Πολιτισμός

Σχέσεις γονέων – εκπαιδευτικών και η συμβολή τους στην πρόληψη του φαινομένου της βίας στο σχολείο

 

Της
Χαριτίνης Μαλισσόβα,
εκπαιδευτικού, συγγραφέα

Το δίπολο γονείς -εκπαιδευτικοί που είναι άμεσα εμπλεκόμενοι στη διαμόρφωση ενός υγιούς περιβάλλοντος για τη συναισθηματική ανάπτυξη των παιδιών, είναι και άμεσα υπεύθυνο τόσο για την πρόληψη όσο και για την έγκαιρη και αποτελεσματική αντιμετώπιση των φαινομένων σχολικού εκφοβισμού.
Για να αποφύγουμε τα περιστατικά βίας στα σχολεία δεν αρκεί η προσπάθεια προστατεύουμε τα θύματα, αλλά πρωτίστως να εξαλείψουμε, στον μέγιστο βαθμό, τη διάθεση των μαθητών να παίρνουν τον ρόλο του θύτη ή και του θεατή.
Άρα το ενδιαφέρον και η προσοχή όλων πρέπει να στρέφονται όχι μόνο στις επιδόσεις του παιδιού, αλλά κυρίως στην ψυχική ισορροπία του, στην κοινωνικοποίησή του, στην ομαλή ένταξή του στο κoινωνικό σύνολο.
Οι δρόμοι μας δεν είναι παράλληλοι αλλά κοινοί, κι επειδή γονείς και εκπαιδευτικοί έχουμε ιερό καθήκον να συντελέσουμε στη διαμόρφωση της προσωπικότητας των παιδιών, οφείλουμε να βρίσκουμε τρόπους να συμπορευόμαστε.
Συναντήσεις, διαδικτυακές ή διά ζώσης, με ομιλητές διαφόρων (πάντα σχετικών με το θέμα) ειδικοτήτων, από την αρχή του διδακτικού έτους, διαφωτίζουν, επεξηγούν και βοηθούν αποτελεσματικά γονείς και εκπαιδευτικούς να προλάβουν φαινόμενα εκφοβισμού στο σχολικό περιβάλλον.
Είναι χρέος του σχολείου να διοργανώνει τέτοιες συναντήσεις κατά τις οποίες θα συζητούνται με τους γονείς όσα τους προβληματίζουν αλλά και οι γονείς έχουν χρέος, αντίστοιχα, να φροντίζουν να συμμετέχουν ενεργά στις συναντήσεις αυτές.
«Κάλλιο το προλαμβάνειν ή το θεραπεύειν» έλεγαν οι αρχαίοι μας πρόγονοι και πόσο δίκιο είχαν.
Ας φροντίσουμε, λοιπόν, τόσο οι γονείς όσο και οι εκπαιδευτικοί να καλλιεργήσουμε έγκαιρα στα παιδιά και στους μαθητές μας, θετική στάση και θετικά συναισθήματα για το σχολείο και τους συμμαθητές τους, που αργότερα θα επεκταθούν σε θετική στάση και συναισθήματα για το κοινωνικό σύνολο και την ίδια τους τη ζωή.
Για παράδειγμα, ως εκπαιδευτικός, οφείλω όταν βλέπω ένα παιδί να κοιτάζει υποτιμητικά ή να σκουντάει τον διπλανό του κοροϊδεύοντας τον συμμαθητή του που λέει μάθημα εκείνη την ώρα, όταν αντιλαμβάνομαι πως μια ομάδα παιδιών συνεχώς αποφεύγει είτε να καθίσει στο ίδιο θρανίο είτε να παίξει στο διάλειμμα με κάποιο συγκεκριμένο παιδί, να μην χάνω χρόνο.
Αμέσως ανοίγω συζήτηση και ανακαλύπτω από την αρχή τι συμβαίνει στο τμήμα που έχω αναλάβει να διδάξω.
Με κανόνες, όρια, αλλά και μέσα από δημιουργικά και εκπαιδευτικά παιχνίδια ή με αφορμή παραμύθια που θα διαβάσουν και θα δραματοποιήσουν στην τάξη, μπορούμε οι εκπαιδευτικοί να εντοπίσουμε, να απαλύνουμε και να εξαλείψουμε ανάλογες τάσεις κάποιων μαθητών, από την αρχή, πριν πάρουν μεγαλύτερη έκταση.
Είναι πολύ βασικό να αντιληφθούν οι μαθητές πως γνωρίζουμε, αντιλαμβανόμαστε τις εντάσεις που υπάρχουν στην τάξη και πως δεν επιτρέπουμε ή δεν συγχωρούμε ακραίες συμπεριφορές.
