Πολιτισμός

“Από το heavy metal μέχρι τον Μπετόβεν, η μουσική είναι μία” – Συνέντευξη στη «Θ» του καταξιωμένου Βολιώτη συνθέτη Χ. Χατζή 

Τη δεκαετία του 1970 ένα ταξίδι στη Νέα Υόρκη δεν ήταν απλή υπόθεση. Όμως, ο Χρήστος Χατζής τόλμησε στα 20 χρόνια του να αφήσει τον Βόλο και να εγκατασταθεί στη συναρπαστική μητρόπολη των ΗΠΑ για να σπουδάσει μουσική. Ήταν το 1973 όταν ο Βολιώτης συνθέτης χάρη στην υποτροφία που πήρε από το ίδρυμα Fulbright, αξιοποίησε στο έπακρο το ταλέντο που είναι προικισμένος. Αρχικά παρακολούθησε τα μαθήματα του Eastman School of Music στο πανεπιστήμιο του Rochester, συνέχισε στο State University of New York απ’ όπου πήρε το διδακτορικό στη σύνθεση το 1982 και μετακομίζοντας μόνιμα στον Καναδά την ίδια χρονιά, ξεκίνησε μία λαμπρή σταδιοδρομία στον χώρο της Τέχνης. Έκτοτε γράφει μουσική με τέτοιον τρόπο που αντανακλά την αντίληψή του για τη ζωή. Μία ζωή που είναι γεμάτη χρώματα και μελωδικούς ήχους, ακριβώς όπως την αντιλαμβάνεται ο καταξιωμένος καλλιτέχνης πολλές δεκαετίες τώρα.

Συνέντευξη στον Χριστόφορο Σεμέργελη

Τον Δεκέμβριο που μας πέρασε, ο Χρήστος Χατζής, ο οποίος διδάσκει επίσης στο Μουσικό Τμήμα του Πανεπιστημίου του Τορόντο, βρέθηκε από το Τορόντο στη Θεσσαλονίκη με αφορμή το αφιέρωμα του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδας στο πρόσωπό του. Το έργο του προβλήθηκε στο τέταρτο και τελευταίο μέρος της σειράς παρουσιάσεων «Έλληνες στον κόσμο». Το ταξίδι του στη συμπρωτεύουσα λίγο προτού εκπνεύσει το 2018, έδωσε την ευκαιρία στον κορυφαίο μουσουργό και συνθέτη να επισκεφτεί τη γενέτειρά του και να περάσει τις γιορτές των Χριστουγέννων στον Βόλο για πρώτη φορά από το 1973.
Η κουβέντα με τον κ. Χατζή στάθηκε αφορμή να μιλήσει για τη ζωή και την καριέρα του στον Καναδά, αλλά και να θυμηθεί πολλά πράγματα από το παρελθόν του στον Βόλο, φέρνοντας στη θύμησή του πολύτιμες αναμνήσεις από την εποχή που ήταν παιδί. Ο 66χρονος συνθέτης γύρισε πίσω τον χρόνο και αναπόλησε τις βόλτες με τον «Μουντζούρη» στο πλευρό του πατέρα του που ήταν σιδηροδρομικός, τα σχολικά χρόνια στο 2ο Γυμνάσιο Αρρένων Βόλου, τα πρώτα ακούσματα κλασικής μουσικής, αλλά και το πώς βρέθηκε υπότροφος σε ένα από τα κορυφαία μουσικά πανεπιστήμια των ΗΠΑ, αφήνοντας πίσω του τα επώδυνα βιώματα από την ταραγμένη περίοδο της δικτατορίας των συνταγματαρχών. Η ζωή του μοιάζει γεμάτη συμπτώσεις, άλλοτε αμελητέες κι άλλοτε αξιοσημείωτες, οι οποίες όμως σημάδεψαν την πορεία ενός εκ των σπουδαιότερων συνθετών στον κόσμο.

