Τοπικά

“Οι διχασμοί, προϊόντα ιστορικών συνθηκών” – Ο Βαγγέλης Καραμανωλάκης μιλά στη «Θ» για το βιβλίο του

Το βραβευμένο από την Ακαδημία Αθηνών για το έτος 2019 βιβλίο του Βαγγέλη Καραμανωλάκη «Ανεπιθύμητο παρελθόν – Οι φάκελοι κοινωνικών φρονημάτων στον 20ό αι. και η καταστροφή τους» (εκδόσεις Θεμέλιο) παρουσιάζεται την Τετάρτη 5 Φεβρουαρίου και ώρα 7.00 μ.μ. στο κτίριο Ματσάγγου του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Με αφορμή την παρουσίαση ο αναπληρωτής καθηγητής της Θεωρίας και Ιστορίας της Ιστοριογραφίας στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας και πρόεδρος του Ιστορικού Αρχείου του Πανεπιστημίου Αθηνών μιλά σήμερα στη «Θεσσαλία».

Τον Αύγουστο του 1989, λίγους μήνες πριν από την πτώση του Τείχους και ενώ η ελληνική κοινωνία συγκλονιζόταν από το σκάνδαλο Κοσκωτά, η κυβέρνηση ΝΔ-ΣΥΝ, η μοναδική κυβέρνηση συνεργασίας Δεξιάς-Αριστεράς στον 20ό αιώνα, αποφάσισε την καύση περίπου 17.500.000 ατομικών φακέλων κοινωνικών φρονημάτων που διατηρούσε η Ασφάλεια. Έτσι η Ελλάδα, στο τέλος του Ψυχρού Πολέμου, έγινε η πρώτη και μόνη διεθνώς χώρα που προχώρησε στην καταστροφή αυτής της σκοτεινής κληρονομιάς ενός αυταρχικού παρελθόντος.

«Ανεπιθύμητο παρελθόν. Οι φάκελοι κοινωνικών φρονημάτων στον 20ό αι. και η καταστροφή τους» ο τίτλος του βιβλίου που παρουσιάζεται στον Βόλο την Τετάρτη 5 Φεβρουαρίου και ώρα 7.00 μ.μ. στο κτίριο Ματσάγγου. Πείτε μας λίγα λόγια για αυτό.

Το βιβλίο αποτελεί έναν αναστοχασμό για αυτό που θα ονομάζαμε «δύσκολο» ή «τραυματικό» παρελθόν και τη διαχείρισή του από τις μεταγενέστερες γενιές. Αλλιώς, θα λέγαμε ότι είναι μια διαφορετική ιστορία του ελληνικού 20ού αιώνα, το κοίταγμά του από μια άλλη οπτική γωνία. Η αφήγηση ξεκινά από την καταστροφή των φακέλων κοινωνικών φρονημάτων των πολιτών, τον Αύγουστο του 1989, από την πρώτη κυβέρνηση συνεργασίας Νέας Δημοκρατίας – Συνασπισμού, την πρώτη και μόνη δηλαδή κυβερνητική συνεργασία Αριστεράς – Δεξιάς στον 20ό αιώνα. Για τους νεότερους σημειώνω ότι οι φάκελοι, οι οποίοι ήταν αποτέλεσμα παρακολούθησης από τις αρχές ασφαλείας, περιείχαν μια σειρά από στοιχεία για τη ζωή των πολιτών, κυρίως των αριστερών: Πολιτικά φρονήματα, κοινωνικές συμπεριφορές και συναναστροφές, προσωπικές σχέσεις κ.ά. Από τον φάκελό σου εξαρτιόταν αν μπορούσες να εργαστείς, να πάρεις δίπλωμα αυτοκινήτου, να ταξιδέψεις στο εξωτερικό, να σπουδάσεις κ.ά.
Η καταστροφή του 1989 συνδέθηκε με τη νομοθετική αναγνώριση της πολεμικής αναμέτρησης της περιόδου 1946-1949 ως εμφυλίου πολέμου και όχι ως ανταρσία ή συμμοριτοπόλεμου όπως ήταν ώς τότε καταγραμμένος στα κρατικά έγγραφα. Στο βιβλίο επιχειρώ να ερμηνεύσω αυτή την καταστροφή, που αποτελεί μια μοναδική παγκόσμια πρωτοτυπία, στο πλαίσιο της εποχής, αλλά και διατρέχοντας την ιστορία των φακέλων στον ελληνικό 20ό αιώνα.