Πώς και πότε προσεγγίζει ο εκπαιδευτικός τον γονέα και ο γονέας τον εκπαιδευτικό σε περίπτωση που αντιληφθεί ένα περιστατικό βίας;
Αρχικά, ο εκπαιδευτικός καλεί τον γονέα μόλις κρίνει πως υπάρχει ζήτημα στη συμπεριφορά κάποιου μαθητή, όταν π.χ παραβαίνει συχνά κανόνες του σχολείου και του γνωστοποιεί όσα διαπίστωσε, με γνώμονα να βοηθήσουν από κοινού το μεν παιδί -θύτη να διορθώσει τη συμπεριφορά του, το δε παιδί- θύμα να βρει τον τρόπο να αντιμετωπίσει την ενοχλητική συμπεριφορά του συμμαθητή του.
Είτε τα παιδιά βρίσκονται στη θέση του εν δυνάμει θύματος είτε ανακαλύπτουμε πως είναι εν δυνάμει θύτες είτε και θεατές περιστατικών σχολικού εκφοβισμού, τόσο οι γονείς όσο και οι εκπαιδευτικοί οφείλουμε να ενημερώσουμε οι μεν τους δε όσο το δυνατό πιο γρήγορα.
Για να επιτευχθεί αυτό απαιτούνται δυο βασικές παράμετροι – προϋποθέσεις:
Η πρώτη είναι η ορθή εστίαση στα περιστατικά που αναφέρει το παιδί στο σπίτι αλλά και η παρατηρητικότητα των εκπαιδευτικών στο σχολείο.
Δεύτερη σημαντική παράμετρος είναι η ανάπτυξη κλίματος σεβασμού και εμπιστοσύνης ανάμεσα σε γονείς και εκπαιδευτικούς, καθώς και η ειλικρινής διάθεσή τους, ώστε να οδηγηθούν σε μια εποικοδομητική συζήτηση και κυρίως να βρουν από κοινού λύση στα προβλήματα που προκύπτουν.
Επόμενο βήμα είναι να βεβαιωθούμε πως υπάρχει βάσιμος λόγος για τον οποίο πρέπει να μιλήσει ο δάσκαλος στον γονέα ή ο γονέας στον δάσκαλο .
Πρέπει να περιμένει και αν θα επαναληφθεί το περιστατικό να δράσει;
Πώς θα αξιολογήσει αν πρόκειται για πραγματικό εκφοβισμό ή για έναν διαπληκτισμό ή μια διένεξη από εκείνα τα περιστατικά που συμβαίνουν συχνά μεταξύ των παιδιών τα αντιμετωπίζουν και τα επιλύουν μόνα τους, περιστατικά που τα ωριμάζουν και τα διδάσκουν να αντιμετωπίζουν τον συμμαθητή τους σήμερα και αύριο την ίδια τη ζωή;
Σε κάθε περίπτωση είναι προτιμότερο να μιλήσουμε ακόμα κι όταν η ζυγαριά γέρνει προς τον δισταγμό παρά να χάσουμε πολύτιμο χρόνο και να είναι αργά για να διορθώσουμε επικείμενο κακό.
Η εμπειρία μου των 30 περίπου χρόνων στις σχολικές τάξεις, αλλά και από ανάλογη εμπειρία ως μητέρα δυο παιδιών, ωστόσο, έχει καταδείξει πως υπάρχουν και δυο ακραίες περιπτώσεις γονέων. Οι μεν αναφέρουν και το παραμικρό περιστατικό στους δασκάλους των παιδιών τους και οι δε περιμένουν να φτάσει η κατάσταση στο απροχώρητο. Είναι, δυστυχώς, εκείνοι που έρχονται με άγριες διαθέσεις απέναντι στο σχολείο ή στο παιδί που ενόχλησε το παιδί τους.
Δεν είναι σπάνιο τα φαινόμενο γονείς να περιμένουν τους συμμαθητές των παιδιών τους και να τους νουθετούν στο πεζοδρόμιο, εκτός σχολείου.
Όπως δεν είναι σπάνια τα περιστατικά γονείς να συνομιλούν με ένταση και να επιρρίπτουν ευθύνες ο ένας στον άλλον για την κακή ανατροφή και συμπεριφορά των παιδιών τους.
Το πιο σοφό είναι να προσεγγίσει ο γονέας τον εκπαιδευτικό και να του εκθέσει όσα έχουν συμβεί. Είναι σαφώς προτιμότερο να μιλάμε με ειλικρίνεια, ψυχραιμία χωρίς υπερβολές και εξάρσεις για όσα διαπιστώνουμε και μας προβληματίζουν.
Αλίμονο αν προσπαθούμε να πατάξουμε τη βία με βία.
Ας μην ξεχνάμε πως, όταν οι εκπαιδευτικοί δεν είναι αυτόπτες μάρτυρες περιστατικών βίας, δεν μπορούν να βγάλουν ασφαλές συμπέρασμα για το αν ένα γεγονός είναι άξιο συζήτησης με τους γονείς.