Πορτρέτο του Βολιώτη μουσουργού, που φιλοτέχνησε το 2009 ο Zinour Fathoulin, ένας εικαστικός που γεννήθηκε στη Σιβηρία και ζει μόνιμα στον Καναδά μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης

«Στην Ελλάδα δεν λέω όχι ποτέ»
Στη σειρά αφιερωμάτων «Οι Έλληνες στον κόσμο» που υλοποίησε το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, παρουσιάστηκαν τέσσερις Έλληνες καλλιτέχνες από διαφορετικούς χώρους της Τέχνης, οι οποίοι διαπρέπουν με το έργο τους στο εξωτερικό. Ο κύκλος των αφιερωμάτων έκλεισε παραμονές των τελευταίων Χριστουγέννων με τον Χρήστο Χατζή, που αναφέρθηκε στην επίσκεψή του στη χώρα μας.
«Εγώ ήμουν ο τελευταίος ομιλητής. Μετά βίας ετοιμάστηκα. Μου έστειλαν το πρώτο μήνυμα αρχές Δεκεμβρίου ’18, ήμουν σίγουρος ότι είχαν κάνει λάθος τη χρονιά. «Εννοείτε σίγουρα το 2019», τους έγραψα αρχικά, αλλά τελικά μέσα σε λίγες ημέρες έπρεπε να αλλάξω όλο το πρόγραμμά μου. Όμως, η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα που δεν λέω «όχι» ποτέ. Πόσο μάλιστα τώρα, που λόγω της οικονομίας, κανείς δεν ξέρει τι μπορεί να κάνει μέσα σε τρεις μήνες, όχι έναν χρόνο. Όλα γίνονται βραχυπρόθεσμα. Ήταν όμως και η πρώτη φορά που πέρασα Χριστούγεννα στον Βόλο από την εποχή που πήγαινα Γυμνάσιο, αλλά μακριά από τη γυναίκα μου», είπε αναφερόμενος στην Καναδή σύζυγό του και σολίστ μαρίμπας Beverley Johnston.

Εκτός από την ομιλία που έδωσε, εξίσου με ενδιαφέρον κύλησε και το masterclass που πραγματοποίησε τη δεύτερη ημέρα παραμονής του στη Θεσσαλονίκη στις 23/12/18: «Μελέτησα όλες τις παρτιτούρες και τις ηχογραφήσεις που έστειλαν. Διάλεξα έργα που το καθένα ήταν αντιπροσωπευτικό μίας άλλης τάσης, θέλοντας να καλύψω όσο το δυνατόν μεγαλύτερη γκάμα. Επτά συνθέτες διάλεξα, από τρεις ντουζίνες περίπου. Η μόνη καινοτομία με το masterclass, ήταν πως συνήθως οι συνθέτες έρχονται και φέρνουν παρτιτούρες. Σήμερα δεν υπάρχει κοινή πρακτική. Το να κοιτάξεις την παρτιτούρα, δεν σημαίνει ότι θα την ακούσεις μετά με κάθε λεπτομέρεια και θα καταλάβεις τι λέει. Γι’ αυτό ζήτησα απ’ όλους να έχουν ηχογραφήσεις. Δεν με ένοιαζε η ποιότητα. Ήθελα να κάνω κι ένα πείραμα, γιατί δεν συμβαίνει συχνά στην Ελλάδα. Και το πείραμα ήταν εάν όλοι αυτοί οι συνθέτες, από τους οποίους ο καθένας ζούσε σε ένα διαφορετικό περιβάλλον, μπορούσαν με την ακοή μόνο να δημιουργήσουν εντυπώσεις και να συζητήσουν τον κόσμο ενός άλλου. Το αποτέλεσμα ήταν εκπληκτικό. Όλοι αυτοί κατάλαβαν ότι είχαν τόσο άμεση επαφή ο ένας με τη μουσική του διπλανού τους, που συνήθως αυτό δεν συμβαίνει σχεδόν ποτέ, γιατί ανήκουν είτε σε διαφορετικές σχολές, είτε σε διαφορετικές τεχνοτροπίες. Άπαντες κάτι διδάχθηκαν από αυτό την υπόθεση. Διότι έχουμε μάθει, τεχνικά πάντοτε, να μην ακούμε. Να κοιτάμε απλώς τα δομικά στοιχεία και να τα κοιτάμε αναλυτικά, αλλά η ανάλυση δεν σε φέρνει πάντοτε στην κατανόηση της βαθιάς δομής».

