Θ Plus

Στα Φουρνά και τη Βράχα

του Κυριάκου Παπαγεωργίου

Το δεύτερο μέρος

Συνεχίζοντας το ταξίδι της προπερασμένης Κυριακής, μετά τον Σμόκοβο, τη Ρεντίνα και τη Βρύση Ζαχαράκη, φτάνω ύστερα από 151 χιλιόμετρα (από Βόλο) στον κόμβο για Φουρνά και Καρπενήσι. Κατηφορίζω, διασχίζοντας το ωραίο κι ιστορικό χωριό Φουρνά.
Απέναντί μου σε μέγα βάθος αντικρίζω ένα από τα πιο συγκλονιστικά μικροθεάματα της άγνωστης χώρας μας. Τη σκαλοειδή κορύφωση της Τσιούκας και το Μέγα Ρέμα, ένα βαθύ φαράγγι, το οποίο έχει τιθασευτεί με εκπληκτικό μονοπάτι που σχεδιάστηκε πάνω στον βράχο. Είναι η περιβόητη σκάλα των κλεφταρματολών.
Ακολουθώ τον δρόμο για Κλειτσό και Βράχα. Εδώ στο γούπατο αυτό κρύβεται ένα από τ’ αυθεντικότερα τοπία της χώρας. Εδώ η πιο ακράταγη ανάγκη, εδώ οι καμπύλες των μαλακών βουνών και των ουράνιων πολλαπλασιασμών…
«Ο τόπος μας είναι κλειστός. Τον κλείνουν. Δυο μαύρες Συμπληγάδες».
Ο άνθρωπος, η φύση, τα μνημεία, όλα σφηνωμένα σε μια πολυδαίδαλη χοάνη νερών, βουνών, φαραγγιών και ρηγμάτων εκθαμβωτικού μεγαλείου. Ο άνθρωπος εδώ διακονεί ακόμη τη γη με τον πιο παλιό μόχθο.

Η Μονή Βράχας τη νύχτα

Στη διασταύρωση για Κλειτσό και Βράχα παίρνω τον δεξιό βραχίονα και πριν κάνω πενήντα μέτρα βλέπω δεξιά μου ένα μονοπάτι που πάει παράλληλα με το ποτάμι του Φουρνιώτη. Το ακολουθώ, σκεπασμένο καθώς είναι από σπινθηροβόλα ράκη βελανιδιάς, που φωτίζουν πιότερο κι από χιλιάδες λαμπτήρες λεωφόρων.
Ύστερα από επτακόσια μέτρα πέφτω σε ποταμάκι, το περνάω από πέτρα σε πέτρα και βρίσκω δεξιά μου τη θεϊκή καμπύλη ενός πανέμορφου τοξωτού γεφυριού.
Ασφαλώς θα πρέπει να συνέδεε τα χωριά των Φουρνών με τον Ταυρωπό.
Φωτογραφίζω κι επιχειρώ να επιστρέψω. Πρέπει να ξαναπεράσω το ποταμάκι. Ξαφνικά μπροστά μου ορθώνεται και πάλι ο σοφός από την Έφεσο: «Ποταμώ γαρ ούκ έστιν εμβήναι δις τω αυτω». Το σκέφτομαι, αλλά πρέπει να το περάσω. Πατώ και πηδάω από πέτρα σε πέτρα δίχως να βραχώ κι έτσι συνεχίζω τον δρόμο μου. Πότε πότε κοιτάζω πίσω μην και με αποπάρει ο Εφέσιος γέρων. Τον ακούω να φωνάζει «παλίντροπος αρμονίηηη»…
Μπροστά μου έχω τέσσερις οικισμούς. Τον Πλάτανο, τους Μουσχιάδες, το Μεσοχώρι και την πανέμορφη Κορίτσα. Καρφωμένοι στην πλαγιά ενός κατάκρημνου βουνόλοφου.
Στο Μεσοχώρι συναντώ την κυρα-Σταυρούλα, μια ψυχωμένη Κλειτσιώτισσα, που ξέρει όλα τα μυστικά του τόπου. Τον πάνω μαχαλά Κορίτσα, τον δρόμο για Νεράιδα και το Σπίτι του Διαβάτη, τη Βουλγάρα, τη διαδρομή για τη Μάρτσα, το φαράγγι της Τσιούκας…
Μα πού είναι όλα αυτά, τηνε ρωτώ.