Τριάντα χρόνια πριν, μέσα στον καπνό των καμένων φακέλων από την υψικάμινο της Χαλυβουργικής έσμιξαν τραυματικές μνήμες, κουτσουρεμένες ζωές, μαζί με ελπίδες και νέους ορίζοντες προσδοκιών που γεννούσε το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Τι προσφέρει στη γνώση του ιστορικού παρελθόντος το βραβευμένο από την Ακαδημία Αθηνών σας «Ανεπιθύμητο παρελθόν, Οι φάκελοι κοινωνικών φρονημάτων στον 20ό αι. και η καταστροφή τους»;

Σε σχέση με τη γνώση του ιστορικού παρελθόντος, το βιβλίο αποτελεί, θεωρώ, την πιο συστηματική, στην πραγματικότητα, τη μόνη ιστορία των φακέλων κοινωνικών φρονημάτων στον 20ό αιώνα. Προσφέρει, λοιπόν, μια σειρά από νέα στοιχεία για την οργάνωση και τη λειτουργία αυτού του θηριώδους μηχανισμού ελέγχου των πολιτών. Παράλληλα μέσα από τη συζήτηση για τη διαχείριση των φακέλων στη Μεταπολίτευση φωτίζει πλευρές της περιόδου 1974-1989, μιας περιόδου μείζονων αλλαγών σε πολιτικό και κοινωνικό πεδίο. Υπάρχει όμως και κάτι παραπάνω που, θέλω να ελπίζω, κομίζει: Έναν αναστοχασμό για τη δεύτερη ζωή των πραγμάτων, για την ανάγκη να ξανασκεφτούμε το πως η ζωή μας καθορίστηκε και καθορίζεται ακόμη και σήμερα από τις υλικές κληρονομιές ενός δύσκολου παρελθόντος. Υλικές κληρονομιές που ακόμη και αν καταστρέφονται, αφήνουν βαθιά τα ίχνη τους στη ζωή μας.

Τον Αύγουστο του 1989, λίγους μήνες πριν από την πτώση του Τείχους και ενώ η ελληνική κοινωνία συγκλονιζόταν από το σκάνδαλο Κοσκωτά, η κυβέρνηση ΝΔ-ΣΥΝ, η μοναδική κυβέρνηση συνεργασίας Δεξιάς-Αριστεράς στον 20ό αιώνα, αποφάσισε την καύση περίπου 17.500.000 ατομικών φακέλων κοινωνικών φρονημάτων που διατηρούσε η Ασφάλεια. Ήταν παράλληλα και μία κίνηση συμφιλίωσης που έδειχνε τον δρόμο για το μέλλον;

Η καταστροφή των φακέλων προβλήθηκε από την κυβέρνηση συνεργασίας Νέας Δημοκρατίας – Συνασπισμού ως η κορυφαία κίνηση εθνικής συμφιλίωσης σε συνδυασμό με την αναγνώριση του εμφυλίου πολέμου. Και όντως η αναγνώριση ήταν μια σημαντική πράξη, η καταστροφή όμως όχι. Επιτρέψτε μου να γίνω λίγο πικρός. Ακόμη και εάν η καύση των φακέλων έδειχνε τον δρόμο της συμφιλίωσης, αυτόν δεν τον ακολουθήσαμε. Οι πολιτικές συγκρούσεις συνεχίστηκαν με αμείωτη ένταση και εκτοξεύθηκαν εκατέρωθεν κατηγορίες όπου και πάλι ανακατεύθηκε το παρελθόν. Ας το πούμε αλλιώς. Την ώρα που όλοι αναγνώριζαν το τραυματικό παρελθόν, λέγαν δηλαδή ότι ναι σφαχτήκαμε μεταξύ μας και μπορούμε πλέον να συμφιλιωθούμε, καταστρέψανε και όλα τα τεκμήρια που θα μπορούσαν να μας βοηθήσουν να καταλάβουμε το γιατί.

Η Ελλάδα, στο τέλος του Ψυχρού Πολέμου, έγινε η πρώτη και μόνη διεθνώς χώρα που προχώρησε στην καταστροφή αυτής της σκοτεινής κληρονομιάς ενός αυταρχικού παρελθόντος. Ποιοι είναι οι λόγοι που οδήγησαν στη συγκεκριμένη εξαίρεση;

Οι λόγοι είναι πολλοί και αλληλοδιαπλεκόμενοι. Καταρχάς οι φάκελοι στην ελληνική περίπτωση δεν έγιναν ποτέ παρελθόν. Ενώ τυπικά είχαν σταματήσει να συμπληρώνονται από το 1974, όλοι πίστευαν, και όχι άδικα, ότι οι αρχές ασφαλείας συνέχιζαν να τους χρησιμοποιούν. Κατά δεύτερο λόγο, κανείς δεν είχε εμπιστοσύνη ότι το κράτος θα μπορούσε, όπως ήταν η άλλη πρόταση, να τους κρατήσει απόρρητους για να τους χρησιμοποιήσουν αργότερα οι ιστορικοί. Τρίτον, στην Ελλάδα η αποκατάσταση των πολιτών που είχαν διωχθεί, είχε γίνει με πολιτικά μέσα – αναφέρομαι στη νομιμοποίηση του κομμουνιστικού κόμματος το 1974 και την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης (1982) και του Εμφυλίου (1989) – δεν χρειάζονταν τα αποδεικτικά των διώξεών τους. Από την άλλη πλευρά ήταν πολλές οι υπηρεσίες που είχαν εμπλακεί στη συμπλήρωση των φακέλων και χιλιάδες οι πολίτες που δεν θα ήθελαν τέτοιες αποκαλύψεις. Ας βάλουμε και μια άλλη παράμετρο 1989, η ελπίδα για ένα παγκόσμιο ξεκίνημα. Γκλάσνοστ, περεστρόικα, το ζοφερό παρελθόν μπορούσε να καταστραφεί. Με άλλα λόγια: Ο φόβος, η κούραση, αλλά και η ελπίδα που αχνοφαινόταν, εξηγούν, μαζί με άλλα που προσπαθώ να παραθέσω στις σελίδες αυτού του βιβλίου, τη μοναδική αυτή καταστροφή.

Γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στη διάσωση του φακέλου του Λεωνίδα Κύρκου. Τι προσθέτει στην ιστορική γνώση η διάσωση και άλλων φακέλων επωνύμων;

Σώθηκαν, με κυβερνητική απόφαση, περίπου 2.000 «επώνυμων» πολιτών. Τι μπορούμε να μάθουμε από αυτούς; Στοιχεία για τις ζωές των παρακολουθούμενων πολιτών και τα δίκτυα που είχαν δημιουργήσει, στοιχεία για τη λειτουργία των σωμάτων ασφαλείας, τη νοοτροπία και την ιδεολογία τους. Στο βιβλίο υπάρχει ακόμη ένας φάκελος, εκείνος του Λ.Π. (ψευδώνυμο). Αυτός κατά τη γνώμη μου είναι ακόμη πιο ενδιαφέρων από του Κύρκου. Γιατί μας δείχνει πως αυτές οι «κρεατομηχανές» που είχαν στηθεί όλα αυτά τα χρόνια, επηρέασαν, κάποτε κατέστρεψαν, τις ζωές των «απλών» ανθρώπων, εκείνων που δεν τους προστάτευσε η επωνυμία τους.

Ο διχασμός είναι ένα από τα μεγάλα, επικίνδυνα μειονεκτήματα της ελληνικής φυλής; Πώς αποτυπώνεται σε χρόνια οικονομικής κρίσης; Πώς και γιατί πρέπει να ξεριζωθεί;

Ευτυχώς ή δυστυχώς ο διχασμοί δεν είναι ποτέ απόρροια κάποιας φυλετικής καταγωγής, στην οποία άλλωστε προσωπικά εγώ δεν πιστεύω. Οι διχασμοί είναι προϊόντα ιστορικών συνθηκών. Ο εμφύλιος πόλεμος το 1821, ο Εθνικός Διχασμός το 1915, ο εμφύλιος 1946-1949 συνδέθηκαν με μεγάλα κοσμοϊστορικά γεγονότα που ανέτρεψαν τις προηγούμενες ισορροπίες, δημιούργησαν νέες προσδοκίες και επιθυμίες, διέρρηξαν την εσωτερική συνοχή. Το φαινόμενο δεν είναι ελληνικό. Ας σκεφτούμε τους εμφυλίους που ακολούθησαν λ.χ. τη Γαλλική ή την Οκτωβριανή Επανάσταση. Ποιο είναι αυτό που μπορεί να μας προσφέρει η μελέτη τους; Τη δυνατότητα να κατανοήσουμε τους λόγους που τελικά επέτρεψαν αυτή την εσωτερική σύγκρουση, να καταλάβουμε πού κόπηκαν οι αρμοί της επικοινωνίας, πώς η διαμάχη έφτασε στα άκρα. Αντέχουμε να το συζητήσουμε αυτό; Αντέχουμε κάθε φορά να παραδεχθούμε λάθη, να μελετήσουμε σε βάθος το τι συνέβη, το ποιος έφταιξε; Η ιστορία έχει και ενοχές και πένθος. Αν δεν πενθήσουμε πραγματικά, πώς θα μπορέσουμε να πάμε παρακάτω; Με ρωτάτε για το σήμερα και για μια περίπου δεκαετή εμπειρία οικονομικής κρίσης, μέσα στην οποία συνέβησαν πολλά που δίχασαν την ελληνική κοινωνία. Μπορούμε να συζητήσουμε πραγματικά για όλα όσα συνέβησαν; Για τα λάθη, τις διαψεύσεις, τις κατηγορίες, για το ποιος είναι προδότης ή ανεύθυνος; Αν κάτι έχουμε ανάγκη είναι, κατά τη γνώμη μου, η ανάπτυξη μιας κουλτούρας διαλόγου που λείπει. Όχι για να καλύψουμε τις υπαρκτές πολιτικές διαφορές και στοχεύσεις κάτω από ένα πέπλο «εθνικής συμφιλίωσης». Αλλά για να έχουμε ανοιχτές τις βαλβίδες του ατμού, ώστε το καζάνι τελικά να μη σκάσει.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το