Μαζί με τον Γιώργο Νταλάρα, στο πλαίσιο της σύμπραξης των δύο καλλιτεχνών σε συναυλία που δόθηκε τον Νοέμβριο του 2010 στη Νέα Υόρκη

Ένας σημαδιακός αριθμός…
Ο Χρήστος Χατζής γεννήθηκε στις 21 Μαρτίου 1953. Ο αριθμός «21» εμφανίζεται συχνά στη ζωή του και μοιάζει να είναι σημαδιακός. Όπως για παράδειγμα στις 21 Μαρτίου 1985 έγινε Καναδός πολίτης. «Πράγματι, με κυνηγά το 21 και πολύ μάλιστα», εξομολογήθηκε με χαμόγελο, εξηγώντας τον λόγο: «Την 21η Μαρτίου είναι τα γενέθλιά μου, όπως τότε είναι επίσης τα γενέθλια του Μπαχ. Εκείνος ήταν ο λόγος που ήθελα να γίνω συνθέτης. Όταν η κεραία στο Πλιασίδι άρχισε να πιάνει για πρώτη φορά το Τρίτο Πρόγραμμα, ήμουν έφηβος τότε. Τηλεόραση στο σπίτι δεν είχαμε σχεδόν ποτέ. Και δεν υπήρχε τότε. Μετά το ’75 άρχισαν να μπαίνουν στα σπίτια. Ένα από τα πρώτα πράγματα λοιπόν που άκουσα στο ραδιόφωνο ήταν ένα έργο του Μπαχ. Γνώριζα το όνομά του μέσα από το ωδείο, αλλά δεν είχα ακούσει ποτέ μουσική του. Θυμάμαι χαρακτηριστικά τη σκηνή. Καθόμασταν στο τραπέζι, με τους γονείς και τα αδέρφια μου. Και τότε έκανα τη δήλωση πως θέλω να κάνω ό,τι έκανε και ο Μπαχ. Είναι σαν πνευματικός πατέρας μου».

Για έναν άνθρωπο που έχει ακούσει έργα του από τα φημισμένα Carnegie Hall και Lincoln Center στη Νέα Υόρκη μέχρι τις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές αίθουσες, εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι δεν λησμονεί τα πρωταρχικά ακούσματά του κι ας μην υπήρχε μουσικός μέσα στην οικογένεια: «Μόνον ο παππούς μου είχε σχέση με τη μουσική. Της μητέρας μου ο πατέρας. Ήταν δάσκαλος, παλιά, βυζαντινής μουσικής και μέσω αυτού, όταν ήμουν μικρό παιδί, έκανα δέκα χρόνια στο ψαλτήρι στην εκκλησία της Μεταμόρφωσης. Κρατούσα τον ισοκράτη την ώρα που έψελνε ο ψάλτης, αλλά τα αυτιά μου είχαν γαλουχηθεί μες στο βυζαντινό μέλος. Και αυτό μετά έμεινε παντού μες στη μουσική μου».

Οικογενειακή φωτογραφία με φόντο τον θρυλικό «Μουντζούρη», η οποία λήφθηκε το 1958. Με τη στολή ξεχωρίζει ο πατέρας του συνθέτη, Παναγιώτης Χατζής, ο οποίος ήταν μηχανοδηγός στον σιδηρόδρομο. Ο Χρήστος Χατζής, πέντε ετών τότε, διακρίνεται μπροστά από τους υπόλοιπους συγγενείς του

