Άρθρα

“Δικτάτορες”

Tου Νικόλαου Δ. Παπαπέτρου, δικηγόρου

Οι δικτάτορες, ιστορικά και τουλάχιστον στο αρχικό στάδιο, προέκυψαν ως επιλογή, κακή μεν, αλλά αναγκαία, προς προστασία της Δημοκρατίας. Ως εξαίρεση, η δικτατορία είχε περιορισμένη διάρκεια (ενιαύσια στη Ρωμαϊκή Δημοκρατία), που γρήγορα όμως επεκτάθηκε, όχι με επιλογή των δημοκρατικών σωμάτων (συγκλήτου, κοινοβουλίων), αλλά των ιδίων των δικτατόρων, που όλοι τους – αναιξερέτως – ουδέποτε επετέλεσαν το υποτιθέμενο προστατευτικό «έργο» τους, αλλά εστόχευσαν (πάντα) στην κατάλυση της δημοκρατίας, με πρώτο διδάξαντα τον ίδιο τον Καίσαρα.

Τούτη η εισαγωγή γίνεται για να καταδειχθεί ότι οι δικτατορίες δεν προέρχονται από παρθενογένεση, αλλά από τα σπλάχνα της δημοκρατίας μας, την ανοχή της οποίας εκμεταλλεύονται και τις αδυναμίες της οποίας, αν δεν τις υποδαυλίζουν, τις προβάλλουν ως αιτιολογία της εξαιρετικής, αλλά απαραίτητης αποδοχής της εκτροπής.
Η πρώτη και πανομοιότυπη επίκληση, περί της «επιβαλλόμενης» παρέκκλισης, είναι η ανάγκη διορθώσεως του «παλαιού και σάπιου πολιτικού αναστήματος», ωσάν οι ίδιοι οι δικτάτορες να ήταν αμέτοχοι του φαινομένου τούτου και να αγωνίζονταν συνεχώς για την αποτροπή της παρακμής. Βεβαίως, η κατάληξη είναι πάντα η ίδια. Απόλυτη σήψη και απόλυτη διάλυση της κοινωνίας στο τέλος της δικτατορίας.

Το δεύτερο χαρακτηριστικό είναι η απροσδιόριστη διάρκεια, δεδομένου ότι, κατά τους δικτάτορες, ο χρόνος αποκατάστασης της σήψης παραμένει απρόβλεπτος. Έτσι, π.χ. στην Ισπανία (Φρανθίσκο Φράνκο) έφτασε τα 35 έτη, στην Πορτογαλία (Σαλαζάρ) τα 45 έτη, στη Βραζιλία (Βάργκας) τα 20 έτη, στην Ελλάδα (1967 – 1974) τα επτά ή τα τέσσερα (Μεταξάς, 4η Αυγούστου 1936) κ.ο.κ. Το ενδιαφέρον και ταυτόχρονα γελοίο δεν είναι αυτό, αλλά ότι, και με την πάροδο του χρόνου, η δικαιολογητική βάση της δικτατορίας παραμένει η ίδια. Η εξυγίανση του «σάπιου» πολιτικού συστήματος!!! Αν βέβαια, όπως συνήθως συμβαίνει, αντί του πολιτικού συστήματος σαπίζει η ίδια η κοινωνία, με ευθύνη των δικτατόρων, για τους τελευταίους αυτό παραμένει αδιάφορο.
Επειδή η καταγραφή των ιδιαιτεροτήτων και χαρακτηριστικών της δικτατορίας είναι άκρως δυσχερής και απαιτεί σοβαρή ανάλυση και μελέτη, επιλεκτικά αναφέρονται κάποια στη συνέχεια, όχι προς υποβοήθηση της ιστορικής μνήμης, αλλά προς τωρινό πολιτικό προβληματισμό. Έτσι:

Στη δικτατορία οι δημοκρατικοί θεσμοί δεν απαξιώνονται απλώς – τούτο είναι ο στόχος – αλλά χλευάζονται. Τα κοινοβούλια (ή και τα δημοτικά συμβούλια) αφενός θεωρούνται περιττά, αφετέρου δε, κι όταν διακοσμητικώς λειτουργούν, μετατρέπονται σε καφενεία, αρένες, θέατρα και γενικώς σε χώρους συνεύρεσης προς εκτόνωση (κάθε είδους).
Οι αντιθέτως δρώντες και κυρίως οι διαφορετικώς σκεπτόμενοι απειλούνται, διώκονται ή τιμωρούνται. Οι απειλές, κατά κανόνα, δεν γίνονται εμφανώς, αλλά μέσω γνωστών – αγνώστων, οι δε διώξεις ενίοτε προσλαμβάνουν και νομιμοφανή μορφή, διά της υποβολής αλλεπάλληλων μηνύσεων (έως οικονομικής εξοντώσεως) σε βάρος των εχόντων την τόλμη κριτικής έργων και λόγων.

Οι αρχικώς στηρίζοντες τους δικτάτορες είναι άτομα άγνωστα στην κοινωνία και κυρίως περιθωριακά, κινούμενα στις παρυφές της νομιμότητας. Γρήγορα όμως οι κόλακες της εξουσίας και κυρίως οι τυχοδιώκτες προστρέχουν προς υποστήριξη. Συντηρητικής προσέγγισης σε πρώτη φάση, εκ του φόβου μήπως ο αόρατος εχθρός θέσει σε κίνδυνο αιώνιες αξίες (πατρίδα, οικογένεια, θρησκεία, ιδιοκτησία!!!). Ακολουθούν οι εκ πεποιθήσεως στηρίζοντες την εκάστοτε εξουσία. Στη συνέχεια όμως η διάβρωση είναι οριζόντια, περιλαμβάνοντας υποστηρικτές απ’ όλο το πολιτικό και κοινωνικό φάσμα, πρόθυμους ακόμη και να θεωριτικοποιήσουν την υποστήριξη αυτή (βλ. περίπτωση Γεωργαλά, επί δικτατορίας Παπαδόπουλου).

Τη δικτατορική εξουσία νομιμοποιούν με τη θέση τους και τη στάση τους πλείστοι εκπρόσωποι των θεσμών της καταλυθείσας δημοκρατικής πολιτείας, παρέχοντας έτσι νομιμοποιητική βάση στο νέο καθεστώς. Έτσι, π.χ. στη δικτατορία του 1967 – 1974, πρώτος πρωθυπουργός ορίσθηκε ο κ. Κόλιας (Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) κ.ο.κ. Τη φασιστική Ιταλία και τη ναζιστική Γερμανία υποστήριξαν επιφανείς εκπρόσωποι της επιστήμης και των τεχνών, όπως καθηγητές ιατρικής (Μέγκελε, με γνωστά πειράματα), καθηγητές νομικής και διαπρεπείς ποινικολόγοι (Hans Frank, με γνωστές θέσεις), διαπρεπείς μουσικοί (Χέρμπερτ φον Κάραγιαν) και συγγραφείς (Έζρα Πάουντ, Λουίτζι Πιραντέλο, κ.ο.κ.).

Ο πολιτικός λόγος αν δεν ξεπερνάει, μεταπίπτει στα όρια του γελοίου, με χρήση φράσεων όχι απλών λαϊκών, αλλά αγοραίων. Η ανάγκη π.χ. αντιμετωπίσεως της φθοράς του παλαιού καθεστώτος παρουσιάστηκε στη δικτατορία του 1967 ως ανάγκη θέσεως του ασθενούς σε «γύψο» (σχετικές και άλλες, ευφάνταστες τέτοιες παρομοιώσεις). Οι ύβρεις όχι μόνο γίνονται ανεκτές ως μέσον πολιτικής έκφρασης, αλλά επιδοκιμάζονται ως ανώτερη έκφραση πολιτικού λόγου και ως απόσταγμα μέγιστης πολιτικής σκέψης. Ομοίως και οι ασυναρτησίες, οι πομφόλυγες και τα φληναφήματα!!!

