Άρθρα

Σκοτώνουν τα καΐκια όταν γεράσουν…

Της Φαίης Τζανετουλάκου*

Η έκθεση «Τα Καΐκια που πληγώναμε» είναι η φυσική αντίδραση της Τέχνης στην απόφαση της ΕΕ να επιδοτεί την καταστροφή της θαλάσσιας πολιτισμικής κληρονομιάς που αντιπροσωπεύουν τα ξύλινα αλιευτικά σκάφη. Η ΕΕ με νομοθετική πράξη του 2014 και με πρόφαση την καταστολή της υπεραλίευσης, ζητά από τους ψαράδες να παραδώσουν τις άδειές τους και να διαμελίσουν τα σκάφη τους, προσφέροντας αποζημιώσεις. Αυτή η πολιτική «επιβεβλημένης λήθης» είναι συνέχεια μέτρων ήδη από τη δεκαετία του ’90 και υπολογίζεται ότι έχουν καταστραφεί πάνω από δέκα χιλιάδες αλιευτικά σκάφη, ενώ 760 είναι ήδη στον δρόμο χωρίς γυρισμό.

Οι αρχαίες ολκάδες, πεντηκόντοροι, τριήρεις χάρη στις οποίες αναπτύχθηκε και διαδόθηκε ο ελληνικός πολιτισμός στο Αιγαίο, στο Ιόνιο και στην ευρύτερη λεκάνη της Μεσογείου, αλλά και τα τέκνα αυτών οι σκούνες, τα περάματα, οι γολέττες, τα μπρίκια υπήρξαν μέρος αυτής της μακραίωνης θαλασσινής παράδοσης κοσμώντας τα λιμάνια της χώρας με τη φυσική τους παρουσία, τη λεπτομερή χειροποίητη δουλειά των αυτοδίδακτων ξυλοναυπηγών και τον μουσειακό τους χαρακτήρα. Δυστυχώς το ποσοστό ευθύνης που αναλογεί στην παράκτια αλιεία από μικρά σκάφη είναι πολύ μικρότερο σε σχέση με τα υπερσύγχρονα καράβια υπερατλαντικής αλιείας των στόλων των μεγάλων εταιριών, από όπου και ξεκίνησε το όλο θέμα, μόνο που εν τέλει αυτά δεν πειράχτηκαν αλλά και επιδοτήθηκαν και «εκσυγχρονίστηκαν», όπως επιβάλλεται στις μέρες μας ο εκσυγχρονισμός της γεωργίας, της διαχείρισης νερού και απορριμμάτων, με τα γνωστά αποτελέσματα, ειδικά για την περιοχή μας. Τα συμφέροντα είναι πολλά και «βαφτίζονται» ανάλογα όταν έχουν να κάνουν με τις βασικές ανάγκες του ανθρώπου, χωρίς να δίνεται προτεραιότητα στα δικαιώματά του και στις αρχές της Δημοκρατίας. Η Ιστορία μας έχει διδάξει ότι η διαπεραστική μυρωδιά του χρήματος είναι πιο έντονη από το ανεπαίσθητο άρωμα του πολιτισμού.

 

Μην πάμε μακριά- η παραλία του Βόλου πριν πενήντα χρόνια ήταν γεμάτα ξύλινα σκάφη, λιτά μα και περίτεχνα, ενώ τώρα τα πάντα είναι πλαστικά και αδιάφορα. Όπως τα έτοιμα ρούχα που κρατάνε μία σεζόν, τα πακεταρισμένα έπιπλα, η fast food διατροφή μας. Είναι όντως εύκολο να ενδώσουμε στη νοσταλγία μιας παλαιότερης, αγνότερης εποχής, ενώ απολαμβάνουμε τα οφέλη του τεχνολογικού σήμερα. Το να χάνονται όμως κομμάτια από το πολιτισμικό υφαντό που εμπλουτίζουν μια παγκόσμια και όχι παγκοσμιοποιημένη είναι μία σοβαρή απώλεια, αντίστοιχη με την απώλεια μίας μορφής ζωής για την οικουμενική φυσική βιοποικιλότητα. Η σύγχρονη τέχνη στις μέρες μας αρχίζει να ανακαλύπτει την εγγενή αξία των έργων τοπικών κοινοτήτων και την προβάλλει ως ακατέργαστα διαμάντια δημιουργικότητας μέσα από μεγάλες εκθέσεις όπως η Ντοκουμέντα και η Μπιενάλε της Βενετίας.