Οι βόλτες με τον «Μουντζούρη»
Ο Βολιώτης μαέστρος αποφοίτησε από το 2ο Γυμνάσιο Αρρένων Βόλου, το οποίο βρίσκεται στον Άναυρο. «Ξεκινήσαμε ψηλά στον δρόμο της Άλλης Μεριάς, ήμασταν μες στις παράγκες μέχρι το 1971 που κατεβήκαμε στον χώρο, όπου βρίσκεται μέχρι σήμερα. Τώρα έχει παλιώσει, αλλά τότε ήταν το πρώτο μοντερνιστικό κτίριο στον Βόλο», σχολίασε για τα μαθητικά χρόνια του, ενώ έπειτα σειρά πήραν οι οικογενειακές αναμνήσεις που διατηρεί: «Από την παιδική μου ηλικία γενικότερα θυμάμαι ευχάριστα πράγματα. Η πιο σημαντική ανάμνηση για μένα έχει να κάνει με τον πατέρα μου, ο οποίος ήταν μηχανοδηγός στον σιδηρόδρομο και ειδικά στο τρενάκι του Πηλίου. Κάποιες φορές με τους συναδέλφους του «έσπαζαν» τους κανόνες επειδή ήταν όλοι φίλοι και μ’ έβαζε στη μηχανή μπροστά, στον λέβητα που ήταν και λίγο επικίνδυνο βέβαια. Φτάναμε στις Μηλιές και ήμουν κατάμαυρος, ενώ μετά με έπλενε με πράσινο σαπούνι μέσα σε μια πηγή με νερό παγωμένο. Φοβερές αναμνήσεις. Θυμάμαι επίσης τον Λισμά, που πήγαιναν οι σιδηροδρομικοί κι έτρωγαν. Μη φανταστείτε. Δυο τραπεζάκια δίπλα στη ρεματιά, στον σταθμό των Μηλεών. Και μάλιστα, όταν έπειτα από πολλά χρόνια ξανάρθα στον Βόλο, ο Λισμάς ήταν σαν μην είχε αλλάξει καθόλου. Ακριβώς όπως τον θυμόμουν. Ένα παράξενο πράγμα και δεν σας κρύβω ότι το τρένο, οι ήχοι της αμαξοστοιχίας, ο θόρυβος από τα τζιτζίκια, όλα αυτά έχουν μπει και στη μουσική μέσα μου».

Η επιβολή της Χούντας επηρέασε σε μεγάλο βαθμό τα βιώματα του έφηβου τότε συνθέτη, που εξομολογήθηκε: «Στην Ελλάδα ζούσα σε μία εποχή καταπίεσης. Η αντίδρασή μου εκείνη την εποχή ήταν να μη θέλω να βγαίνω από το σπίτι. Τον περισσότερο καιρό έμενα μέσα, έγραφα μουσική και ζωγράφιζα. Από το γυμνάσιο επέστρεφα κατευθείαν σπίτι και μία φορά την εβδομάδα πήγαινα στο Ωδείο Κεχαΐδη στην Ερμού, όπου έκανα ακορντεόν και θεωρητικά. Παρεμπιπτόντως, ο Κεχαΐδης μ’ έβαλε πολύ νωρίς στην αρμονία. Χάρη σ’ εκείνον γλύτωσα δύο τάξεις στο Πανεπιστήμιο κι έκανα το bachelor στην Αμερική μέσα σε δύο χρόνια. Γενικότερα, πάντως, ως νέος στον Βόλο δεν είχα φίλους και επαφές. Ελάχιστους ανθρώπους, οι οποίοι οι περισσότεροι ήταν φίλοι λόγω συγκυρίας. Ένιωθα έτσι, γιατί υπήρχε πάντοτε ο φόβος, παρότι ο πατέρας μας δεν μας έλεγε ποτέ, ότι πιθανόν να έρθει ένα βράδυ η Ασφάλεια για να τον πάρει και να μην τον ξαναδούμε. Ήταν συνδικαλιστής, τον είχαν διώξει από τον Σιδηρόδρομο στην επταετία. Ακόμη και ο ίδιος δεν ήταν σίγουρος ότι δεν θα υπήρχε συνέπεια, αν και μες στο σπίτι δεν τα συζητούσε αυτά, δεν ήθελε να μας κάνει παρανοϊκούς όλους».

