Τοπικά

Στα «καστανωτά» μετά τη συγκομιδή μήλων ο Αγροτικός Συνεταιρισμός Ζαγοράς

 

«Και το μικρόν πλοίον του, βάρκα μεγάλη, σκαμπαβία φορτηγός, έπλεεν από Σαλονίκης εις Ζαγοράν και έμπαλιν, φορτωμένον και ξαναφορτωμένον. Ήσαν οι δύο αδελφοί, ο Γιάννης κι ο Κωσταντής του Σταματάκη, και μαζί των επέβαινεν ο έμπορός των. Μήλα και πατάτες και κάστανα εκόμιζον προς τους Εβραίους της Σαλονίκης, διά να τους ξαναφορτώσουν οι Εβραίοι εκείθεν άλλα είδη…». Απόσπασμα από το διήγημα του Σκιαθίτη Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Νεκρός Ταξιδιώτης», 1910.

«…Πρώτος δε πάντων, μετά μήνα ολόκληρον, ανεγνώρισεν αυτόν ο γέρων παντοπώλης, ο κυρ-Βαρσαμός, πολλάκις ταξειδεύσας εις την απέναντι θεσσαλικήν χώραν του Πηλίου, ίνα προμηθευθή πατάτες και σεσηπότα κάστανα, άτινα επώλει εις τα λαίμαργα παιδία, μια πεντάρα τρία». Απόσπασμα από το διήγημα του Σκιαθίτη Αλέξανδρου Μωραϊτίδη «Ο Δεκατιστής», 1893.

Η σχέση της Ζαγοράς και της ευρύτερης περιοχής του Πηλίου με τα μήλα, αλλά και τα κάστανα, χάνεται στο πέρασμα του χρόνου, διατηρείται, ωστόσο, ζωντανή μέχρι σήμερα. Βασικότερος φορέας αυτής της βαθιάς παράδοσης, ο Αγροτικός Συνεταιρισμός Ζαγοράς Πηλίου, γνωστός κυρίως από το εμπορικό σήμα «ZAGORIN». Δεν είναι τυχαίο ότι οι καταξιωμένοι συντοπίτες διηγηματογράφοι Παπαδιαμάντης και Μωραϊτίδης μετέφεραν τη σχέση αυτή σε διάφορα διηγήματά τους, ενώ ο νομπελίστας Γιώργος Σεφέρης κάνει αναφορά, σε ένα από τα πιο γνωστά έργα του, στις καστανιές του Πηλίου.

Ο αιωνόβιος Συνεταιρισμός της Ζαγοράς είναι ταυτισμένος με τα μήλα, ειδικά τα κόκκινα. Διακινεί, ωστόσο, στις αγορές μια πολύ αξιόλογη ποσότητα κάστανων, η οποία μάλιστα αποφέρει θετικά οικονομικά αποτελέσματα για την Οργάνωση και τους παραγωγούς-μέλη της. Τα κάστανα του Πηλίου ή βολιώτικα όπως εναλλακτικά τα αναφέρει η βιβλιογραφία, αποτελούν μια διακριτή ελληνική ποικιλία και παράλληλα με τα αχλάδια, τα ακτινίδια και τα κεράσια, εντάσσονται στα κυρίως δευτερεύοντα προϊόντα του Συνεταιρισμού, που σε έναν μήνα περίπου συμπληρώνει 106 χρόνια αδιάλειπτης λειτουργίας.