Στην έκθεση στη Δημοτική Πινακοθήκη Πειραιά, 82 καλλιτέχνες, μεταξύ των οποίων Βολιώτες, όπως ο Νίκος Ποδιάς και ο Θρασύβουλος Καλαϊτζίδης, αφουγκράζονται, αισθάνονται, επινοούν και εκφράζουν τρόπους για να διαχειριστούν την καταστροφή και μετάλλαξη της μνήμης. Αντλώντας υλικό από τις κουλτούρες που δημιουργούν την πλούσια, πολυποίκιλτη παγκοσμιότητα του ανθρώπου, με το έργο τους ανθίστανται στην ισοπεδωτική και άχρωμη, αδηφάγα αλλά άγευστη, ιδιοτελή νέα Ανθρωπόκαινο εποχή. Από τη θάλασσα χάνονται οι ψαρόβαρκες, από τη γη η καλλιέργεια προαιώνιων σπόρων-παράνομη πλέον κι αυτή, από τις αρχέγονες φυλές η γλώσσα τους, και βήμα-βήμα σπάει η αλυσίδα της συνοχής του πολιτισμού και αναπόφευκτα του ίδιου του ανθρωπισμού.

«Στη Μαγνησία μόνο έχουν κοπεί γύρω στα 50 σκαριά…»
Μιλώντας με τον Νίκο Τσιβελέκο, έναν ψαρά που μαζί με τον αδελφό του έχει οργώσει τον Παγασητικό όπως και όλες τις ελληνικές θάλασσες, πρώην Πρόεδρο του Συλλόγου Αλιέων Τρικερίου, η κρίση και η ανέχεια εξαναγκάζουν τους ψαράδες σε αυτήν την επιλογή, οι οποίοι θα ήθελαν πολύ, αντί να μένουν μάρτυρες στην καταστροφή του καϊκιού τους, που αποτέλεσε γι’ αυτούς εργαλείο, σπίτι, πιστός συνεργάτης και φίλος, να μπορούσε η πολιτεία να το «υιοθετήσει» και να διασώσει έτσι κάποιους από αυτούς τους μοναδικούς, χειροποίητους στην πλειονότητά τους, πολιτιστικούς και τουριστικούς θεματοφύλακες. Ο ίδιος δεν μπόρεσε να παραστεί στο κόψιμο του «Κωστάκη», βαφτισμένο με το όνομα του πατέρα του, ένα 12μετρο τρεχαντήρι, ωραίο, σκιαθίτικο από τα χέρια του μπάρμπα-Αγγελή Τζουβελέκη, που για 30 χρόνια ψάρευε μαζί του τόνο στο Αιγαίο… Ο τόνος έχει βιομηχανοποιηθεί και πλέον καλλιεργείται μαζικά από εταιρίες, όπου συμμετέχουν και γνωστά πολιτικά ονόματα της χώρας.
Ο Νίκος μας παρουσιάζει και την άλλη πλευρά του νομίσματος, τη δυσκολία συντήρησης αυτών των σκαφών σε σχέση με τα σύγχρονα σιδερένια και πλαστικά. Όσο πιο περίτεχνα είναι, όσο το κυπαρισσόξυλο τους έχει χαϊδευτεί, γυαλιστεί και προσεχτικά βαφτεί με αγάπη και μεράκι από ντόπιους μαραγκούς, τόσο με την πάροδο του χρόνου «ζητά», αλλά και μειώνεται η αξία του. Επίσης έχουν εκλείψει παραδοσιακοί τεχνίτες, άξιοι όπως ο μπάρμπα-Αποστόλης που αντέχει ακόμα, όσο για νέους ελάχιστοι όπως ο Στάθης που τρέχει και δεν φτάνει. Στη Μαγνησία μόνο έχουν κοπεί γύρω στα 50 σκαριά. Κάποια ελάχιστα που πήγαν να διασωθούν, όπως ένα παλιό από κάποιο σύλλογο στη Σκόπελο για να κοσμήσει το λιμάνι, χάλασαν στο καρνάγιο γιατί το ξύλο χρειάζεται υγρασία ειδικά τους καλοκαιρινούς μήνες. Τώρα με την επιδότηση, όσοι ακόμα έχουν τα κότσια να συνεχίσουν, αγοράζουν νέα άδεια και σκάφος και τα λεφτά έρχονται έτσι στα ίσια, καθώς οι ψαράδες πληρώνουν και για τη διαδικασία της καταστροφής. Και κάποιοι μεγάλοι σε ηλικία «φεύγουν» μαζί με το σκαρί… Και η αλιεία συνεχίζεται ακάθεκτη ειδικά στις μεγάλες θάλασσες του εξωτερικού, όπου αλλάζονται μέχρι και οι σημαίες. Όλα αλλάζουν, από τα σκαριά μέχρι τα πάνινα δίχτυα που γίνονται πια από νάιλον και τα υποχρεωτικά από την «περιβαλλοντικά ευαισθητοποιημένη» ΕΕ, φελιζόλ κουτιά μιας χρήσης, του 1 ευρώ το ένα παρακαλώ, αυτή τη μάστιγα των θαλασσών.

