Άρθρα

“Κοινωνικές διακρίσεις στον θάνατο”

του Γιάννη Πολυμενίδη*

Το κοιμητήριο, είναι ένας μικρόκοσμος, μια μικρογραφία του πραγματικού κόσμου. Μπορεί να δει κάποιος τις προκαταλήψεις, τις δομές εξουσίας και τις προτιμήσεις του πραγματικού κόσμου, που αντικατοπτρίζονται στη μορφή του κοιμητηρίου (Francaviglia 1971). Οι κοινωνικές διακρίσεις, ανά φύλο, ηλικία, τάξη ή εθνικότητα, ήταν πάντοτε αναγνωρίσιμες στη διαδικασία διάθεσης των νεκρών. (Jupp 1997). Τα κοιμητήρια, αλλά και οι διαδικασίες ταφής, είναι ένα μέσο με το οποίο οι κοινωνίες διαιωνίζουν τις κοινωνικές τους διακρίσεις μετά τον θάνατο.
Γράφοντας για τα νεοκλασικά κοιμητήρια του 19ου αιώνα, ο Kselman επισημαίνει ότι η οργάνωσή τους αντικατόπτριζε τις ταξικές δομές. Οι πλουσιότεροι πολίτες μπορούσαν να αντέξουν οικονομικά τις μόνιμες παραχωρήσεις στις οποίες κατασκεύαζαν περίτεχνους τάφους, αλλά οι φτωχότεροι περιοριζόντουσαν σε κοινούς τάφους που συχνά επαναχρησιμοποιούνταν μετά από μια περίοδο μόλις πέντε ετών (Kselman 1993). Αυτό φυσικά αντιστοιχεί και στο καθεστώς των οικογενειακών τάφων στην Ελλάδα σήμερα, όπου αυτοί που «μπορούν», πληρώνουν 10.000 και 20.000 ευρώ και αγοράζουν μονούς και διπλούς μόνιμους τάφους, ενώ οι άλλοι που δεν «μπορούν», περιορίζονται σε απλούς τάφους.

Σε σχετικό εγχειρίδιο του 1631, στην αποικιακή Βιρτζίνια, αναφέρονταν: «Ο τάφος θα πρέπει να κατασκευάζεται σύμφωνα με την ιδιότητα και τον βαθμό του εκλιπόντος, έτσι ώστε να είναι οποιοσδήποτε σε θέση να διαπιστώσει από τον τάφο σε ποια θέση ανήκε ο νεκρός» (Yalom 2010). Ενώ για τις ανώτερες τάξεις, χρησιμοποιούσαν υλικά όπως μάρμαρο, γρανίτη, μπρούτζο, που συνήθως εισήγαγαν από την Αγγλία, για την «τάξη των μετρίων» και των υπηρετών, χρησιμοποιούσαν απλές ξύλινες ταφόπλακες, ή και τίποτα (Yalom 2010).
Παραδόξως, η εκάστοτε θρησκεία ή θρησκευτικό δόγμα, είναι βασικός παράγοντας διακρίσεων στον θάνατο. Δεν είναι σπάνιο το γεγονός, ότι σε μια πόλη (και σε έναν πολιτισμό), η οποία χωρίζεται από βαθιές αιρετικές γραμμές, όπως το Μπέλφαστ, τα ταφικά έθιμα και οι πρακτικές είναι επίσης πολύ διαφοροποιημένες, όπως η ύπαρξη χωριστών κοιμητηρίων για τους Καθολικούς και τους Προτεστάντες. Ακόμη και σε περιοχές όπου υπάρχει μόνο ένα δημοτικό κοιμητήριο και για τους δύο, τότε είναι αυτονόητη μια αυστηρή κατανομή του χώρου σε χωριστούς χώρους. Στις περιοχές αυτές υπάρχουν συχνά αιχμηρές διαφορές μεταξύ κάποιων Προτεσταντικών αιρέσεων, όπως οι Αγγλικανοί και οι Πρεσβυτεριανοί. Ο Lindsay Prior δίνει παραδείγματα χαρτών από διάφορα κοιμητήρια στην πόλη, δείχνοντας πώς κατανέμονται οι χώροι ανά περίοδο, ανά θρησκεία, ακόμη και ανά «κοινωνική αξία». Στον χάρτη του νεκροταφείου Carnmoney, υπάρχουν όχι μόνο διαφορετικοί χώροι για τους Καθολικούς, τους Αγγλικανούς, τους Εβραίους και τους Διαφωτιστές, αλλά υπάρχουν επίσης συνηθισμένοι τάφοι για τους φτωχούς. Όπως επισημαίνει ο Prior, «Στην ύπαρξη αυτών των χωριστών περιοχών, μπορούμε να δούμε την δύναμη της θρησκείας, στην οργάνωση και τη δομή, τόσο τον κόσμο των ζωντανών όσο και τον κόσμο των νεκρών» (Worpole 2003).

