Θ Plus

Ρούσσα-Στον αλευίτικο τεκέ της Θράκης: Μεγαλιθικοί τάφοι και προϊστορικές βραχογραφίες

Του Κυριάκου Παπαγεωργίου

Εκείνο το πρωί θ’ άφηνα τους μετανάστες στον ύπνο του δικαίου τους, για να αποδράσω σε ένα τοπίο που μου ήταν εντελώς άγνωστο.
Την προηγούμενη το μεσημέρι, στο Σουφλί, ο υποδιοικητής του Αστυνομικού Τμήματος της περιοχής, που με άκουσε με προσοχή με ρώτησε αν ξέρω για τον αλευίτικο Τεκέ που υπάρχει στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα, σε ένα άσημο πομάκικο χωριουδάκι που το έχουν οι Έλληνες βαφτίσει Ρούσσα.
Με το που του λέω όχι, σηκώνοντας τους ώμους, βγάζει το κινητό του και τηλεφωνεί στον Ζακί που είναι, προφανώς, ο φύλακας του Τεκέ…
*
Την άλλη μέρα το πρωί και με τον Θεόφιλο παρέα κινήσαμε για τα βορειοδυτικά σύνορα του Νομού Έβρου.
Κι ενώ την αυγή λαμπύριζε η γαλαζορόδινη κορδέλα τ’ ουρανού προμηνύοντας μιαν ανοιξιάτικη μέρα, όταν μπήκαμε στο αμάξι, δε βλέπαμε μπροστά μας από την ομίχλη.
Ξανακαθάρισε όμως ο καιρός κι αφού έριξε μιαν ευεργετική βροχούλα βγήκαμε στον κάμπο της Δαδιάς με όρεξη να οδηγήσουμε τα δύσκολα χιλιόμετρα, από τον ξενώνα του Πάρκου ώς το πομάκικο χωριό Ρούσσα στην ελληνοβουλγαρική μεθόριο.
Πιάσαμε τον παρέβριο άξονα της Ορεστιάδας και στη διασταύρωση για Μάνδρα, Μικρό Δέρειο στρίψαμε αριστερά παίρνοντας τον δημόσιο δρόμο Α4 που οδηγούσε εγκάρσια στο εσωτερικό του Έβρου, με κατεύθυνση καθαρά δυτική.
Το πρώτο χωριό που συναντήσαμε ήταν η Αγριάνη, αμιγώς πομάκικο χωριό, με το τζαμί και το μουσουλμανικό του νεκροταφείο. Το αμέσως επόμενο ήταν το Πρωτοκλήσι, ιστορικό χωριό, σε ωραία πεδινή έκταση απλωμένο.
Συνεχίσαμε δίχως στάση διασχίζοντας την όμορφη λεκάνη του Δήμου Σουφλίου μέχρι που φτάσαμε ύστερα από 19 χιλιόμετρα σε μιαν εντυπωσιακή σιδερένια γέφυρα, τύπου Μπέλεϋ, διακόσια μέτρα πριν το χωριό Μικρό Δέρειο.
Στην κυκλική πλατεία του είδαμε τρεις διακλαδώσεις: Ο ένας δρόμος οδηγεί στους Μεταξάδες κι ο άλλος στο Μεγάλο Δέρειο. Ο τρίτος ήταν αυτός που ερχόμασταν από το Σουφλί και ο τέταρτος, ο πιο παρακατιανός, ήταν αυτός που μας αφορούσε. Ήταν ένας δρομάκος εγκαταλειμμένος με κακό υπόλειμμα ασφαλτοτσιμέντου που οδηγούσε στα άσημα Πομακοχώρια Ρούσσα, σε 11 χιλιόμετρα και Γονικό, σε 21 χιλιόμετρα, σύμφωνα πάντα με τις ενδείξεις των πινακίδων.
Στα πενήντα μέτρα από την πλατεία μια ταπεινή πινακιδούλα έγραφε προς Ρούσσα και Γονικό.
Τα πρώτα χιλιόμετρα ήταν υποφερτά, αλλά τα επόμενα καθώς πλησιάζαμε στη Ρούσσα, μπαλωμένα ή ξηλωμένα από ύπουλες μικρές λακκούβες και παντός είδους παγίδες που μας ανάγκασαν να πηγαίνουμε με είκοσι χιλιόμετρα την ώρα, για να μη σακατέψουμε τ’ αμορτισέρ.
Ξέχασα να πω ότι στην έξοδο του Μικρού Δέρειου προς Ρούσσα είδαμε και μια ευμεγέθη πινακίδα της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας που μιλούσε για Μεγαλιθικούς Τάφους και Βραχογραφίες του 11ου αιώνα π.Χ. στην κατεύθυνση προς τη Ρούσσα.