Προτάσεις
Τα ξύλινα καΐκια είναι μέρος της πολιτιστικής κληρονομιάς και οφείλουν να αντιμετωπίζονται έτσι, θεσμοθετώντας κριτήρια αξιολόγησης. Χρειάζονται ισχυρά αντικίνητρα και επιδοτήσεις διάσωσης, υιοθέτησης και τουριστικής αξιοποίησης. Μπορούν δε να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας για τους εναπομείναντες τεχνίτες που θα συντηρούν τα σκαριά που θα σώζει το κράτος, όπως και να ιδρυθούν τμήματα σε σχολές όπου θα διδάσκεται η ξυλοναυπηγική. Γιατί όπως και τα παλιά νεοκλασικά του παρελθόντος που θυσιάστηκαν στο βωμό της αντιπαροχής, έτσι και οι χειροποίητες βάρκες σε λίγο θα βρίσκονται μόνο σε κιτρινισμένα καρτ ποστάλ. Η αντίδραση του κόσμου είναι πολύ σημαντική σε μια εποχή που ξεπουλιούνται τα πάντα. Με σαλπιστή την αφυπνιστική ικανότητα της τέχνης, ζητάμε να δημιουργήσουμε ένα «κύμα», που θα ξαναρίξει τις βάρκες στο νερό. Και ο κόσμος που αντιδρά, δυναμώνει το κύμα διάσωσης του πολιτισμού μας. Και όπως έγραψε ένας μεγάλος εραστής του λόγου και της θάλασσας, ο Ernest Hemingway στον «Γέρο και τη Θάλασσα»: «Έκατσε να ξεκουραστεί δίπλα στο άλμπουρο και προσπάθησε να μην σκέπτεται τίποτα, μόνο να υπομένει».

*Αφορμή για το κείμενο είναι η έκθεση, με τη συμμετοχή και Βολιωτών καλλιτεχνών, που εγκαινιάζει η καλλιτεχνική πλατφόρμα «Ορίζοντας Γεγονότων» και επιμελούνται η Φαίη Τζανετουλάκου και ο Τζίμης Ευθυμίου στη Δημοτική Πινακοθήκη Πειραιά την Τετάρτη 12/9.
Διάρκεια έκθεσης, ημέρες και ώρες λειτουργίας:
Έως 30/9. Δευτέρα έως Παρασκευή 10-2, 6-9 Σάββατο 10-2.
Για την ενημέρωση των πολιτών, την Τρίτη 25/9 στις 7.30 οργανώνεται στον εκθεσιακό χώρο συζήτηση με θέμα «Μνήμη και Τέχνη».

*H Φαίη Τζανετουλάκου είναι Ιστορικός Τέχνης

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το