Ο Χρήστος Χατζής στο στούντιό του στο Τορόντο το 1987

Το ταξίδι στην Αμερική
Τέλειωσε το σχολείο το 1971 και αναχώρησε για Αμερική δύο χρόνια αργότερα, παρότι μέχρι τα είκοσι χρόνια του δεν είχε φύγει εκτός Βόλου παρά ελάχιστες φορές. Παραδέχθηκε πως τότε έκανε μία τολμηρή κίνηση, λέγοντας: «Όταν ανακοίνωσα στους δικούς μου πως ήθελα να πάω Αμερική, η μητέρα μου έβαλε τα κλάματα. Μου είχε είπε: «Εσύ δεν έχεις πάει Αθήνα, αγόρι μου». Και δεν είχε άδικο. Ίσως το πολύ μια επίσκεψη με τους γονείς μου να είχα πάει στην πρωτεύουσα. Δεν ήξερα τι συμβαίνει στη σύγχρονη μουσική στην Αθήνα, δεν ήξερα καν τι σημαίνει σύγχρονη μουσική. Αλλά είχα μία προαίσθηση, μου συμβαίνουν αυτά τα πράγματα στη ζωή μου κι έρχονται ανεξέλεγκτα. Κατά κάποιο τρόπο όταν αισθάνομαι κάτι, γίνεται πραγματικό. Προχωράω χωρίς να έχω ξεκαθαρίσει πώς ή τί θα γίνει, γιατί απλά θα συμβεί…».

Συνεχίζοντας την αφήγησή του, ο διάσημος μαέστρος, επισήμανε τις δυσκολίες που συναντούσε η θέλησή του να σπουδάσει στο εξωτερικό: «Η Αμερική τότε ήταν ακριβή και να πας, όχι μόνο τα δίδακτρα. Τα αεροπορικά ναύλα εκείνη την εποχή ήταν πανάκριβα, όπως και η διαμονή. Αντίθετα εμείς δεν είχαμε χρήματα καθόλου, για να μπορέσω να βγω έξω για σπουδές. Το πώς κατέληξα στη Νέα Υόρκη, θα χρειαζόταν βιβλίο ολόκληρο για να εξηγήσω τον τρόπο που έφτασα εκεί. Το 1973 όλοι οι φοιτητές της Ελλάδας ήθελαν να πάνε στις ΗΠΑ, γιατί είχαν αγριέψει τα πράγματα με τη Χούντα. Υπήρχαν οι κόντρες με τους φοιτητές, έναν μήνα μετά μπήκαν στο Πολυτεχνείο τα τανκς. Φτάνοντας στο Ίδρυμα Fulbright στην Αθήνα, συνάντησα ουρές φοιτητών, οι οποίοι ήθελαν να πάνε με υποτροφία στην Αμερική για σπουδές».

