Άρθρα

Σκέψεις ενός ψυχογεωγράφου: Ιερό Ελάφι Made in China

Του Νεοκλή Μαντά
διδάκτορα Πολεοδομίας-Ψυχογεωγραφίας,

Τις τελευταίες μέρες του παλιού και τις πρώτες μέρες του νέου έτους τις ξοδέψαμε κόβοντας βόλτες πάνω-κάτω στην πόλη. Οι προαυλισμοί μας στον αστικό ιστό -πάντα σε συνάρτηση με την καθημερινή ενημέρωση για τους στατιστικούς αριθμούς των θανάτων, των διασωληνωμένων και των κρουσμάτων – μας έκανε να μοιάζουμε με εγκλωβισμένα ζωύφια κάποιου παραψυχολογικού πειράματος. Ευτυχώς, μέσα σε όλη αυτή τη δυστοπία, μπορέσαμε να ανταμώσουμε με φίλους που λείπουν από την επαρχιακή καθημερινότητα. Σταθήκαμε τυχεροί που αυτές τις παράδοξα γιορτινές μέρες καταφέραμε να έχουμε τη συντροφιά από special guests στις κλασικές αστικές περιπλανήσεις μας. Πολλοί αξιωθήκαμε να βιώσουμε μια μικρή θαυματουργή παρένθεση μέσα σε αυτή τη μελανά οργουελική ατμόσφαιρα. Μπορέσαμε να δούμε και να αισθανθούμε – πλήρως ενσαρκωμένες και για λίγες μόνο παραστάσεις – πολλές από τις καλωδιακές φωνές που συνηθίζουν να μας κρατούν τ’ αφτιά απ’ το χέρι, πάντα με τη βοήθεια των κινέζικων hands-free, όταν περπατάμε στους ξεστόλιστους και δύσοσμους δρόμους του Βόλου τις εργάσιμες ημέρες.

Τελευταία θέαση του ιερού ελαφιού πάνω από τα κτίσματα στην οδό Δημητριάδος 2021, φωτογραφία από το προσωπικό αρχείο του Νεοκλή Μαντά

Μια τέτοια βόλτα κάναμε και την Εβδομάδα των Φώτων. Διαδρομές από τον χείμαρρο του Αναύρου έως το Λιμάνι, window-(s)hopping στην Ερμού κι από εκεί Κραυσίδωνα της Νέας Ιωνίας και ξανά πίσω. Απόγευμα με καφέδες στα χέρια, αμέσως μετά την καταιγίδα. Περπατώντας και μιλώντας, ανασαίνοντας και φωτογραφίζοντας. Ώσπου στα μέσα της συναισθηματικής παλινδρόμησής μας, από το στενό της Πανεπιστημιακής Βιβλιοθήκης και λίγο πριν νυχτώσει και σβηστεί το ουράνιο τόξο, ένα ηλεκτροφόρο ελάφι, από το κακόγουστο άρμα του Αγίου Βασίλη στα τέλη της οδού Δημητριάδος, φώτισε παράξενα τον ορίζοντα και τα ερείπια. Μας έκανε να σηκώσουμε τα κινητά, σαν θαμπωμένοι τουρίστες στην ίδια μας την πόλη. Το φως έμοιαζε με αχλής άλω, ενώ με (αρκετή) φαντασία κάποιος θα μπορούσε να πιστέψει ότι ένας Φλαμανδός ζωγράφος τρελάθηκε και δώρισε στην πόλη μας, τούτη τη θεαματική μυσταγωγία. Προσπαθήσαμε για αντιπροσωπευτικές ψηφιακές καταγραφές, αλλά η εκθαμβωτική στιγμή διέφυγε. Μείναμε μόνο με την εντύπωση μιας λάμψης που έμοιαζε να είχε διατρέξει τον γαλαξία και να έπεφτε πάνω σε κάθε εκτεθειμένη πιθαμή του χρεωκοπημένου κόσμου μας. Έφερε ταυτόχρονα κάτι από την αστρική σκόνη της Μεγάλης Έκρηξης και το γαλάζιο επίχρισμα του ουράνιου θόλου, θολωμένη ελαφρά από τα χνώτα των ζεστών ματιών μας που τη χάζευαν.

Η βόλτα κατέληξε σε διημερεύον ζαχαροπλαστείο, μισή ώρα πριν την απαγόρευση κυκλοφορίας, ενώ το ψυχογεωγραφικό ραντεβού ανανεώθηκε για τις επόμενες γιορτές. Λες και πάντα χρειάζεται μια καταρρακτώδης βροχή, η καταχνιά, ο ηλεκτρισμός, οι φίλοι και η κατάλληλη οπτική γωνία για να αποκτήσουν όλα τα άτσαλα ντεκόρ την εκτυφλωτική τους μαγεία, εκείνη την αυθάδικη παραποίηση της ψυχρής και άγαρμπης πραγματικότητας. Μα γιατί τα λέω όλα αυτά; Ίσως γιατί νιώθω πως χρωστάω μία θετική σκέψη για αυτή την καταθλιπτική μεθεόρτια περίοδο. Πέρα από τη γλυκανάλατη ρομαντικοποίηση της καραντίνας, συνεχίζουμε να ζητάμε φως. Μπορεί να παραμένουμε κλεισμένοι στα τσιμεντένια μας κουτιά, πάντα όμως θα βρίσκουμε κάτι φωτεινό για ν’ αλείψουμε τη σκοτεινή πλευρά μας. Έστω και με συννεφιά.

[email protected]

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το