Ο υποτιθέμενος «εχθρός», που δικαιολογεί την ανάγκη της εκτροπής για την «προστασία» μας, είναι συνήθως «αόρατος», φανταστικός και εν πολλοίς επινοημένος, όπως και ο ανάλογος κίνδυνος. Ιστορικά, ως συνήθεις εχθροί – κίνδυνοι έχουν χαρακτηρισθεί οι μειονότητες (Εβραίοι, αθίγγανοι), οι πολιτικώς αντιφρονούντες (κουμουνιστές κ.λπ.) οι έχοντες διαφορετικές επιλογές ή συμπεριφορά (π.χ. ομοφυλόφιλοι). Η αιτιολογία πανομοιότυπη, ότι δηλαδή είναι μέρος του «διεφθαρμένου πολιτικού συστήματος», το οποίο στηρίζουν και το οποίο υπηρετούν «πολιτικοί απατεώνες».

Μαζί με τον διωγμό κάθε είδους διαφορετικότητας (ανθρώπων, πράξεων, σκέψεων) δικαιολογείται η παρέκκλιση. Η αιτία της όποιας κακοδαιμονίας είναι πάντα οι άλλοι (τσιγγάνοι, ομοφυλόφιλοι κ.λπ., οι οποίοι οπωσδήποτε «φταίνε»). «Εκτός από τη μισαλλοδοξία και καταδίκη των μη συνηθισμένων σεξουαλικών συνηθειών, από την αγνότητα έως και την ομοφυλοφιλία, ο φασισμός συνεπάγεται την απόλυτη περιφρόνηση των γυναικών» (Ουμπέρτο Έκο, Δοκίμια για τον φασισμό, με αναφορά στα 14 κοινά χαρακτηριστικά του). Ο ερωτισμός είναι μόνο για τις γυναίκες των αλλουνών. Οι τελευταίες πρέπει να τον επιδεικνύουν (σε καλλιστεία ή σε άλλου είδους δημόσιες εμφανίσεις, συνήθεις σε τέτοιες περιόδους) και να τον αποδεικνύουν. Οι δικές μας πρέπει να επιτελούν «τον ιερόν επί της γης σκοπόν της γυναικός, τον οποίον και πρέπει να υπενθυμίζομεν» (Ροΐδης «Πάπισσα Ιωάννα»). Εάν βέβαια ο σκοπός αυτός επιτυγχανόταν και διά της «αμώμου» συλλήψεως, ακόμη καλύτερα!!! Και προς αποφυγήν ανέλεγκτων καταστάσεων, επιλέγουμε ακόμη και τα της εμφάνισής τους, επιβάλλοντας έως και το μήκος της φούστας τους (διάταγμα δικτατορίας Πάγκαλου). Παρόλο βεβαίως που οι γυναίκες δεν αποτελούν μειονότητα, αλλά την πλειοψηφία του πληθυσμού. Και μέχρις εδώ, όλα καλά (ας πούμε!!). Το να ευτελίζονται όμως και να χλευάζονται οι γυναίκες και οι τελευταίες να χειροκροτούν αλαλάζοντας, επί τη υπενθυμίσει ότι μέρος εξ αυτών διακονεί το αρχαιότερον λειτούργημα (κατά αστεϊζόμενο ρητορεύοντα ηγέτη), αποτελεί μείζον ζήτημα, απορίας άξιον!