Ο Συνεταιρισμός έχει αυξήσει τα τελευταία χρόνια κατά πολύ τη δυναμική του. Το κάστανο αποτελεί μία από τις βασικότερες εναλλακτικές καλλιέργειες των μηλοπαραγωγών της περιοχής. Η επιλογή τους αυτή, εκτός της βαθιάς παράδοσης που κουβαλά, αποτέλεσμα του ευνοϊκού φυσικού περιβάλλοντος, προέρχεται και από οικονομικά κίνητρα. Το κυριότερο είναι η εξισορρόπηση της όποιας πιθανής ζημιάς στις μηλοκαλλιέργειες από τις καιρικές συνθήκες, συνδυαστικά με την καλή τιμή και τις λιγότερες ανάγκες για καλλιεργητικές φροντίδες. Βέβαια, για παραγωγή σημαντικής ποσότητας απαιτούνται μεγάλες εκτάσεις, καθώς 1 στρέμμα έχει απόδοση περίπου 1.000 κιλά κάστανα, σε αντίθεση με τα μήλα που παρουσιάζουν σχεδόν τριπλάσια δυναμική κατά μέσο όρο, ενώ στη Ζαγορά, όπως και σχεδόν σε όλο το Πήλιο, ο μέσος κλήρος του κάθε παραγωγού είναι χαμηλός και ανέρχεται στα 10-12 στρέμματα.
Αυτές τις μέρες που εξελίσσεται η συγκομιδή των μήλων, έχει ξεκινήσει και η συγκομιδή των κάστανων. Πολλοί παραγωγοί, αφού συμπληρώσουν περίπου ένα οχτάωρο στα μήλα, από πολύ πρωί μέχρι το μεσημέρι, ύστερα πηγαίνουν στα «καστανωτά» τους, όπως ονομάζουν τους καστανεώνες τους οι Πηλιορείτες, για να μαζέψουν όσα κάστανα έχουν πέσει. Πολύ παλιότερα, τρεις περίπου γενιές πριν, συνηθιζόταν και το τίναγμα της καστανιάς, όπως γίνεται στην ελιά, ώστε να πέσουν περισσότερα κάστανα και να είναι αποδοτικότερες οι ώρες συγκομιδής. Δεδομένου του ύψους των δέντρων και της γεωμορφολογίας, η επικίνδυνη αυτή συνήθεια έχει εδώ και χρόνια εγκαταλειφθεί. Ωστόσο, οι υψηλές ποιοτικές προδιαγραφές που ακολουθεί ο Συνεταιρισμός, επιβάλλουν τα κάστανα να συγκομίζονται τακτικά, χωρίς να μένουν στο έδαφος και να προσκομίζονται άμεσα στις εγκαταστάσεις της επιχείρησης.

Στα πολύ παλιά χρόνια όλη η ανατολική πλευρά του Πηλίου, περίπου στα σημερινά όρια του Δήμου Ζαγοράς – Μουρεσίου, καθοριζόταν από το κεφαλοχώρι, τη Ζαγορά, έτσι τα χωριά ονομάζονταν, χάριν συντομίας, τα χωριά της Ζαγοράς ή το Πήλιο ως το βουνό της Ζαγοράς. Το ίδιο το Πήλιο, σύμφωνα με πηγές του 19ου αιώνα, ονομαζόταν και βουνό της καστανιάς. Στην ίδια περιοχή, σύμφωνα με έγκυρες επίσης πηγές, περίπου από τα όρια του χωριού Κεραμίδι, μέχρι τη Νταμούχαρη κατά άλλες, προσδιορίζεται η αρχαία πόλη Kασθαναία. Λέγεται ότι πήρε το όνομά της από τα πολλά δέντρα που υπήρχαν στην περιοχή ή εναλλακτικά ότι μέσω του ονόματος της αρχαίας αυτής πόλης μετονομάστηκε και το δέντρο που κυρίως καταλαμβάνει την ίδια περιοχή, όλη την ανατολική πλευρά της Μαγνησίας, η καστανιά. Μέσω αυτής της ονομασίας, με την ίδια ρίζα που επεκτάθηκε, έγινε μετέπειτα γνωστό το δέντρο και στις νεότερες ευρωπαϊκές γλώσσες. Πράγματι, châtaignier ονομάζεται στα γαλλικά, castaño στα ισπανικά, castagno στα ιταλικά, Kastanienbaum ή Kastanie στα γερμανικά, kastanjeboom στα ολλανδικά, kastanj στα σουηδικά, castan στα ρουμάνικα, castanheira στα πορτογαλικά και παρομοίως σε μια σειρά άλλων γλωσσών, ενώ και το chestnut στα αγγλικά, φαίνεται να έχει την ίδια κοινή ρίζα.


