν ότι είναι δικά σου. Κάποια μείζονα, βέβαια υφίστανται μονίμως, σεσημασμένα, υδατόσημα στη μνήμη. Όσο για τους «άλλους» (δηλαδή τον «καθένα») στον οποίο και απευθύνεται το έργο, αυτός νομίζω είναι ο στόχος της τέχνης. Να απευθύνεται. Μέσα από το έργο του ο καλλιτέχνης ανασύρει συναισθήματα που απευθύνονται σε ξεχωριστούς ανθρώπους άρα και σε διαφορετικούς ψυχισμούς με τρόπο όμως που να είναι εξίσου σημαντικός για τον καθένα από διαφορετική φυσικά σκοπιά. Μιλάς σε πολλούς με τη δική σου φωνή και η φωνή σου παίρνει όσες σημασίες όσοι και οι άλλοι.

Στα βιβλία σας, γενικότερα, ασχολείστε με οικογενειακές υποθέσεις και τις δυσκολίες ή τις συν τω χρόνω συγκρούσεις που προκύπτουν…
Δεν θα το περιόριζα τόσο στην οικογένεια. Ασχολούμαι με την διαρκώς και αενάως μεταβαλλόμενη ανθρώπινη φύση. Εκείνο στο οποίο συμφωνώ είναι ότι συλλαμβάνω τους ήρωες σε στιγμές σύγκρουσης, έντασης και ανατροπών. Εξάλλου αυτή πιστεύω είναι και η συνθήκη υπό την οποία αποκαλύπτεται η βαθιά ουσία της φύσης αυτής. Όταν κάποιος κάτι διακινδυνεύει, όταν κάποιος κάτι ρισκάρει, όταν κάτι εκτροχιάζει την καθημερινότητά του. Άνθρωπος σε κρίσιμη στιγμή, άνθρωπος δρων, άνθρωπος με διλήμματα, άνθρωπος ενώπιον καίριων επιλογών, άνθρωπος προ ανατροπών, αποφάσεων, άνθρωπος σε σύγκρουση. Πάντως όχι άνθρωπος που πίνει το καφεδάκι του και κοιτάζει απλώς τον ουρανό (αν, και με τον κατάλληλο χειρισμό ακόμη και αυτή η συνθήκη μπορεί να εμπεριέχει κάτι το αντιφατικό, ανατρεπτικό). Είμαστε τόσο παράξενα, ιδιαίτερα όντα και το ενδιαφέρον που παράγουμε είναι ανεξάντλητο.

H φθορά που προκαλεί ο χρόνος, τι σημαίνει για τη θεματογραφία σας;
«Τα γηρατειά δεν είναι για χέστες» έλεγε η Μπέτυ Ντέιβις. Η φράση της grandedame του αμερικάνικου σινεμά παρατίθεται μάλιστα και ως μότο στο μυθιστόρημα μου «Μελίσσια». Ειδικά η συγκεκριμένη ηρωίδα μου, η Αγάπη, αντιμετωπίζει με θάρρος, αλλά και τον δέοντα… ναρκισσισμό τη φθορά του σώματος (διότι ακόμη και η φθορά έχει τον ναρκισσισμό της). Μια φθορά που τη ζούμε καθημερινά, αλλά έχει η ζωή την δαιμόνια εξυπνάδα να μην την εμφανίζει απότομα. Οι αλλαγές είναι καθημερινές, άλλα τόσο ανεπαίσθητες, που σου επιτρέπεται χρόνος συμφιλίωσης.
Εάν δεν αποδεχτείς αυτήν τη «άτυπη συμφωνία» εσύ και ο χρόνος συγχρονίζεστε. Μου αρέσει που μεγαλώνω. Και κάθε ουλή είναι σαν είκοσι τατουάζ μαζί.

Είμαστε διαφορετικοί απέναντι στη ζωή όταν αντιλαμβανόμαστε, αίφνης, ότι πάσχουμε από μια ανίατη ασθένεια;
Φυσικά και ναι. Όλοι ξέρουμε ότι κάποια στιγμή θα πεθάνουμε, αλλά η συντριπτική πλειοψηφία από μάς δεν ξέρει το πότε, ούτε καν το πότε περίπου. Μια ανίατη ασθένεια που σου δίνει μάλιστα ελάχιστο χρόνο ζωής – γιατί υπάρχουν και ανίατες ασθένειες με τις οποίες μπορείς να συζήσεις επί δεκαετίες – μια ασθένεια λοιπόν η οποία σου συγκεκριμενοποιεί τον χρόνο που σου υπολείπεται κάνει το εξής: μετατρέπει κάτι βέβαιο, το οποίο έχεις θέσει ευλόγως σε παρένθεση, σε κάτι συγκεκριμένο, σε κάτι μετρήσιμο. Αφαιρεί την απώθηση (ζωτικό εργαλείο ψυχικής άμυνας) και φυσικά επισπεύδει το τέλος. Εάν συμβεί κάτι τέτοιο καθένας το αντιμετωπίζει ανάλογα με τον ψυχισμό του, την «ορατότητα», την «ανάγνωση» του. Υπό μία έννοια βέβαια, μια και υπάρχει η βεβαιότητα του θανάτου, όλοι είμαστε ανίατα «ασθενείς» από τη στιγμή που γεννηθήκαμε. Γεννιέσαι με μια θανατική καταδίκη, ούτως ή άλλως.

