Πολιτισμός

“Ό,τι την ψυχή αγγίζει, ο νους δεν το μαλώνει…” – Οδοιπορικό στην Κωνσταντινούπολη: Έξι αιώνες, σχεδόν, μετά

Γράφει ο Απόστολος Παντσάς

Όσο πιο σιμά κάποιος στην ύπαρξή της έρχεται, τόσο πιο πολύ το χνώτο της ευωδιάζει Ιστορία. Όσο πιο πολύ την περιδιαβαίνει, διαπιστώνει πόσο αυτή έχει αποκρυσταλλωθεί στη μνήμη κι έχει μείνει ακούνητη, αναλλοίωτη, ανελέητη. Οι δρόμοι της Πόλης αναδύουν εικόνες και οι ορίζοντές της φωτίζονται από τις ματαιωμένες δόξες και μουντώνουν από τις σκιές που άφησαν πίσω τους.
Από σύμπτωση ή από πρόθεση τούτη την Τετάρτη της άφιξης, λες και είχε μαζέψει όλο το Μαύρο από τα παλιά σκούρο να βάψει τον ουρανό και με τον λυπητερό ήχο της βροχής, δάκρυα ακατάσχετα τους παλιούς λυγμούς να παρηγορήσει. Η πόλη των Βυζαντινών ένα θηρίο ανήμερο πια είχε γίνει. Τα καινούργια στίφη απλώθηκαν σε κάθε στεριά, σε κάθε λιμάνι, σε κάθε σπιθαμή, με τη βοή τους, και με τις πενταπλές προσευχές τους, του Βοσπόρου τους αγέρηδες γέμισαν με του Αλλάχ τον αυστηρό μοιρολόι.
Κωνσταντινούπολη, γη των λυγμών, των απραγματοποίητων ιδεών, των ονείρων που επιμένουν ζωντανά να μένουν, έξι σχεδόν αιώνες τώρα, στο μυαλό όλων των γενεών λες και τούτη τη φαντασίωση την παίρνουμε με το γάλα που βυζαίνουμε, λες και από την κοιλιά της μάνας μας τα κύτταρά μας τα ποτίζει ένα αόρατο χέρι με μύθους και ιστορίες, αλήθειες και ψέματα, με εικόνες και στιγμές που όσα χρόνια και να περάσουν, όσο Ορθολογισμό να καταναλώσουμε αντί να ξεθωριάσουν αυτά δυναμώνουν και θεριεύουν όπως θεριεύουν τα όνειρα τα απραγματοποίητα που ψυχώσεις και εμμονές γίνονται. Να γιατί μόλις πατήσεις πόδι στη Κωνσταντινούπολη, έστω και αν για πρώτη φορά πας σκέφτεσαι: «Ήρθα πάλι». Ποτέ δεν νοιώθεις επισκέπτης, τουρίστας. Η ψυχή σου λέει να νιώσεις νοικοκύρης, αφέντης γιατί αυτή μόνιμα αναστατωμένη είναι από την πρώτη στιγμή, γιατί το μυαλό σου και το κορμί σου ανατριχιάζουν στην κάθε γωνιά, με την κάθε εικόνα. Το θυμικό σου αρνείται να έρθει στο σήμερα. Περπατάει ανάποδα στον Χρόνο και καταργεί το Τώρα και εναγωνίως ψάχνει ορθόδοξες μελωδίες, βυζαντινούς χιτώνες και δικέφαλους αετούς. Ασυναίσθητα τρυπώνει το αλλοπρόσαλλο Σήμερα στο ομιχλώδες μεγαλοπρεπές και απώτατο Τότε. Αγνοεί, το διάτρητο από μιναρέδες, μουεζίνηδες, κόκκινες σημαίες και μισοφέγγαρα Τώρα και ψάχνει πίσω από κάθε γωνία, στις προσόψεις των παλιών κτιρίων, στις πέτρες τις αρχαίες, στα απομεινάρια των Τειχών το πατρογονικό αποτύπωμα που θα κατευνάσει την αναστάτωση και θα καλμάρει τη φουρτούνα που, έξι αιώνες σχεδόν πριν, σήκωσε στον Βόσπορο.
Κι αν το ένα μου μισό στο τώρα γυροφέρνει, το άλλο μου Φράγκους, σταυροφόρους και Τούρκους ακόμη πολεμάει, την άμμο στην κλεψύδρα της Ιστορίας να σταματήσει, στης τραγωδίας την κορύφωση να μη φτάσει.