Το βασικότερο όλων, λοιπόν, είναι να έχουμε τόσο οι γονείς στο σπίτι, όσο και οι εκπαιδευτικοί στο σχολείο στραμμένη την προσοχή μας σε λεπτομέρειες που υποδηλώνουν την αρχή κάποιας βίαιης συμπεριφοράς.
Κάθε γονέας που αναφέρει στον εκπαιδευτικό ένα περιστατικό ψυχολογικής ή λεκτικής βίας απέναντι στο παιδί του, οφείλει να προσπαθεί να εκτιμήσει τις πραγματικές του διαστάσεις. Ας μην αγνοούμε πως τα παιδιά κάποιες φορές χρησιμοποιούν φανταστικά στοιχεία και πλαισιώνουν ένα πραγματικό γεγονός αλλοιώνοντας το πραγματικό γεγονός και τη σημασία του.
Σε κάθε περίπτωση οι συναντήσεις και συζητήσεις μεταξύ γονέων και εκπαιδευτικών γίνονται αποτελεσματικές μόνο όταν γνώμονάς τους είναι όχι να τιμωρηθεί αλλά να βοηθηθεί ο θύτης να σταματήσει την όποια επιθετική συμπεριφορά του ,ούτε να θυματοποιήσουμε περισσότερο το θύμα ύστερα από ένα άσχημο περιστατικό ,αλλά αντίθετα να το ενισχύσουμε ,να το ισχυροποιήσουμε με αποτέλεσμα να αισθάνεται ότι δεν απειλείται από κανέναν στο σχολικό περιβάλλον .
Επειδή μέχρι να ολοκληρώσει ο μαθητής τη φοίτησή του στο δημοτικό σχολείο, εστιάζουμε στο να αντιληφθεί τα όριά του και να εκπαιδευτεί στο να αντιμετωπίζει πιθανά περιστατικά αρνητικών συμπεριφορών, οι γονείς με τους εκπαιδευτικούς θα πρέπει να δημιουργήσουν ένα κλίμα εμπιστοσύνης και ειλικρίνειας με διεξοδικές συναντήσεις και με στόχο τα παιδιά να βρουν τρόπους επικοινωνίας χωρίς να κάνουν χρήση οποιασδήποτε μορφής βίας.
Οι ενήλικες (εκπαιδευτικοί, κηδεμόνες, φροντιστές) έχουμε ευθύνη. Η έλλειψη ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης και η μη διαθεσιμότητά μας, σε σχέση με τη διαχείριση κρίσεων, η άρνηση αποδοχής και η αποφυγή, δρουν αρνητικά.
Η εμπλοκή των κοινωνικών λειτουργών και των ψυχολόγων των σχολικών μονάδων σε περιπτώσεις παιδιών που διαπιστώνεται ότι υπάρχει λόγος να συναντηθούν με τις αντίστοιχες ειδικότητες, πάντα με τη συναίνεση των γονέων, βοηθά να αντιμετωπιστούν έγκαιρα και αποτελεσματικά παιδιά που χρειάζονται βοήθεια.
Όπως και στην περίπτωση των μαθησιακών δυσκολιών, έτσι και όταν διαπιστωθεί κάποιο περιστατικό που παραπέμπει σε εκφοβισμό ή βία, οι εκπαιδευτικοί μπορούν να συστήσουν αντίστοιχη βοήθεια, ψυχολογική ή ψυχιατρική, σε γονείς και μαθητές.
Η καλύτερη πρόληψη για τον σχολικό εκφοβισμό είναι να προσπαθούμε ως γονείς να στέλνουμε τα παιδιά μας στο σχολείο με θετική διάθεση για τον «άλλο», τον φίλο, τον συμμαθητή, τον διαφορετικό ή ίδιο με εκείνον και ως εκπαιδευτικοί να καλλιεργούμε ανάλογα θετικά συναισθήματα στο σχολικό περιβάλλον με τις δράσεις ,τη στάση και τη μαθησιακή διαδικασία.
Να στέλνουμε τα παιδιά στο σχολείο από ένα περιβάλλον που στηρίζεται στην αγάπη και στην ενίσχυση, με ισχυρή αυτοεκτίμηση, αλλά και με συναίσθηση των ευθυνών τους απέναντι στον εαυτό τους, στους γονείς, τους δασκάλους και στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο.
Και θα πετύχουμε την αποφυγή δυσάρεστων περιστατικών όταν με την ειλικρινή διάθεση συνεργασίας και μέσα από δράσεις και πράξεις μάθουμε να τα αναγνωρίζουμε και να τα εξαλείφουμε από τη γένεσή τους.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το