Η θέα από το μοναστήρι

Καλέ μου, «η φύσις κρύπτεσθαι φιλεί», μου απάντησε, όχι έτσι ακριβώς, γιατί δε ζούσε στην εποχή του Ηράκλειτου, αλλά αυτό ήταν το νόημά της: «Πιδί μ’ ούλα είνι κρυμμένα, δε τα γκλιεπ’ς… Θα στα ειπί η ταμπέλα παρακάτ»…
Χαιρετιόμαστε εσπευσμένα γιατί φεύγει η μέρα και δεν θα προλάβω, όπως μου είπε, να πάω στο μοναστήρι, απέναντι. Έχει δρόμο καλό μέσα από το ποτάμι, τέσσερα χιλιόμετρα όλα κι όλα. Να τρέξω να προλάβω τον Εσπερινό.
Ακολουθώ τη συμβουλή της, αλλά αργώ. Δε γίνεται αυτό το τοπίο να το διασχίζεις με την αφή των ματιών μόνο.
Τι είναι τούτο το φαράγγι από κάτω, τι είναι εκείνο το μονοπάτι, το σκαμμένο πάνω στον βράχο; Τι είναι το ένα, τι είναι το άλλο; Όλα mirabile visu. Τα έχω χαμένα…
Σε τέσσερα χιλιόμετρα (κατέβα – ανέβα) πιάνω τον κεντρικό δρόμο για το χωριό της Βράχας. Πέφτω πάνω σ’ έναν τσοπάνη. Γερασμένος, μα καλοστεκούμενος. Ειν’ ογδοντάρης και οδηγεί στωικά το ποίμνιό του στη μάντρα, λίγο πριν το μοναστήρι.
Λέμε δυο λόγια, τρέξε, μου λέει, να προλάβεις το δειλινό. Εκεί πάνω στην Ψιλίδα, το θέαμα τσακίζει κόκαλα. Κι ύστερα κατηφορίζεις για τον Εσπερινό…
Τρέχω και σε άλλα εφτακόσα μέτρα βρίσκομαι μπροστά σε έναν χώρο ακαλλιέργητου θριάμβου του φυσικού τοπίου. Μια ενατένιση αέναου βάθους, μια στάση προσοχής απέναντι στον Άνθρωπο και τον επί γης παράδεισό του.