Η Παναγία στην Αγιά Σοφιά

Κι όταν η νύχτα πάνω από την Πόλη ήρθε και φωτίστηκαν οι δρόμοι και οι βιτρίνες στην πλατεία Ταξίμ και στη Μπεσίκτας, ένας μανδύας ευρωπαϊκός πιο οικείος άρχισε να καλύπτει τις γωνιές και τις εικόνες που πλήγωναν και τις μνήμες που φύτρωναν. Αυτοκίνητα μεγάλου κυβισμού, ζευγαράκια πιασμένα από το χέρι, sushi bar και ευρωπαϊκά ρεστοράν, πλάι στα ντονέρ, στα μύδια και τα κοκορέτσια σε χάρτινα ποτήρια «take away», όλα μαζί στο μίξερ της νύχτας φτιάχνουν μια άλλη εικόνα, φτιάχνουν τη σημερινή Ιστάμπουλ. Καταχώνιασα βαθιά τις άλλες σκέψεις, και πάνω στα χνάρια της αλήθειας άρχισα να μαθαίνω την καινούργια περπατησιά στη Πόλη. Για βραδινό Μύδια Ντολμά ( mydie dolma) σε πρόχειρο στέκι του δρόμου, ένα street food εξαιρετικά λαδερό (όπως σχεδόν όλα) όχι ιδιαίτερα νόστιμο εξαιρετικά δημοφιλές όμως. Μπακλαβά στο Όρτακιοι, πλάι στο επιβλητικό τζαμί κάτω από την φαντασμαγορική, κυρίως τη νύχτα, γέφυρα του Βοσπόρου ένα από τα μεγαλύτερα κατασκευαστικά έργα της σύγχρονης Τουρκίας. Οι δρόμοι πηγμένοι στο κόσμο έως αργά το βράδυ. Σιραγκάν, Ντολμά Μπακτσέ, Λιμάνι, Γέφυρα του Γαλατά μια ανθρώπινη αεικίνητη αλυσίδα να τα ενώνει έως τις πρωινές ώρες. Τα πιο λαϊκά μαγαζιά για φαγητό κλείνουν 3 και 4 η ώρα τη νύχτα. Μια πόλη που μέχρι να κοιμηθεί ξυπνάει και είναι πάλι στους δρόμους. Μια πόλη 24 εκατομμυρίων κατοίκων μονίμως στην τσίτα.

Η γέφυρα του Βοσπόρου με το τζαμί του Όρτακιοι

Δυο δρόμους πριν τον πύργο του Γαλατά, ένα καφενεδάκι μια σταλιά, «Papadopoulos caffee». Μια ελληνική σταγόνα στο πουθενά. Μπήκα μέσα. Δυο παχουλές κυρίες έψαχναν στο facebook. Παράγγειλα καφέ και την τυρόπιτα που διαφήμιζαν. «Πώς και Παπαδόπουλος;» ρώτησα. Με σπαστά αγγλικά μού είπαν ότι το κτίριο κάποτε ανήκε σε Έλληνες που ονομάζονταν έτσι. Βρήκαν το όνομα όμορφο και μουσικό και το διατήρησαν. Αυτοί Τούρκοι! Καμία σχέση! Στον πύργο του Γαλατά η θέα απίστευτη. Από τον Βορρά το Χρυσό Κέρας, ο Κεράτιος, σαν υδάτινο μαχαίρι καρφωμένο στα παΐδια της Ευρώπης, κατεβάζει τα ανήσυχα νερά του φουριόζικα και στροβιλίζεται στην αγκαλιά της θάλασσας του Μαρμαρά και μετά μαζί στο μεγάλο μπουγάζι, το Βόσπορο. Και πάνω σε αυτό το υδάτινο κέντημα ατέλειωτα καράβια, ασταμάτητα να κουβαλάνε ανθρώπους και εμπορεύματα. Από τον πύργο του Γαλατά νομίζεις ότι έχεις τα πάντα στην άκρη των δάκτυλων σου. Αγιά Σοφιά, Μπλε Τζαμί, Τέμενος Σουιμανιγιέ, τείχη Θεοδοσίου, λίγο παραπίσω, Τοπ Καπί, Φανάρι, Μεγάλη του Γένους Σχολή, κόκκινη, επιβλητική. Στους δρόμους μυρμηγκιές τα μιλιούνια, πολύχρωμα και πολύβουα να γεμίζουν βαπόρια και τραμ και αυτοκίνητα, τα μαγαζιά και τις αγορές.

