Πολιτισμός

Σοφία Δημοπούλου: Γνώση και συναισθήματα, το στημόνι και το υφάδι, που υφαίνουν τον ιστό της ζωής

Η Σοφία Δημοπούλου γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε στη Σχολή Πολιτικών Μηχανικών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στον περιβαλλοντικό σχεδιασμό πόλεων και κτιρίων. Εργάστηκε ως μηχανικός στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα και ασκεί το επάγγελμά της έως σήμερα. Παράλληλα ασχολείται με τη συγγραφή και την ποίηση και παραδίδει μαθήματα δημιουργικής γραφής, έχοντας ολοκληρώσει το πρόγραμμα «Δημιουργική ανάγνωση και γραφή της πεζογραφίας» του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Διηγήματά της έχουν κατά καιρούς συμπεριληφθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά, σε ηλεκτρονικά περιοδικά και σε εφημερίδες.
Το βιβλίο «Πώς υφαίνεται ο χρόνος», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός, είναι το πέμπτο της μυθιστόρημα.

Συνέντευξη: Χαριτίνη Μαλισσόβα

«Πώς υφαίνεται ο χρόνος», το νέο σας μυθιστόρημα. Ποια στοιχεία του μυθιστορήματός σας θέλετε να μας αποκαλύψετε;
Θα το χαρακτήριζα καταρχάς μυθιστόρημα εποχής. Πρόκειται για ένα κοινωνικό μυθιστόρημα που εκτυλίσσεται με φόντο το τέλος του 19ου αιώνα και που οι εκβολές του φτάνουν τη σύγχρονη εποχή. Πρόκειται για μυθοπλασία, στην οποία συμμετέχουν ιστορικά πρόσωπα, όχι απλά ως αναφορές, αλλά κρατώντας ενεργό ρόλο. Αυτή είναι και η ιδιαιτερότητα της ιστορίας αυτής. Στο βιβλίο προσπάθησα να διερευνήσω την επίδραση του παρελθόντος στο παρόν μας και πώς αυτό μπορεί να γίνει εργαλείο για να επαναπροσδιορίσουμε το παρόν μας και να σχεδιάσουμε το μέλλον μας. Αν ο χρόνος αντέχει και οι παλιές ιστορίες έχουν την τάση να ανακυκλώνονται στο παρόν μας, ποια η χρησιμότητα αυτής της ανακύκλωσης; Γιατί το παρελθόν μας ασκεί τέτοια γοητεία; Όλα αυτά τα ερωτηματικά προσπάθησα να απαντήσω μέσα από την ιστορία μιας υφάντρας, της Ανθής, που λόγω των προκαταλήψεων της εποχής της υπέφερε πολλά, αλλά κατάφερε να σταθεί στα πόδια της.

Γνωρίζουμε ότι ο χρόνος περνά, χάνεται, κερδίζεται. Εσείς λέτε ότι υφαίνεται…
Το ρήμα υφαίνω προϋποθέτει τέχνη και τεχνική. Επομένως, όσον αφορά στον χρόνο, όταν υφαίνεται, δεν καταναλώνεται απλώς, αλλά γεννά μια δημιουργία, που είναι η ζωή του ανθρώπου, που εξελίσσεται διαχρονικά και εμπλουτίζεται με εμπειρίες. Εμπειρίες, δηλαδή γνώση και συναισθήματα, είναι το στημόνι και το υφάδι που υφαίνουν τον ιστό της ζωής.

Η νεαρότερη ηρωίδα σας, η Νάνα, ψάχνει στοιχεία της ζωής της προγιαγιάς της Ανθής, βασικής ηρωίδας του βιβλίου. Είναι απαραίτητο να γνωρίζουμε τη ζωή των προγόνων μας;
Νομίζω πως όλοι οι άνθρωποι έχουμε έμφυτη την απορία για την καταγωγή μας. Έχουμε επίσης ανάγκη να θεωρούμε τη ζωή μας ως συνέχεια εκείνης των προγόνων μας, προσπαθώντας να δικαιώσουμε το όνομά τους ή αντίθετα να ξεπεράσουμε τα τρωτά τους σημεία. Ξέροντας τις ρίζες μας νιώθουμε πιο δυνατοί, καθώς είμαστε σε μια διαρκή και πολλές φορές ασυνείδητη συνομιλία με τους προγόνους, προσπαθώντας να αντλήσουμε διδάγματα από τη δική τους εμπειρία.