Η ταφή τη νύχτα ήταν ένας άλλος τρόπος υποβάθμισης μιας κηδείας. Στο Προτεσταντικό νεκροταφείο στη Ρώμη (γνωστό επίσης ως αγγλικά κοιμητήριο, ή μη Καθολικό, η ακόμη και Κοιμητήριο των Ξένων), για παράδειγμα, η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία απαιτούσε όλες οι ταφές να γίνονται τη νύχτα, μέχρι το δεύτερο μισό του δέκατου ένατου αιώνα, ενώ παράλληλα, απαγορευόταν κάθε είδους θρησκευτική μαρμάρινη επιγραφή, που υποδήλωνε την πιθανότητα ζωής μετά τον θάνατο ή της ελπίδας του Παραδείσου, καθώς η Καθολική Εκκλησία επέμενε ότι εκτός της δικής της πίστης, δεν υπήρχε δυνατότητα σωτηρίας (extra ecclesiam nulla salus ήταν η παπική απαγόρευση) (Worpole 2003).
Αλλά και στις χριστιανικές εκκλησίες του Βυζαντίου, υπήρχαν διακρίσεις. Στα υπαίθρια κοιμητήρια που υπήρχαν, πέριξ των κοιμητηριακών βασιλικών ή των μαρτυρίων, κυριαρχούσαν δύο τύποι τάφων, ο μακεδονικός καμαρωτός και ο κτιστός κιβωτιόσχημος. Αυτοί οι τύποι, χρησιμοποιούνταν από την αστική και τη μεσαία τάξη, ενώ οι λαϊκές τάξεις και οι αγροτικοί πληθυσμοί ενταφιάζονταν σε λακκοειδείς ή καλυβίτες τάφους και τα νήπια σε εγχυτρισμούς (Μαρκή 2002).
Οι κανόνες φυλετικού αποκλεισμού ήταν επίσης συνηθισμένοι σε πολλά ιδιωτικά κοιμητήρια στην Αμερική, στις αρχές του εικοστού αιώνα, όπως το Forest Lawn, του οποίου οι κανονισμοί επέμεναν ότι «δεν επιτρέπεται η ταφή οποιουδήποτε σώματος ή τέφρας οποιουδήποτε σώματος, εκτός από το ανθρώπινο σώμα της φυλής του Καυκάσου». Τέτοιοι αποκλεισμοί υπήρχαν μέχρι και μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο (Worpole 2003).

Η απαίτηση για τη νυχτερινή ταφή, συνηθιζόταν επίσης στις αμερικανικές σκλαβωμένες πολιτείες τον 19ο αιώνα, καθώς θεωρήθηκε ότι η ταφή κατά τη διάρκεια της ημέρας θα διέκοπτε τη σειρά της εργασίας, ενώ η ταφή κατά τη διάρκεια της νύχτας επέτρεπε επίσης στους δούλους από γειτονικές φυτείες να παρακολουθήσουν τις τελετές και τις τελετουργίες.
Στα μέσα του 20ου αιώνα, οι μαύροι είχαν αποκλειστεί από τα περισσότερα κοιμητήρια των λευκών, τόσο στον Βορρά όσο και στον Νότο. Πολλά ιδιωτικά κοιμητήρια στην Καλιφόρνια, δεν δέχονταν μαύρους και Ασιάτες μέχρι και το 1959, οπότε αναγκάστηκαν εκ του νόμου να το κάνουν. Για πολλούς αιώνες στην Αμερική, αλλά και σε όλο τον κόσμο των νεκρών, επικρατούσαν θρησκευτικές και εθνοτικές προκαταλήψεις, όπως ακριβώς και στον κόσμο των ζωντανών (Yalom 2010).
Ακόμη και στις διαδικασίες ταφής (τελετουργικά) εμφανίζονταν οι ταξικές διαφορές. Η χρήση άμαξας συγκεκριμένα για τη μεταφορά νεκρών εφαρμόζονταν σε παγκόσμιο επίπεδο και αποτελούσε μέσο αντικατοπτρισμού της κοινωνικής θέσης των ανθρώπων. Για παράδειγμα, οι άμαξες με ένα άλογο και ελάχιστο στολισμό συμβόλιζε τις κατώτερες τάξεις, ενώ άμαξες με δύο άλογα και στολισμό με φτερά (κατά τη Βικτοριανή Περίοδο) συμβόλιζε τον πλούτο και τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα.

Άλλη περίπτωση διακρίσεων κατά την τελετή, ήταν για παράδειγμα, ότι τον 17ο αιώνα, στη Μασαχουσέτη και στη Βιρτζίνια, ρίχνονταν ομοβροντίες προς τιμή ηγετικών μελών της κοινότητας. Η ποσότητα της πυρίτιδας που χρησιμοποιούσαν, αποτελούσε ένδειξη της κοινωνικής θέσης του εκλιπόντα (Yalom 2010).
Φυσικά, ούτε τα εβραϊκά νεκροταφεία δεν γλίτωσαν από αυτό το είδος διακρίσεων. Σύμφωνα με τον Talmud, οι εχθροί στη ζωή δεν θα πρέπει να θάβονται δίπλα-δίπλα, ούτε οι «κακοί να βρίσκονται δίπλα στους δίκαιους».

* τοπογράφου μηχ. – υποψ. διδάκτορα
Πολεοδομίας Χωροταξίας,
αν. διευθυντή κοιμητηρίων Δήμου Βόλου

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το