Μεγαλιθικός τάφος έξω από τη Ρούσσα

Οδηγώντας με οκτάρια και μικρή έως μηδαμινή ταχύτητα φτάσαμε στην είσοδο ενός πανέμορφου ημιορεινού δάσους από κέδρα και βελανιδιές που έδινε τη αίσθηση προστατευμένου δρυμού. Φτάνοντας στη διασταύρωση με το Ε/Φ Ρούσσας παρατηρήσαμε την πινακίδα που έδειχνε δεξιά σε χωμάτινη παράκαμψη τους Μεγαλιθικούς Τάφους.
Στρίψαμε, αλλά στην πορεία μας ανοίγονταν πολλοί δασικοί και δευτερεύοντες τέτοιοι δρόμοι που μας αποπλάνησαν έτσι ώστε να γυρίσουμε πίσω. Γυρίζοντας είδαμε ένα τρακτέρ που ανασκολόπιζε τα τρυφερά χώματα των παρυφών του δάσους. Σταματήσαμε, κάναμε νεύμα στον οδηγό να του μιλήσουμε κι εκείνος, ήρθε κοντά μας με το τρακτέρ, μας άκουσε και μας συμβούλεψε να γυρίσουμε διακόσια μέτρα πίσω, να διεισδύσουμε στο δεξί πρανές του δρυοδάσους και στην κορυφούλα που θα βγούμε ύστερα από περπάτημα τριών λεπτών θα δούμε τον έναν από τους πολλούς μεγαλιθικούς τάφους της μυκηναϊκής αρχαιότητας.
Ήταν όπως μας τα είπε. Κάναμε όχι διακόσια, αλλά τετρακόσια μέτρα πίσω, προς Δέρειο, αλλά ήταν τρία λεπτά περπάτημα ώς την υποτυπώδη κορυφούλα ενός ήπιου λόφου όπου τα μάτια μας αντίκρισαν ένα τετράγωνο πλαίσιο χοντρών σχιστόλιθων, συγκροτούμενο από τέσσερις μεγαλιθικές πλάκες μήκους τριών περίπου μέτρων η καθεμιά και ύψους ογδόντα εκατοστών του μέτρου.
Το ερώτημα που γεννιέται είναι πού βρέθηκαν άνθρωποι της προϊστορικής εποχής (γεωμετρικής περιόδου), για να κατοικήσουν αυτόν τον απομακρυσμένο τόπο και να φτιάξουν τέτοιο κατασκεύασμα που για να μετακινηθεί χρειάζεται σήμερα τουλάχιστον μια μπουλντόζα με ειδικόν ανυψωτήρα.
*
Συνεχίσαμε τη διαδρομή μας για τη Ρούσσα, ανάμεσα από φριχτές παγίδες οδοστρώματος, ωσότου να μπούμε στο απόμακρο Πομακοχώρι της Εβρίτικης εσχατιάς.
Στην είσοδο του χωριού μας υποδέχεται ο Σουλεϊμάν, ένας συμπαθέστατος αγρότης που δηλώνει απόφοιτος της Παιδαγωγικής Ακαδημίας Θεσσαλονίκης.
Μας δίνει πληροφορίες για το χωριό, το μοναστήρι, καθώς και τη διαδρομή για τις Βραχογραφίες.
Σε 3,5 χιλιόμετρα από τη Ρούσσα, με πολύ καλύτερο οδόστρωμα και ανηφορίζοντας πάντα μέσα σε δάση βελανιδιάς, φτάνουμε στην περίφημη – και διάσημη στον Μουσουλμανικό κόσμο – Μονή Τεκέ του Σεΐτ Αλί Σουλτάν.
Ο Τεκές του Σεΐτ, αλευίτικος με μπεκτασήδες μοναχούς αποτελείται από σωρεία κτηριακών εγκαταστάσεων. Σήμερα είναι ανακαινισμένος και διατηρεί την ταυτότητα του μοναστηριού, αλλά ολόκληρος ο εσωτερικός χώρος έχει φύρδην μίγδην τσουμπλέκια, έτσι ώστε να μην προδίνει την ταυτότητα του Ιερού Χώρου. Αντίθετα δείχνει ότι πρόκειται για ένα πολυδύναμο αγροτικό κονάκι, με όλα τα στοιχεία του παραδοσιακού οικήματος, τα υποστατικά και τα παραγώνια.
Στην είσοδο δεν μας περιμένει ο Ζακί, αλλά ο πατέρας του, ο Μουσλήμ, ένας γλυκύτατος 65άρης Πομάκος, που προθυμοποιείται να μας δείξει τα πάντα. Και βέβαια μας μπάζει σε όλα τα κονάκια, στους χώρους Προσευχής, στους τάφους, μέχρι τα κοτέτσια και τις παμπάλαιες κρήνες και το εστιατόριο, καθώς εδώ γίνεται μια φορά τον χρόνο το Ραμαζάνι και πλακώνει πολύς κόσμος από πολλά μέρη του κόσμου.
Ο Τεκές Σεγίτ Αλή Σουλτάν που φέρεται να χτίστηκε το 1401 μ.Χ. (804 έτος εγίρας) έπαιξε τεράστιο ρόλο στα μουσουλμανικά πράγματα μέχρι τουλάχιστον το 1739 μ.Χ.
*