Οι προκαταλήψεις του 19ου αιώνα, μπορεί να εκλείπουν από τη χώρα μας σήμερα. Ποια προβλήματα θεωρείτε ότι ταλανίζουν τη σημερινή Ελληνίδα;
Νομίζω πως το βασικό πρόβλημα σήμερα είναι οι κυρίαρχες κοινωνικές αντιλήψεις για τους ρόλους, που πολλές φορές εμποδίζουν την επίτευξη ουσιαστικής ισότητας ανάμεσα στα δυο φύλα. Έχουμε καταφέρει ασφαλώς πολλά, έχουμε όμως αρκετό δρόμο ακόμα να διανύσουμε. Οι περισσότερες κοινωνίες είναι δομημένες ανδροκρατικά και οι γυναίκες πρέπει να αποδεικνύουμε κάθε φορά πως αξίζουμε. Επιπλέον, πρέπει να αποκτήσουμε εμπιστοσύνη στον εαυτό μας και στις δυνατότητές μας για να μπορούμε να διεκδικούμε πάντα τις ίσες ευκαιρίες.

Ποια στοιχεία θεωρείτε ότι κάνουν ένα βιβλίο αγαπητό στον αναγνώστη;
Πρώτα απ’ όλα η ίδια η ιστορία, το θέμα του. Πρέπει να κεντρίσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη, να νιώσει πως αυτό που θα διαβάσει, με κάποιον τρόπο τον αφορά. Έπειτα, ο τρόπος γραφής του συγγραφέα πρέπει να καταφέρει να παρασύρει τον αναγνώστη σε ένα ταξίδι στον χώρο και στον χρόνο, δίχως στιγμή να νιώθει πως όσα έχει ο συγγραφέας να του πει του τα λέει με τρόπο διδακτικό. Η γλώσσα, οι ζωντανοί χαρακτήρες, οι ανατροπές, η έκπληξη, το βάθος των συναισθημάτων και τέλος η κάθαρση είναι στοιχεία που κάνουν ένα βιβλίο ενδιαφέρον και αγαπητό στους αναγνώστες.

Είναι τα ευπώλητα βιβλία και ποιοτικά;
Δυστυχώς έχω την αίσθηση πως λίγα από τα ευπώλητα είναι και ποιοτικά, δηλαδή καθαρή λογοτεχνία. Η τάση των ευπώλητων βιβλίων σήμερα είναι να διασκεδάζουν χωρίς να απαιτούν μεγάλη πνευματική ενέργεια, να είναι μεν καλογραμμένα, αλλά να μην έχουν ιδιαιτερότητες στην έκφραση, έτσι ώστε να μπορεί καθένας να τα κατανοήσει και να περιγράφουν καταστάσεις ή πρόσωπα που μπορούν να κεντρίσουν τα συναισθήματα των αναγνωστών, ώστε να ταυτιστούν μαζί τους. Τις περισσότερες φορές δεν εκφράζουν τις πνευματικές ανησυχίες του συγγραφέα, αλλά έχουν μόνο έναν σκοπό. Να περιγράψουν κοινότοπα βιώματα ή χαρακτήρες, ώστε καθένας να βρει μέσα σ’ αυτά ένα κομμάτι από τη ζωή του. Υπάρχουν λοιπόν δύο λογοτεχνίες; Η ευπώλητη και η άλλη, η υψηλή; Το ερώτημα αυτό δεν είναι κάτι καινούργιο. Ήδη από το 1839 ο κριτικός λογοτεχνίας Sainte-Beuve έγραφε: «Δύο λογοτεχνίες συνυπάρχουν με αρκετά διαφορετική αναλογία και θα συνυπάρχουν όλο και περισσότερο, ανάμεικτες η μία με την άλλη, σαν το καλό και το κακό σ’ αυτόν τον κόσμο, και αξεχώριστες έως τη μέρα της κρίσεως». Και ευτυχώς για τους πολλούς, υπάρχουν ακόμα βιβλία, που αν και ευπώλητα, διατηρούν τα χαρακτηριστικά της καλής, καθαρής λογοτεχνίας.