Στο ίδρυμα Fulbright o Χρήστος Χατζής βρέθηκε απέναντι σε μία Αμερικανίδα υπάλληλο, η οποία έμελλε να αλλάξει ολότελα τη ζωή του. Χάρη σ’ εκείνη κι ας μην είχαν ειδωθεί άλλη φορά πρωτύτερα, εξασφάλισε την πολυπόθητη υποτροφία που του επέτρεψε να ταξιδέψει στην άλλη άκρη του Ατλαντικού. Το όνομά της ήταν Dorothea Doig. Ο Βολιώτης μαέστρος δεν την ξαναείδε έκτοτε, αλλά η ιστορία της παρουσιάζει ενδιαφέρον. Η Doig ήταν γεννημένη στις 2 Ιανουαρίου 1900 στο Σαν Αντόνιο του Τέξας. Την εποχή του Μεσοπολέμου και πιο συγκεκριμένα το 1925 είχε σπουδάσει κι εκείνη μουσική στο Eastman, ενώ αργότερα πήρε Master στη σύνθεση από το πανεπιστήμιο του Rochester. To 1964 είχε έρθει στην Ελλάδα για να διδάξει στο Αμερικανικό Κολλέγιο Αθηνών, ενώ το 1971 βρέθηκε στο ίδρυμα Fulbright. Στα 76 χρόνια της επέστρεψε στο Τέξας, ενώ πέθανε στις 3 Μαΐου 2001, σε ηλικία 101 ετών.
«Έδιωχναν τους περισσότερους, αλλά εκείνη ασχολήθηκε μαζί μου. Μου βρήκε αεροπορικό εισιτήριο και με στείλανε με δύο στρατιώτες από την αμερικανική πρεσβεία στο αεροδρόμιο, για να περάσω. Τελικά έφυγα την ώρα που γινόταν χάος στην Ελλάδα, αφού μερικές ημέρες πριν μπω στο αεροπλάνο, κανείς δεν ήξερε ποιος κυβερνούσε τη χώρα», είπε ο κ. Χατζής, φέρνοντας στο μυαλό του τα γεγονότα του Νοέμβρη του 1973, που ο Ιωαννίδης είχε ανατρέψει τον Παπαδόπουλο και ξεκινούσε η πιο σκληρή φάση της Χούντας, για να προσθέσει: «Από το ίδρυμα έστελναν στις ΗΠΑ κυρίως φυσικούς και μαθηματικούς. Δεν έδιναν υποτροφίες σε μουσικούς. Χωρίς αυτή τη γυναίκα δεν θα είχα καταφέρει τίποτα. Οπότε, κάποια στιγμή γυρίζει και μου λέει: «Θα πρέπει να αναρωτιέσαι γιατί τα κάνω όλα αυτά για σένα, που μου είσαι παντελώς άγνωστος». Στο μεταξύ είχα γίνει δεκτός και από το Juliards School of music, που είναι η πιο μεγάλη σχολή στις ΗΠΑ και το Eastman που θεωρούνταν το δεύτερο καλύτερο. Μου λέει τότε η Doig: «Θέλω να πας στο Eastman, γιατί κι εγώ εκεί πήγα πανεπιστήμιο και σπούδασα σύνθεση. Όμως, την εποχή που τελείωσα, δεν υπήρχε περίπτωση να κάνω καριέρα ως γυναίκα συνθέτρια». Το είχε απωθημένο αυτό. Και δούλευε ακόμη στα 73 χρόνια της, γιατί είχε ορκιστεί στον εαυτό της ότι θα συνέχιζε, μέχρι να βρει κάποιον να πάει πίσω στο σχολείο της και να καταφέρει όσα δεν πέτυχε εκείνη. Όταν ξαναγύρισα, είχε εξαφανιστεί εκείνη η γυναίκα. Στο Πανεπιστήμιο πάντως δίνω μεγάλη προσοχή σε όλα τα κορίτσια μαθήτριες που έχω, γιατί νομίζω ότι αυτό θα ήθελε εκείνη. Να φτιάξει καριέρες για γυναίκες συνθέτριες…».

Από τις μπουάτ στο Πανεπιστήμιο
Αποφοίτησε από το Eastman, όπου έμεινε στο οικοτροφείο όλα τα χρόνια, ενώ μετά έκανε το ντοκτορά του δίπλα στον σπουδαίο μαέστρο Μόρτον Φέλντμαν: «Υπήρξε πρωτοπόρος του αφηρημένου εξπρεσιονισμού, αλλά μαζί του είχα πολύ αμφιλεγόμενη σχέση. Ήταν δύσκολος άνθρωπος. Και όταν τελικά τέλειωσα το σχολείο, είχα πει ότι δεν θα ασχοληθώ ξανά με την ακαδημία. Δεν μου κάθισε σωστά ο ακαδημαϊκός τρόπος θεώρησης των πραγμάτων και για 13 χρόνια δεν ασχολήθηκα καθόλου με τη διδασκαλία. Εν τω μεταξύ, όλα αυτό το διάστημα έπαιζα ακορντεόν και πιάνο στις μπουάτ, σε ορχήστρες. Εκεί έμαθα πολλά για την ενορχήστρωση, δούλευα με μουσικούς που δεν άλλαζαν χούγια κι έπρεπε να κάνω εγώ πράγματα για να παίζουν εκείνοι καλύτερα. Ουσιαστικά για μένα το βαθύ νόημα της ενορχήστρωσης είναι αυτό: Να μπορείς να κάνεις τους άλλους να είναι πιο καλοί απ’ ό,τι φαντάζονται και οι ίδιοι πως θα μπορούσαν να είναι. Τώρα διδάσκω πράγματα που δεν είναι καθαρά βιώσιμα μέσα από τον ακαδημαϊκό σωλήνα. Όταν λέω στους μαθητές μου «Θέλω να κάνετε μία καλή ενορχήστρωση», εννοώ πως «Θα κάνετε όλους τους μουσικούς της ορχήστρας σας να ακούγονται καλύτεροι απ’ ό,τι είναι».