Η συγγραφική σας δραστηριότητα αποτελεί και μια μορφή αυτοψυχανάλυσης;
Βεβαίως και όχι. Η αυτοψυχανάλυση ειναι μια αυτιστική αντιμετώπιση. Η δραστηριότητά μου αυτή είναι απότοκος μιας βαθιάς επιθυμίας που σε τίποτα δεν έχει να κάνει με αναλύσεις, ψυχολογίες και τα σχετικά. Ίσα ίσα πιστεύω ότι οι «ψυχολογίες», έχουν καταστρέψει βιβλία, παραστάσεις, ακόμη και ζωές. Η ενασχόλησή μου με την τέχνη έχει να κάνει με ένα «τεράστιο Θέλω». Όσοι γράφουν για να «λυτρωθούν» κλπ, κάνουν άλλη δουλειά. Λογοτεχνία πάντως όχι.

Τα φαντάσματα ανθρώπων ή καταστάσεων πόσο επηρεάζουν την πορεία της ζωής μας και την εξέλιξή μας;
Φαντάσματα ανθρώπων και καταστάσεων δεν έχω δει ποτέ όποτε δεν ξέρω. «Υποθέσεις κάνουμε κοιτάζοντας τριγύρω, άλλα στη μέση στέκεται και ξέρει το μυστήριο» (We dance round in a ring and suppose, but the secret sits in the middle and knows) έλεγε ο Ρόμπερτ Φροστ. Δεν πιστεύω στη «μεταφυσική», αλλά στην «μηχανική της πραγματικότητας» που είναι κάτι σαν… «εφαρμοσμένη μεταφυσική». Στην πράξη με αφορά η «μεταφυσική» της κάθε μέρας, η διαφορά δηλαδή του «κοιτάζω» τα πράγματα ως δεδομένα, στατικά, μονοδιάστατα και του «βλέπω» τα ίδια πράγματα πρισματικά, υπό διαφορετικό «φωτισμό», διαθλασμένα μέσα από πολλαπλές γωνίες. Τίποτα δεν είναι μόνο αυτό που φαίνεται. Αυτές δεν είναι «φασματικές» ή «ενορατικές» καταστάσεις, αντιθέτως είναι απολύτως φυσικές. Αρκεί να έχεις τη διαθεσιμότητα της εν τω βάθη όρασης. … Εκείνο που με απασχολεί συγγραφικά είναι καταστάσεις «ανυψωμένου ρεαλισμού» που έχουν να κάνουν ακριβώς με αυτό που περιέγραψα: με έναν διαφορετικό τρόπο όρασης, σύλληψης και εν τέλει επεξεργασίας της πραγματικότητας. με έναν τρόπο που ίσως είναι και πιο «ρεαλιστικός» από αυτόν που συνηθίζουμε να αποκαλούμε «ρεαλιστικό». Για μένα ρεαλιστικός είναι μόνον ο πυρήνας των πραγμάτων, όχι η φλούδα.

Η μυθοπλασία του βιβλίου, εξελίσσεται στο σκηνικό ενός δωματίου και για λίγες ώρες. Ένιωσα σαν να παρακολουθώ μια καλοστημένη θεατρική παράσταση με εναλλαγές συναισθημάτων, ένταση και ανατροπές που καθηλώνουν και ξαφνιάζουν…
Κάποτε ο Πασκάλ έλεγε ότι όλα τα δεινά του ανθρώπου οφείλονται στο ότι δεν μπορεί να κάτσει ήσυχος σ’ ένα δωμάτιο, στο βιβλίο όμως τα πράγματα αντιστρέφονται… Ο άνθρωπος ακόμη και εγκλωβισμένος σε τέσσερις τοίχους μπορεί με το νου του να «ταξιδέψει» στο παρελθόν, να «επέμβει στο παρόν», να φαντασιώσει το μέλλον. Δεν είναι τυχαίο πως η κεντρική ηρωίδα είναι μια ηλικιωμένη, συγγραφέας, κατάκοιτη λόγω ενός προβλήματος υγείας. Στο δωμάτιό της θα συναντήσει κάποια πρόσωπα που θα διαμορφώσουν και την πορεία της αφήγησης, ή μήπως θα είναι εκείνη που θα οδηγεί το νήμα;