Ο τάφος του Σεΐτ Αλί Σουλτάν

Ο Τεκές που είναι γνωστός και ως Τεκές της Ρούσσας ή Μοναστήρι της Ρούσσας θεωρείται στην ιεραρχία των Μουσουλμανικών Ιερών τέταρτος στον μουσουλμανικό κόσμο και φυσικά προστατεύεται και από την ελληνική Πολιτεία, ανάλογα με τη σημασία και την ιστορική και θρησκευτική σπουδαιότητά του.
Βρίσκεται ανάμεσα στα άλλοτε αποκαλούμενα δερβενοχώρια του Έβρου, Μεγάλο Δέρειο, Ρούσσα και Γονικό, είναι οθωμανικός αλευίτικος τεκές (δηλαδή τόπος συνάθροισης δερβίσηδων, συγκεκριμένα του τάγματος των Μπεκτασήδων). Θεωρείται ως ο παλαιότερος των Βαλκανίων και το ένα από τα δυο σημαντικότερα κέντρα του Μπεκτασισμού.
Ο σουλτάνος Βαγιαζήτ ο Α’ παραχώρησε το 1399 τον συγκεκριμένο χώρο για μυστηριακές συνάξεις (Meydan Evi).
Η Οθωμανική επιγραφή στην είσοδο του Ιερού Χώρου γράφει στα τουρκικά: «Ανοικοδομήθηκε από τον Δερβίση Αλή προκειμένου να γίνει άγιος…».
Η Μονή δυστυχώς υπέστη πολλές καταστροφές, αλλά χάρη στην επέμβαση της Ένωσης Πανεπιστημιακών Αποφοίτων Μειονότητας Δυτικής Θράκης στον Οργανισμό της Ευρώπης διασώθηκε και ανακαινίστηκε. Με τη χρηματοδότηση του Συμβουλίου της Ευρώπης κι ευρωπαϊκά κεφάλαια, έγινε και ο δρόμος τουλάχιστον από τη Ρούσσα έως εδώ.
Η Μονή πανηγυρίζει την ημέρα του Αγίου Γεωργίου, κοινή γιορτή για ορθόδοξους και αλεβίτες, παρουσία, εκτός των άλλων, και του μητροπολίτη Διδυμοτείχου, Ορεστιάδας και Σουφλίου.
Πριν αναχωρήσουμε από τον Τεκέ ρίχνουμε μια τελευταία ματιά και βλέπουμε ένα μεγάλο πλην γηρασμένο δέντρο, που όπως μας λέει ο Μουσλήμ είναι μουριά ηλικίας 600 ετών. Γύρω από τη μουριά βρίσκονται διασκορπισμένα η κουζίνα, το κονάκι, ένας τουρμπές (ταφικό μνημείο) το Μeydan Evi (χώρος προσευχής) και διάφοροι τάφοι σεΐχηδων (πνευματικών, σοφών και δερβίσηδων).
*