Παζάρι των μπαχαρικών

Μετά το… υποχρεωτικό balik ekmek (ψαρόψωμο) και το συνοδευτικό του tursu (τουρσί δε ξύδι σε πλαστικό ποτήρι), στην προκυμαία του Εμινoύνου η επίσκεψη στο παζάρι των Μπαχαρικών (misir tsarsi) είναι αναπόφευκτη, έστω και αν δεν υπάρχει καμιά πρόθεση για αγορά μπαχαρικών. Η εικόνα μοναδική, ο χώρος ανεπανάληπτος να θυμίζει μοιραίως την ταινία «Πολίτικη κουζίνα». Μια γερή ανηφόρα θα βγάλει στη κορυφή του λόφου και στο πλάι της Αγιάς Σοφιάς όπου η ατελείωτη ουρά στα εκδοτήρια δεν αποθαρρύνει κανέναν. Ο χώρος μέσα, επιβλητικός και κυρίαρχος στο μυαλό μας, «τραυματίζεται» από τις σκαλωσιές (που δεκαετίες είναι εκεί), τις μακροχρόνιες παρεμβάσεις αποκατάστασης και τα ρητά του Μωάμεθ δίκην κονκάρδας στους τοίχους πλάι στα ψηφιδωτά στο «μουσείο» κατά τα άλλα της «Αγιάς Σοφιάς». Τα φαγωμένα από τους αιώνες μάρμαρα του δαπέδου μαρτυρούν τη φθορά που αγγίζει υλικά και άυλα χωρίς εξαιρέσεις. «Ένα συνεχές σούρσιμο πάνω τους τουριστών από κάθε γωνιά του πλανήτη, θαμπώνει πρόσκαιρα τη Ιστορικότητα και την Αγιότητα του χώρου. Για τον Έλληνα πάλι είναι αλλιώς. Άσχετα με το μορφωτικό επίπεδο του καθενός, άσχετα με τα πολιτικά πιστεύω του, άσχετα με το αν θρησκεύεται ή όχι, όταν την πόρτα της Αγιάς Σοφιάς διαβεί, ένα ανεπαίσθητο σύγκρυο διαπερνά το κορμί του, χωρίς να μπορεί να το ερμηνεύσει. Λες και ακούει τις οπλές των αλόγων στο πλακόστρωτο. Λες και βλέπει στις ράχες τους αυτοκράτορες και αυλικούς να καβαλάνε. Λες και στα ρουθούνια του φτάνει η μυρωδιά από το λιβάνι που στα θυμιατά καίει. Λες και οι από αιώνες στοιβιασμένες μνήμες και θλίψεις στο έμπα στην εκκλησιά λευτερώνονται και σαν αναθυμιάσεις παραισθησιογόνου το μυαλό και τη λογική διαφεντεύουν. Όταν τη πόρτα της Αγιάς Σοφιάς διαβείς το μέσα σου δάκρυ, θέλοντας και μη, το δένδρο της αιώνιας μνήμης θα ποτίσει και αειθαλές θα το κάνει. Είναι ένα υπαρξιακό προσκύνημα, για το μυαλό του μέσου Έλληνα αυτό το προσκύνημα στην Αγιά Σοφιά και δεν είναι ούτε θρησκευτικό, αλλά ούτε και αλυτρωτικό. Με έναν μεταφυσικό τρόπο με αυτήν την βουτιά στο αρχεγονικό πατρογονικό παρελθόν, ίσως θέλει να επιβεβαιώνει την ύπαρξή του και να εξορκίσει ένα κακό μέλλον.