Μια προεξοχή πάνω από το μοναστήρι, με ανακρατά για λίγο, όσο να δω την ολοφώτεινη στροφή, το πλατύφυλλο κέρας, το σκοτεινό μεγαλείο, την απόκρημνη θέα και στην άκρη τα εγγόνια του Αρχιπλάτανου με τα σγουρά μαλλιά…
Από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα με πυροβολούν οι κάννες των ορθών ρηγμάτων κι από κοντά οι χαίτες των ουράνιων ίππων που καλπάζουν ανάμεσα σε φασκιωμένα σύννεφα και ραγδαίες μετατοπίσεις οραμάτων.
Φτάνω στο διάσελο. Ανάθεμα σε όλα τα διάσελα του κόσμου, όταν έχεις ν’ αντικρίσεις τούτο δω που καταργεί την έννοια και τον υπερθετικό της ουράνιας διασέλας.
Σκαντζάρω πάνω στο κέλυφος της ορθοτομής. Δυο ανοιχτές πληγές από δω κι από κει και στη μέση ένα μετερίζι από βράχους υψιτενείς, ρωμαλέους και απόρθητους που προκαλεί κάθε φιλαναγνώστη του κινδύνου να επικοινωνήσει με το ουράνιο πνεύμα.
Σκαρφαλώνω με όλη την υγρασία του σώματος στη θερμοκρασία του πυρετού και όταν πατάω το μεταλλικό ζωνάρι των επάλξεων ένας κρουνός ανόμοιων ψηφιδωτών πυλώνων κι ένας βεγγαλικός στρόβιλος «προς ηλίου δυομένου» έρχονται να θωρακίσουν όλα τα τιμαλφή της ζωής με ένα βλέμμα ολικής θεωρίας και άλεσης.
Εδώ πια είναι η απόλυτη Θεωρία του Εσπερινού. Ενός Εσπερινού που ψελλίζει ακατάπαυτους ύμνους για το τέρμα του Θεού. Αρχή και τέρμα Θεού; Αν είναι κάπου τέρμα και αρχή, της Ζωής και του «τέλους» της, εδώ είναι πολύ πιθανό να βρίσκεται. Εδώ η μετάσταση του πνεύματος, εδώ κι η οξυγόνωση του αίματος της αθανασίας…
Τρέχω αλαφιασμένος στο μοναστήρι. Δεν προλαβαίνω να κατέβω από το αμάξι και σπεύδει να με υποδεχτεί μια καλόγρια. Έχει σκεπασμένα τα πάντα εκτός από δυο μάτια ολόμαυρα που φεγγοβολούν γύρω από την άγρια όψη του εξωτικού τοπίου της.
Δεν προφταίνω να μιλήσω κι η αδελφή με καλωσορίζει και μου λέει «τι κρίμα, μόλις τέλειωσε ο Εσπερινός»…
Δεν πειράζει, της λέω τον «έζησα» στα ψηλαλώνια των ψαλμών…
«Ασφαλώς», μου απαντά. «Ήρες τους οφθαλμούς σου εις τα όρη, όθεν ήξει η βοήθειά μου»… όπως λέει κι ο σχετικός ψαλμός…