Ο πολιτισμός μετατρέπεται σε θέαμα ή μάλλον το θέαμα σε πολιτισμό. Και μάλιστα όχι λαϊκό θέαμα, αλλά πομπώδες και αμφιλεγόμενο, στοχεύον ατομικώς μεν στην τέρψη της ψυχής συλλογικώς δε στην ανάταση του έθνους (ή της πόλεως). Χαρακτηριστικές οι αρματοδρομίες επί δικτατορίας των συνταγματαρχών στο Παναθηναϊκό στάδιο της Αθήνας, με νεαρές επιβαίνουσες επί των αρμάτων ενδεδυμένες με χλαμύδα, προς υπενθύμιση της συνέχισης του γένους. Αντίστοιχες εκδηλώσεις και επί δικτατορίας Μεταξά. Οι λαϊκοί – για την ακρίβεια λαϊκίζοντες – αοιδοί αποτελούν πρωτοπορία, επί τη θέα των οποίων το εκστασιαζόμενο πλήθος παραληρεί. Στους λοιπούς καλλιτέχνες (κάθε είδους) υπενθυμίζεται δημοσίως η προσωρινότητά τους, σε αντίθεση με τους «αυθεντικούς λαϊκούς», που η διαχρονικότητά τους παραμένει αναμφισβήτητη.

Και επειδή βεβαίως το ποδόσφαιρο αποτελεί βασικό μέρος του πολιτισμού, του αποδίδεται βαρύνουσα σημασία. Γι’ αυτό και η μόνη Ελληνική ομάδα που κατάφερε ν’ αγωνιστεί σε τελικό κυπέλου πρωταθλητριών ομάδων Ευρώπης (σημερινό champion league) το «επέτυχε» μεσούσης της δικτατορίας των συνταγματαρχών (το 1971). Επίσης, άλλη εθνική ομάδα (της Αργεντινής) κατέκτησε το παγκόσμιο κύπελλο το έτος 1978, επί δικτατορίας Βιντέλα, αποκλείοντας προηγουμένως με 6-0 την εθνική ομάδα του Περού!! Περίεργες φήμες περί «στησίματος» αγώνων στις ανωτέρω περιόδους δεν επιβεβαιώνονται!!! Εξάλλου, ο γράφων στη μεν πρώτη περίπτωση ήταν μικρός και δεν θυμάται (οι μεγαλύτεροι απλώς διάβαζαν), στη δε δεύτερη ήταν λίγο μεγαλύτερος, αλλά δεν είχε τηλεόραση!!! Είναι όμως απόλυτα πεπεισμένος, ότι τα «στημένα» παιχνίδια στην Ελλάδα σταμάτησαν με την πτώση της δικτατορίας, όπως τούτο έχει επιβεβαιωθεί και δικαστικά!!

Στην οικονομία φαίνεται – διότι περί φαινομένου και μόνον πρόκειται – ότι, κατά την πρώτη φάση, ότε και αποκαθίσταται η τάξις, λειτουργούν όλα άψογα και δημιουργικά. Στην ουσία έχουν ήδη αρχίσει να δημιουργούνται οι προϋποθέσεις της επερχόμενης κατάρρευσης, η οποία και θα επέλθει με παταγώδη τρόπο. Η κατάρρευση αυτή είναι αποτέλεσμα των παντελώς αδιαφανών διαδικασιών λειτουργίας της οικονομίας, οι οποίες σκοπίμως παραμένουν στην αφάνεια, επειδή έτσι εξυπηρετούνται συγκεκριμένα συμφέροντα (σίγουρα πάντως όχι του συνόλου). Η κατάσταση στο τέλος όχι μόνο καλύτερη δεν είναι, αλλά η χώρα (η πόλις) έχει ήδη καταστραφεί και αναζητεί λύσεις (λογικές), μην αναμένοντας πλέον άλλους «βαρβάρους» για να τη σώσουν!!! Έτσι, με την κατάρρευση π.χ. της χούντας των συνταγματαρχών, αποκαλύφθηκαν όλα τα σκάνδαλα (π.χ. Ανδρεάδη κ.λπ.) και παραδόθηκε ανυπεράσπιστο ένα μείζον τμήμα του ελληνισμού (Κύπρος) στις διαθέσεις του επεκτατισμού της γείτονος χώρας.