Το Πήλιο έχει αναφερθεί σε μια σειρά σημαντικών συγγραφέων, περιηγητών και όχι μόνο από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα και οι καστανιές με τους καρπούς τους είναι από τα πιο κοινά στοιχεία όλων. Η ζωοδότρα επιχείρηση για την περιοχή, ο Αγροτικός Συνεταιρισμός Ζαγοράς Πηλίου, επενδύει στο προϊόν. Σήμερα, που απαρτίζεται κυρίως από αγρότες του ομώνυμου χωριού, αλλά και των δύο διπλανών της Μακρυράχης και του Πουρίου, χωριό με ισχυρή παράδοση στη συγκέντρωση κάστανων, περίπου το 1/3 του συνόλου των 800 μελών του ασχολείται παράλληλα με τα μήλα και με τα κάστανα. Ο Συνεταιρισμός διαθέτει από τη δεκαετία του 2000 μια σειρά πιστοποιήσεων εθνικής και διεθνούς αναγνώρισης για τις σύγχρονες καλλιεργητικές και μετασυλλεκτικές πρακτικές που ακολουθεί στο κάστανο. Διαθέτει ειδικά υλικά συσκευασίας, τα οποία είναι πραγματικά στολίδια και αναδεικνύουν το προϊόν, ενώ διαθέτει και ταξινομητή κάστανων. Διερευνητικές επαφές κάνει και για τη μεταποίηση του προϊόντος, ωστόσο, οι συγκυρίες και κυρίως οι ανάγκες διεύρυνσης των δυνατοτήτων του στα μήλα, δεν έχουν επιτρέψει ακόμα να προχωρήσει.

Τα κάστανα, μαζί με τα μήλα, τις πατάτες, τα καρύδια και τα φουντούκια ήταν από τα πρώτα προϊόντα, με τα οποία ξεκίνησε την εμπορική του δραστηριότητα, λίγο πριν το 1920. Έχοντας μεταπολεμικά περάσει από μια πολύ δύσκολη οικονομική φάση, καθώς ήταν υπό καθεστώς οιονεί χρεοκοπίας, το 1963 που ξεκινά μια προσπάθεια ανασύνταξης, τα κάστανα θεωρήθηκαν ένα από τα προϊόντα που μπορούσε να ανασυστήσει τη δυναμική της Οργάνωσης, καθότι δεν απαιτούνταν μεγάλες υποδομές συντήρησης μετασυλλεκτικά.
Τα τελευταία χρόνια έχει σημειώσει μεγάλες επιτυχίες στις εξαγωγές, κυρίως προς την Ιταλία, ενώ μεγάλο μέρος της παραγωγής διακινεί κυρίως και από το Πρατήριο που λειτουργεί από τη δεκαετία του 1970 στην Κεντρική Λαχαναγορά Θεσσαλονίκης.
Αρκετοί νέοι παραγωγοί επενδύουν στο προϊόν αυτό, ενώ πολλές είναι και οι γυναίκες αγρότισσες που ασχολούνται συστηματικά. Ευχή όλων και για φέτος οι καιρικές συνθήκες να επιτρέψουν την ολοκλήρωση της συγκομιδής των κάστανων, ούτως ώστε στην πολύ δύσκολη συγκυρία να διασφαλίσουν το εισόδημά τους.
*Το άρθρο παρουσιάζεται σε συνεργασία με το τμήμα Επικοινωνίας του Αγροτικού Συνεταιρισμού Ζαγοράς Πηλίου.
*Οι φωτογραφίες από το ψηφιακό αρχείο του Συνεταιρισμού.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το