Όψεις της σύγχρονης Τουρκίας

Δυο χιλιόμετρα πιο πάνω περίπου αντιστέκεται ακόμη ο άλλος σπασμένος καθρέφτης όπου διαθλάται το παρελθόν μας. Στο Φανάρι, Πατριαρχείο, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Πίσω από μια βιτρίνα αίγλης και κύρους ελλοχεύει η περιθωριοποίηση και η ανοχή των κρατούντων. Σε μια γειτονιά που όχι τυχαία φθίνει και υποβαθμίζεται το Πατριαρχείο και η Μεγάλη του Γένους Σχολή μοιάζουν βαρκούλες σε ωκεανό. Μοιάζουν εγκλωβισμένα σε έναν αλλότριο μικρόκοσμο. Το πηγαινέλα των Ελλήνων (αλλά και Ρώσων και Σέρβων τουριστών) δείχνει νάναι το μόνο στοιχείο ικμάδας αφού το ελληνο-ορθόδοξο στοιχείο της πόλης γερνάει και φθίνει.
Επόμενο «υποχρεωτικό» πέρασμα είναι η Μεγάλη Οδός του Πέραν, η σημερινή Ιστικλάλ η οποία δείχνει να την έχει αγγίξει ελάχιστα ο χρόνος. Ο δρόμος επιβλητικός, φαρδύς, ήταν η ψυχή του Οθωμανικού Ελληνισμού. Τα περισσότερα κτίρια (αρτ ντεκώ και πιο σύγχρονα), ανήκαν σε Έλληνες εμπόρους που είχαν φτιάξει μια θαυμαστή πόλη μέσα στην Πόλη. Με μια εντυπωσιακή εκκλησία στο κάτω μέρος της πλατείας Ταξείμ, την Αγία Τριάδα του Σταυροδρομίου, χτισμένη το 1867, οι Ορθόδοξοι είχαν βάλει τη στάμπα τους στην περιοχή. Λευκή, επιβλητική, δεσπόζει ακόμη και σήμερα στον χώρο. Μετά την καταστροφή της το 1955 ξαναλειτούργησε το 2003 μόνον που ζωντανεύει από τους επισκέπτες και σπανίως από τους πιστούς. Στις 6 Σεπτεμβρίου 1955 οι Έλληνες και οι Αρμένιοι της Πόλης υπέστησαν ένα αδυσώπητο πογκρόμ, είχαν τη δικιά τους «νύχτα των κρυστάλλων». Σε απάντηση για τη βόμβα που εξερράγη στο σπίτι που γεννήθηκε ο Κεμάλ Ατατούρκ στη Θεσσαλονίκη, οι Τούρκοι ξεκλήρισαν τον Ελληνισμό της Πόλης. Στη συνέχεια απεδείχθη ότι ήταν προβοκάτσια, αλλά η Ιστορία είχε ήδη γραφτεί. Σήμερα στην Ιστικλάλ πολλά παλιά αρχοντικά παραμένουν σκελετοί ρημαγμένοι, ακόμη από τότε. Λίγα έχουν αναπαλαιωθεί και πολλά έχουν γίνει μαγαζιά αφού ο πεζόδρομος παραμένει η εμπορική καρδιά της Πόλης. Η στοά των λουλουδιών, στοά Χρηστάκη (Cite de Pera), χτισμένη το 1876, είναι ένα εντυπωσιακό κτίριο με λουλουδάδικα και ταβέρνες. Εκεί μπορεί να δοκιμάσει το balik cocorec (ψάρι κοκορέτσι), ένα πιάτο από τριμμένο ψάρι, ντομάτα, πιπεριές, καρυκεύματα, σερβιρισμένο σε κεραμικό.

Ο πύργος του Γαλατά

Η κουζίνα αδυσώπητα βαριά θυμίζει έντονα εκείνη της μάνας μας. Πίσω από αυτήν την απλοϊκή σκέψη έρχεται η άλλη: Πόσο τελικά τα τόσα χρόνια της σκλαβιάς μάς φόρτωσαν με ένα σωρό συνήθειες, χούγια, λέξεις, συμπεριφορές που στο τέλος ξεχάσαμε ότι δεν ήταν δικά μας. Η κουζίνα είναι ένα πεδίο όπου χωρίς παρωπίδες μπορεί να δει αυτήν την αλήθεια.
Η σημερινή Ιστάμπουλ είναι ένα τεράστιο χωνευτήρι όπου η πανσπερμία των Τούρκων (βαθιά Ανατολή, παράλια Μικράς Ασίας, Κούρδοι, επαναπατρισθέντες από Θράκη) αναζητά οξυγόνο και χώρο ύπαρξης διατηρώντας τα επιμέρους χαρακτηριστικά τους.

Ο πύργος του Λέανδρου

Η Ιστορία, η γεωγραφική θέση, η αύρα της Κωνσταντινούπολης, προσδιόρισε και τη φυσιογνωμία της Ιστάμπουλ. Έξι, παρά κάτι, αιώνες σχεδόν μετά την άλωση, συναντάς τριγύρω την οσμή του μύθου που άφησε πίσω του το Βυζάντιο και αυτό αποτελεί το βασικό συστατικό της σαγήνης που εκπέμπει η Πόλη ακόμη και σήμερα.

Φορητή καντίνα στα καραβάκια του Βοσπόρου
Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το