Και έρχεται επιτέλους η πτώση («πτώσις βεβαία», αφού «η Τροία θα χαθεί»). Εμφανίζονται όμως τότε και οι αντιστασιακοί. Γεμίζει η χώρα (η πόλις) από δαύτους, τους οποίους εμείς μόνον δεν βλέπαμε!!! Και ανυμνούν τα κατορθώματά τους, τινές δε εξ αυτών αποπειρώνται και να τα εξαγοράσουν, με επιτυχία αρκετές φορές. Η μνήμη έχει εξαφανιστεί, ωσάν να μην υπήρξε παρελθόν ή ωσάν να ήταν διαφορετικό. Και καταγράφεται ως ανοσιούργημα η ανάγκη κάποιων να υπενθυμίζουν περίεργες συνεργασίες ή στηρίξεις, όπως π.χ. ότι «φίλοι» διπλανοί συνήργησαν σε διώξεις και χλευασμούς μας ή ότι οι Γερμανοί ή οι Ιταλοί παππούδες των εταίρων μας ήταν αυτοί που σκότωσαν τους δικούς μας παππούδες, ήταν αυτοί που έκαψαν τα χωριά μας και ήταν αυτοί που ρήμαξαν τον τόπο μας, που διέλυσαν την πόλιν μας… Χαρακτηριστική και η δήλωση του Γερμανού πρέσβη στην Ελλάδα κ. Πλέτνερ, στις 17-4-2019, απ’ αφορμή τη συζήτηση για τις γερμανικές αποζημιώσεις∙ «Δεν ξέρω πώς θα μπορούσα να εξηγήσω τώρα στους νέους Γερμανούς ότι μετά από 70 χρόνια που χτίζουμε την Ευρώπη του μέλλοντος, ότι τώρα αρχίζουμε να πληρώνουμε αποζημιώσεις για ό,τι έχουν κάνει οι προ-προ-παππούδες τους»,

«Οι λαοί που ξεχνούν την ιστορία τους είναι καταδικασμένοι να την ξαναζήσουν» (γραμμένο έξω από στρατόπεδο συγκέντρωσης αμέσως μετά την απελευθέρωση). Βεβαίως, η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται, αλλά η θύμησή της αποτρέπει τουλάχιστον τον κίνδυνο επανάληψης.
Καταλήγοντας, επαναλαμβάνεται η αρχική παρατήρηση. Οι δικτάτορες, ενώ σχεδόν πάντα καταργούν τις εκλογές, προκύπτουν ενίοτε και μέσα από εκλογές (π.χ. Χίτλερ, με ανοχή του Χίντεμπουργκ). «Όμως, στις Δημοκρατίες, όπου οι πολίτες επιλέγουν ελεύθερα τους διαχειριστές των κοινών υποθέσεων, ο λαός μοιράζεται με τους πολιτικούς την ευθύνη για τις ατυχείς εκβάσεις» (Βλ. Δημήτρη Σιάτρα «Σκοπούμενα των πολιτικών» Θεσσαλία 7-4-2019 σελ. 6).
Η δημοκρατία δεν εκδικείται. Και καλά κάνει! Όταν δεν τιμωρεί, κακώς πράττει. Και όταν δεν θυμάται, κάκιστα! Γιατί τότε ή θα έρθουν οι βάρβαροι για να δώσουν λύση ή, ακόμη χειρότερα, θα τους ψάξουν κάποιοι ως λύση!!!

Υ.Γ.
Οποιαδήποτε υπόνοια περί αναλογιών με σημερινές καταστάσεις, συμβαίνουσες στην Antigua, είναι εκ του πονηρού. Μακριά από τον γράφοντα τέτοιες πονηρές σκέψεις. Άπαγε!!
Η προσέγγιση του θέματος δεν είναι πολιτειολογική. Το άρθρο είναι πολιτικό. Ευχή του γράφοντος να διαβαστεί μόνον τώρα. Ελπίδα, ότι δεν θα χρειαστεί να το θυμηθεί στο μέλλον κανείς και πολύ περισσότερο να παραπέμψει σ’ αυτό μετά από τέσσερα ή και περισσότερα χρόνια!!!

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το