Οικονομία

Reuters: Οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι επενδυτές στην Ελλάδα

Στις δυσκολίες που πολλές φορές αντιμετωπίζουν τα επενδυτικά μεγάλα και σημαντικά επενδυτικά πρότζεκτ στην Ελλάδα αναφέρεται δημοσίευμα του ειδησεογραφικού πρακτορείου Reuters.

Το δημοσίευμα ξεκινά με την περίπτωση του Μάικ Αγγελιάδη από τη Νέα Υόρκη, ο οποίος ήθελε να δημιουργήσει θέρετρο γκόλφ στην ιδιαίτερη πατρίδα του, τη Ρόδο εδώ και 25 χρόνια. Ενώ ο Αγγελιάδης κέρδισε κρατικό διαγωνισμό σύμφωνα με τον οποίο του δόθηκε η δυνατότητα να δημιουργήσει την παραθαλάσσια επένδυση οι αρχές κήρυξαν ολόκληρη την περιοχή αρχαιολογικό χώρο. Τώρα ολόκληρο το σχέδιο να επενδυθούν πάνω από 400 εκατομμύρια ευρώ έχει αναβληθεί. «Ακόμα περιμένουμε απάντηση από το Υπουργείο για το τι σκοπεύουν να κάνουν», σημειώνει χαρακτηριστικά.

Το δημοσίευμα προσθέτει πως “η ανάκαμψη της Ελλάδας βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στις ξένες επενδύσεις. Πριν από επτά χρόνια ξεκίνησε ένα πρόγραμμα ιδιωτικοποίησης για να εξασφαλίσει 50 δισεκατομμύρια ευρώ για το σχεδόν χρεοκοπημένο κράτος. Μέχρι σήμερα η χώρα έχει φτάσει μόλις τα 4,4 δισεκατομμύρια, ενώ οι κυβερνητικοί επικριτές λένε ότι η υπερβολική γραφειοκρατία είναι ένας σημαντικός λόγος για την άθλια αυτή απόδοση”.

Ακόμη πιο χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Ελληνικού, στο οποίο τα τελευταία 16 χρόνια, τα παλιά τερματικά έχουν παραμείνει εγκαταλειμμένα σε μια καταπράσινη πεδιάδα τριπλάσια του μεγέθους του Μονακό, μαζί με τους εγκαταλελειμμένους θαλάμους αθλοπαιδιών που χρησιμοποιήθηκαν για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004, αναφέρει χαρακτηριστικά το δημοσίευμα του Reuters.

“Υποστηριζόμενος από τους επενδυτές της Κίνας και του Κόλπου, η εταιρία Lamda πρότεινε ένα σχέδιο ύψους 8 δισ. ευρώ για την ανέγερση ενός από τα μεγαλύτερα παραθαλάσσια θέρετρα της Ευρώπης μεγέθους 620 εκταρίων (1.532 στρέμματα). Το έργο επρόκειτο να αλλάξει τα δεδομένα για την Ελλάδα, φέρνοντας εκατοντάδες χιλιάδες τουρίστες και δημιουργώντας 75.000 θέσεις εργασίας σε μια χώρα όπου η ανεργία εξακολουθεί να υπερβαίνει το 20 τοις εκατό. Ο ΣΥΡΙΖΑ διαμαρτυρήθηκε έντονα για τη χορήγηση μίσθωσης 99 ετών σε κρατική ιδιοκτησία, ενώ ήταν στην αντιπολίτευση, θέλοντας να μετατρέψει την περιοχή σε δημόσιο πάρκο. Στη συνέχεια, αφού κέρδισε την εξουσία το 2015, αναγκάστηκε να υποχωρήσει στην ιδεολογική απόρριψη της ιδιωτικοποίησης και δέχτηκε την ανάπτυξη με μια τρίτη διεθνή συμφωνία διάσωσης για την Ελλάδα”, τονίζεται στο άρθρο.

Η κοινοπραξία Lamda, η οποία περιλαμβάνει τον κινεζικό όμιλο Fosun και τον κατασκευαστή της Eagle Hills με έδρα το Αμπου Ντάμπι, ήλπιζε να αρχίσει τις εργασίες μέχρι τον Ιούνιο. Ωστόσο, τα αρχαιολογικά και δασικά ζητήματα έχουν καθυστερήσει την υποβολή του σχεδίου και την έναρξη της διαδικασίας χορήγησης αδειών, δήλωσε εκπρόσωπος της Lamda στο Reuters. Η διαδικασία εκτιμάται ότι θα διαρκέσει περίπου εννέα μήνες οπότε τώρα η επιχείρηση δεν μπορεί να φτάσει στο οικόπεδο πριν τον Απρίλιο του επόμενου έτους, τονίζει ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρίας Οδυσσέας Αθανασίου.

Η Lamda πέρασε τρεις μήνες πέρυσι προσπαθώντας να πείσει τις αρχές ότι ο διάδρομος του αεροδρομίου που χρησιμοποιήθηκε για 60 χρόνια δεν ήταν μνημείο. Σχεδιάζει επίσης να εγκαταστήσει ένα πάρκο που καλύπτει το ένα τρίτο περίπου του χώρου, αλλά το έργο εξακολουθεί να «βαλτώνει». Από το 2011, η ιδιωτικοποίηση γενικά έχει σημειώσει αργή πρόοδο υπό διάφορες κεντροαριστερές, κεντροδεξιές και τεχνοκρατικές κυβερνήσεις.

Όπως αναφέρεται στο δημοσίευμα, ενώ η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ έστειλε διφορούμενα μηνύματα για το Ελληνικό, σε δηλώσεις του στο Reuters ο υφυπουργός Οικονομίας αναφέρει ότι το έργο αποτελεί προτεραιότητα. Η Lamda παρουσίασε ένα λεπτομερές σχέδιο για το Ελληνικό τον περασμένο μήνα, ξεκινώντας από μια δημόσια διαβούλευση και άλλες ενέργειες που υποτίθεται ότι θα ολοκληρωθούν με το διάταγμα.

“Η πρόοδος είναι ζωτικής σημασίας για την ενθάρρυνση περισσότερων επενδυτών να συμμετάσχουν στο έργο του καθώς και σε άλλα αντίστοιχα”, συνοψίζει ο κ. Αθανασίου, καταλήγοντας με νόημα πως “κάθε μέρα υπάρχει καθυστέρηση, η χώρα δεν έχει την ευκαιρία να γίνει όχι μόνο τουριστικό αξιοθέατο, αλλά και επενδυτικό και πολιτιστικό”.

Πηγή: The TOC

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το