Η χαράδρα της Τσιούκας

Πούθε να κοιτάξω τώρα που γειώθηκα; Tα ολόφεγγα μοναστηριακά μάτια, το κατάγραφτο καθολικό, τον εξώστη της Μονής, το βουνό που υψώνει ρομφαία καθαγιασμένη, το βαθύ φαράγγι ή να προλάβω τα χρώματα του αγίου Νοεμβρίου που ντύνουν το μεσοράχι της Ευρυτανικής χώρας με το πυρφόρο, βιολετί κι ασήκωτο φως τους;
Το ελαφρύ κι ανάερο πανωφόρι της φύσης φλέγεται μέσα στο ροζ της έσχατης ώρας, σχεδιασμένο από τον χρωστήρα των χεριών του πιο εμπνευσμένου ζωγράφου της…
Ασφυκτιώ. Και νιώθω «να με στενεύει αμφίπλευρα ο κόσμος από τη μεγάλη μου ανεπίδοτη ευτυχία»…
Κι η αδελφή, αφού με μπάσει στο καθολικό πρώτα, για να μεταλάβω των μυστηρίων, της αγιοσύνης, της υποβολής και της πανδαισίας των χρωμάτων, ύστερα με οδηγεί στο αρχονταρίκι για να μου προσφέρει κυδώνι γλυκό με φρέσκο καρύδι και ρακή.
Με παρατηρεί που σκορπάω το πεινασμένο βλέμμα μου έξω απ’ το παράθυρο στο ένα και μοναδικό φως που εξατμίζεται, αλλά νά, που τώρα έχει αντικατασταθεί από την ορμητική διάχυση ενός άλλου αμείλικτου φωτός.
«Βλέπω είστε προετοιμασμένος να βλέπετε… αλλά το μυστικό είναι αλλού».
«Πού» τηνε ρωτώ μ’ επιφύλαξη και καχυποψία.
«Ένδον σκάπτε. Ένδον η πηγή του αγαθού»…
Με άφησε, ομολογώ άναυδο. Ένας θηλυκός Μάρκος Αυρήλιος μου έβαλε τα γυαλιά και μου αφαίρεσε τα μάτια…
Αλλά ανεπιτήδευτα η αδελφή Παυλίνα φορώντας άλλο ράσο, πιο ορθολογικό, γυρίζει και μου λέει:
«Μη σας στενοχωρώ! Κατάλαβα. Δεν είστε στωικός…;».
«Μα πώς το καταλάβατε» της απάντησα.
«Μα η ευδαιμονία που ψάχνετε, είναι «ψυχής ενέργεια, κατ’ αρετήν τελείαν», όπως έλεγε κι ο Σταγειρίτης»…
Σταμάτησα. Δεν μπορούσα άλλο να παρακολουθήσω αυτή τη μαυρομάτα αδελφή με τα πλούσια διαλογικά προσόντα. Το κατάλαβε όμως και αυτή και γύρισε την κουβέντα στο γλυκό. Στη ζωή της, στους ύμνους, τους ψαλμούς και τ’ Απολυτίκια. Μ’ έναν λόγο μεστό και οικείο. Μα πάνω απ’ όλα έναν ζεστό λόγο από καρδιάς (ο sancta simplicitas), ένα φόρεμα απτού λόγου που προσεγγίζει την υψηλή ραπτική του Λόγου, με αγάπη, σοφία κι εκστατική ματιά, όπως πρέπει να τη μεταδίνει ο κάθε μοναχός, με την ασκημένη του διάνοια, για να επικοινωνήσουν με το αΐδιο της ανθρώπινης φύσης και το λησμονημένο τοπίο της καρδιάς…
Στοχάστηκα λίγο πριν της απαντήσω και δε βρήκα άλλη απάντηση από την κλασική του Βιργίλιου αποκάλυψη:
Et in Arcadia ego…
Με κοίταξε βαθιά στα μάτια και μου χαμογέλασε.
Καλωσήρθατε, αδελφέ… Η «Αρκαδία» σου, η οποιαδήποτε «Αρκαδία», είναι στην καθαρή καρδιά του κάθε ανθρώπου που ψάχνει την ομορφιά της ζωής…

ΥΓ1. Η αδελφή Παυλίνα, μια ασύγκριτη φύση μοναχικού μεγαλείου, όχι πάνω από τριάντα χρονώ, ήρθε εδώ στη Βράχα της Ευρυτανίας, από τη Γλυφάδα της Αττικής, όπου άφησε οικογένεια, φίλους και βουτιές στη θάλασσα για μιαν «άλλη» βουτιά, πλατιάς κι ολοκληρωμένης κάθαρσης, αριστοτελικού τύπου και σχεδιασμού…
Κι ας έπαιζε στα δάχτυλα τον «Εκκλησιαστή» και το «Δευτερονόμιο»…

ΥΓ2. Ήταν μια μέρα τυπική και συνηθισμένη, του αγίου Νοεμβρίου, ασφαλώς… Σβήνοντας και το τελευταίο καντηλάκι του το αιώνιο Φως θα φέγγει ωστόσο για πάντα τη σκέψη μου ο Θεόφραστος: με το «Πολυτελές ανάλωμα ο χρόνος»…

17-11-2019

Αποσπασματικές αναφορές:
1.- Γιάννης Ρίτσος, Αγιασθήτω
2.- Ηράκλειτος, Αποσπάσματα
3.- Γ. Σεφέρης, Εγκωμη και Μυθιστόρημα
4.- Οράτιος, Ωδές
5.- Γκαίτε
6.- Οδυσσέας Ελύτης, Άξιον Εστί
7.- Ρεμπώ, Μεθυσμένο Καράβι
8.- Ψαλμός ΡΚ’ (120)
9.- Μάρκος Αυρήλιος, Τα εις Εαυτόν
10.- Βιργίλιος, Γεωργικά

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το