Πώς συνδέονται οι δυο ιδιότητές σας, της πολιτικού μηχανικού και της λογοτέχνιδας;
Η δουλειά του μηχανικού μπορεί να φαίνεται ορθολογιστική, είναι όμως και πολύ δημιουργική. Από την άλλη πλευρά, η συγγραφή είναι ο τρόπος που έχω να απελευθερώνομαι από την απολυταρχία των αριθμών και να καταβυθίζομαι σ’ έναν κόσμο όπου υπάρχω εγώ και τα συναισθήματά μου. Η μια δουλειά συμπληρώνει την άλλη και νομίζω πως εκφράζουν τις δυο πλευρές του εαυτού μου. Τη λογική και το συναίσθημα. Επιπλέον, θεωρώ πως οι θετικές μου σπουδές έχουν επηρεάσει τον τρόπο που γράφω. Δίνω μεγάλη σημασία στη δομή που χτίζεται με τρόπο μαθηματικό. Όσο για τον χρόνο που χρειάζομαι για τις δυο αυτές δραστηριότητες, μοιράζω τη μέρα στα δυο, δίνοντας μεγαλύτερη βαρύτητα σ’ εκείνη που ζητά κάθε περίοδο την προσοχή μου περισσότερο.

Ποια αξία θεωρείτε σημαντική;
Την οικογένεια. Και βέβαια τις αρμονικές σχέσεις ανάμεσα στα μέλη της. Μια υγιής οικογενειακή ζωή είναι το θεμέλιο της ευτυχίας, το εφαλτήριο για να πετύχει καθένας τους στόχους του, εκεί που αναπτύσσεται όλο το αξιακό σύστημα του κάθε ανθρώπου.

Τι θεωρείτε ευτυχία;
Η ευτυχία είναι προσωπική υπόθεση και επιλογή τους καθενός, γι’ αυτό δεν μπορώ να δώσω έναν μονοσήμαντο ορισμό. Για μένα ευτυχία είναι να έχουν υγεία τα μέλη της οικογένειάς μου κι εγώ, να έχω σταθερή δουλειά που να μου επιτρέπει να ζω με αξιοπρέπεια, να έχω γύρω μου ανθρώπους που αγαπώ και μ’ αγαπούν, να μοιράζομαι με τους άλλους, αγαθά, συναισθήματα, στιγμές, σκέψεις, ιδέες, να μπορώ να μαθαίνω διαρκώς και να εξελίσσομαι ως προσωπικότητα στο πέρασμα του χρόνου, να ζω στο σήμερα τις μικρές απλές χαρές της ζωής και να μπορώ να ονειρεύομαι.

Το «Πώς υφαίνεται ο χρόνος» είναι το τέταρτο μυθιστόρημά σας, ωστόσο γράφετε και μικρότερης φόρμας κείμενα. Αυτό το διάστημα γράφετε κάτι καινούργιο;
Στην πραγματικότητα αυτό είναι το πέμπτο μυθιστόρημά μου. Γράφω ποιήματα – ξεκίνησα γράφοντας ποίηση αν και δεν έχω εκδώσει ποτέ τίποτα ποιητικό – αλλά και διηγήματα που κατά καιρούς εμφανίζονται σε διάφορα έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά. Αυτό το διάστημα γράφω – με αργούς ρυθμούς είναι η αλήθεια – ένα ακόμα μυθιστόρημα με αρκετά ιστορικά στοιχεία. Το συγκεκριμένο αναφέρεται στο Ρουμλούκι, το ρωμιότοπο της Ημαθίας, στα χρόνια που ακολούθησαν το μακεδονικό αγώνα έως τη δεκαετία του ’70. Θέμα του είναι η ζωή και ο έρωτας δύο νέων που τους χωρίζουν πολλά και τους ενώνουν άλλα τόσα, μια χρονική περίοδο δύσκολη για την Ελλάδα που προσπαθεί να ορθοποδήσει και να επανακτήσει τον τόπο της. Έχω ακόμα πολλή δουλειά και όσο προχωρώ, τόσο το αντιλαμβάνομαι περισσότερο, γιατί διαρκώς ανοίγονται μπροστά μου νέα μονοπάτια που θέλω να διαβώ.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το