Σπουδές αρχιτεκτονικής, κινηματογράφου, ποιητής και συγγραφέας… Όλα μαζί ή κατά περιόδους σας κερδίζει κάτι περισσότερο;
Μου δίνετε εδώ την ευκαιρία να επισημάνω ότι υπάρχουν κάποιοι στο χώρο που ασχολούνται μετά μανίας με τα στατιστικά, τα καταλογικά, εάν ο τάδε ανήκει στην τάδε γενιά, εάν έγραψε πρώτα ποίηση ή θέατρο… κλπ. Το θέμα είναι ΜΟΝΟΝ το έργο. Με τον κινηματογράφο έχω ασχοληθεί ουσιαστικά ως… σινεφίλ, εκτός από μεταπτυχιακές σπουδές που έκανα στο Λονδίνο. Έχω γράψει και δυο σενάρια που δεν έγιναν ακόμη ταινίες. Εξακολουθώ να βλέπω μετά μανίας κινηματογράφο. Την αρχιτεκτονική την έχω εγκαταλείψει οριστικά το 1996. Ποιητική συλλογή έχω να εκδώσω εδώ και δέκα χρόνια. Πλέον ασχολούμαι κυρίως με την πεζογραφία, αλλά και με το θέατρο όπου υπάρχει μια ξεχωριστή μαγεία. Δουλεύεις με τον «αέρα», αλλά αυτός ο «αέρας» είναι αφόρητα παρών.

Ό,τι παράγει δυϊσμούς, καλό/κακό, αλήθεια/ψέμα, δημιουργεί φανατισμό, οργή, γράφετε… Πόσο συμβαίνει αυτό στη χώρα μας σήμερα;
Δυστυχώς όχι απλώς συμβαίνει, αλλά και την χαρακτηρίζει. Είναι μια καθαρά «διπολική» ,«μανιοκαταθλιπτική» χώρα και ταυτόχρονα μια χώρα έφηβος, πλήρως ανώριμη, ανεύθυνη, με πολιτικούς που όχι μόνον δεν μαθαίνουν από τα λάθη τους, αλλά και πασχίζουν σχεδόν να μας αποδείξουν ότι είναι ικανοί και για ακόμη περισσότερα. Η τρέχουσα βουλή (η πριν των εκλογών της 25/1) έχω την αίσθηση ότι είναι η κατωτέρου επίπεδου από καταβολής ελληνικού έθνους. Ένα μεγάλο ποσοστό βουλευτών δεν μπορεί να συντάξει ή να αρθρώσει μια πρόταση σε σωστά ελληνικά. Αλλά το θέμα είναι ακόμη πιο σοβαρό. Επειδή πλέον η φόδρα έχει φανεί, ο λόγος αυτός που παράγεται δεν είναι άπλα ξύλινος: είναι βλακώδης, είναι αυτιστικός. Το πρωτογενές τρικ του «δημιουργώ μια πόλωση θέτοντας ένα διχαστικό ερώτημα, συνεχίζω με ένα αφελές λαϊκίστικο σχόλιο πάνω σε αυτό και το εξηγώ με όρους νηπιαγωγείου», πέφτοντας δε διαρκώς σε αντιφάσεις, είναι πραγματικά κωμικό, (σαν το επιθεωρησιακό χαϊκάλειο σκετς) αν δεν ήταν βαθιά τραγικό, διότι δυστυχώς έχει πραγματικό αντίκτυπο στις ζωές μας. Κρίμα που είμαστε μια χώρα που την καθορίζει μια τόσο κακόγουστη, δεύτερη, χυδαία και κατωτάτου βαθμού σύλληψης αφήγηση.

Κάθε άνθρωπος καθορίζει τον εαυτό του, λέει η ηρωίδα του βιβλίου σας. Είναι εφικτό αυτό, ή συμβαίνει μόνον στη μυθοπλασία για την Αγάπη ειδικά, για την ηρωίδα που αυτοβιογραφεί αποτιμώντας, κατά πώς θα ήθελε, τη ζωή της;
Νομίζω ότι είναι. Κανείς δεν είναι μόνον αποτέλεσμα όσων του συνέβησαν, κάπως συνέβαλε κι εκείνος. Κάθε άνθρωπος έχει ταρακουνήσει έστω και λίγο τα νερά της ύπαρξής του. Το ζήτημα ωστόσο είναι να αναβαπτιστείς, να «καθορίζεις τον εαυτό σου όπως τον θέλεις». Κάτι αρκετά διαφορετικό, το οποίο θέλει πολλή δουλειά, ψυχικό άξονα, αντίσταση στα στερεότυπα, κατανόηση, την απόφαση ότι θα ζεις αρκετά μοναχικά – εκτός αν βρεις την αδερφή ψυχή – και θα έχεις γερό στομάχι διότι γύρω σου μόνο παιδική χαρά δεν είναι. Το αντίτιμο όμως είναι ο όσο γίνεται πιο αυξημένος βαθμός ελευθερίας.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το