Ο Μουσλήμ ανηφορίζει για τη βραχογραφία της Ρούσσας

Ο Μουσλήμ μόλις ακούει που ρωτάμε πώς θα πάμε στις Βραχογραφίες, προθυμοποιείται να μας συνοδεύσει γιατί αλλιώς δεν θα τις βρούμε.
Έτσι τον παίρνουμε μαζί μας και ξεκινάμε για την εσχατιά των συνόρων, ν’ ανεβούμε στο βουνό της Βυρσίνης, στην κορυφή του οποίου γίνονται κάθε χρόνο παλαιστικοί αγώνες.
Σε απόσταση επτάμιση χιλιομέτρων από τον Τεκέ ο Μουσλήμ μου κάνει νεύμα να σταματήσω. Δεξιά μου βλέπω μια πινακίδα της Αρχαιολογικής που γράφει «Βραχογραφία προϊστορική 1.100 – 900 π.Χ.».
Κατεβαίνουμε κι ο Μουσλήμ μας λέει ακολουθείστε. Τραβάμε ένα κακοτράχαλο ανηφορικό μονοπάτι πάνω στη βραχουριά και σε πέντε λεπτά βλέπουμε τον Μουσλήμ να μας περιμένει. Βρίσκεται ακριβώς πάνω από έναν κεκλιμένο βράχο, δύο επί ένα, που στην επίπεδη επιφάνειά του είναι σκαλισμένα κάποια ιερογλυφικά ή κάτι παρόμοιο.
Στη συνέχεια παρατηρώ τον Μουσλήμ ν’ ανηφορίζει κι άλλο μέσα στο βελανιδόδασο και να κατευθύνεται σε μιαν άλλη μεμονωμένη βραχόπετρα καλώντας μας να τη δούμε. Είναι ένας μικρότερης διάστασης σχιστόλιθος, στη ράχη του οποίου είναι χαραγμένα μερικά ιερογλυφικά σχήματα
Είναι απίθανο αυτό που αντικρίζουν τα μάτια μας. Σε ένα τοπίο επιεικώς αφιλόξενο βρέθηκαν τα προϊστορικά χρόνια κάποιοι άγνωστοι, «απολίτιστοι», «βάρβαροι» ίσως, έχοντας όμως γνώση κάποιας γραφής, να σκαλίσουν κάποια νοήματα της εποχής, και να διασώσουν τον επίκαιρο τότε λόγο τους, που πέρασε στους αιώνες φτάνοντας μέχρις εμάς…
*
Από την πλαγιά που βρίσκονται τα δυο επιβραχωμένα γραφήματα ο Μουσλήμ μας δείχνει την κορυφογραμμή του όρους Βυρσίνη, όπου ανάμεσα σε κέδρα και βελανιδιές υψώνουν ανάστημα αρκετές ανεμογεννήτριες. Εκεί πάνω η τοποθεσία απoκαλείται «Χίλια» και διεξάγονται οι παλαιστικοί αγώνες.
Δεν έχουμε χρόνο να προσεγγίσουμε την κορυφή Χίλια, γιατί πρέπει να επιστρέψουμε στην τοποθεσία «Σαρπηδονία» που καλύπτει μιαν ωραία και μεγάλη έκταση, η οποία χαράζει ταυτόχρονα και τη συνοριογραμμή Ελλάδας – Βουλγαρίας.
Θα περπατήσουμε σε αυτή τη λωρίδα για λίγο, όσο μας παίρνει ο χρόνος, οι συνθήκες και η μορφολογία του εδάφους και στη συνέχεια θα βάλουμε μπρος για την επιστροφή μας στον «πολιτισμό» της πολιτικής διαφοράς, ανάμεσα σε Έλληνες, Τούρκους, Ευρωπαίους και Μετανάστες της Ασιατικής ενδοχώρας…

Μάρτης του 2020

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το