Η εποχή που δούλεψε στις καναδέζικες μπουάτ έχει μείνει ανεξίτηλη στον Βολιώτη καθηγητή μουσικής: «Τότε στον Καναδά βρίσκονταν πολλοί από τους εξόριστους που εγκατέλειψαν ως φυγάδες την Ελλάδα, λόγω χούντας. Για παράδειγμα, ο Ανδρέας Παπανδρέου που ήταν καθηγητής στο πανεπιστήμιο Γιορκ. Το Π.Α.Κ., που υπήρξε η «μαγιά» του ΠΑΣΟΚ, έδρασε κατά μεγάλο μέρος στον Καναδά. Ήταν άνθρωποι που τους γνώριζα, γιατί έρχονταν στις μπουάτ. Όπως ο Νίκος Σκουλάς, που διατέλεσε αργότερα υπουργός στις κυβερνήσεις Παπανδρέου».
Όσο για το εάν μετάνιωσε που εμφανίστηκε για μία και πλέον δεκαετία σε τέτοια μαγαζιά; Η απάντησή του δεν άφησε πολλά περιθώρια αμφισβήτησης του τρόπου σκέψης που τον διακρίνει: «Δεν θεωρώ ότι χαραμιζόμουν. Θα μπορούσε κάποιος να μου πει: «Τι το ήθελες αυτό, ενώ έχεις διδακτορικό». Οι περγαμηνές είναι σαν τις παρωπίδες στα άλογα. Να μη βλέπεις αλλού. Δεν τα πιστεύω αυτά τα πράγματα. Έχουμε ένα σωρό άχρηστους ανθρώπους που διδάσκουν στα πανεπιστήμια κι έχουν περγαμηνές. Όχι μόνο στην Ελλάδα, παντού. Όπως και τα βραβεία που μου έχουν απονείμει, δεν μου έδωσαν ποτέ κίνητρο. Πρώτα απ’ όλα δεν ξέρεις ποτέ πώς θα εξελιχθεί κι εάν συμβεί, γιατί γίνεται. Για μένα τα βραβεία είναι σαν να κερδίζεις στη ρουλέτα. Το ίδιο έργο που υπέβαλες, αν ήταν διαφορετικοί οι κριτές, δεν θα περνούσε. Δεν ξέρεις ποτέ. Είναι μια περίεργη και πολύπλοκη διεργασία και το να πω τώρα πως είμαι καλός γιατί πήρα βραβείο, είναι τροφοδοσία του εγώ και δεν αξίζει τίποτε άλλο».

«Η μουσική είναι ένα πράγμα»
Έχοντας ασχοληθεί με πολλά ιδιώματα μουσικής, κάθε φορά επιλέγει να ακολουθήσει διαφορετικό μονοπάτι, όπως παραδέχεται και ο ίδιος: «Δεν πιστεύω σε είδη μουσικής. Η μουσική είναι ένα πράγμα. Από το heavy metal, μέχρι τον Μπετόβεν. Αρκεί να λειτουργεί με έναν τρόπο που να φτιάχνει περισσότερα συν και λιγότερα πλην σε μία κοινωνία». Κι εάν αυτό συνεπάγεται πως ένας συνθέτης πρέπει να γράφει απλά, ο κ. Χατζής έδωσε τη δική του ερμηνεία: «Η Τέχνη που έχει πρόσωπο, μπορεί να είναι όσο πολύπλοκη χρειάζεται και συνήθως έτσι είναι, αλλά εσύ θα τη βλέπεις και θα την ακούς απλή. Το απλό είναι διαφορετικό από το απλοϊκό. Το απλοϊκό τις περισσότερες φορές κουράζει, γιατί δεν σε διεγείρει. Για παράδειγμα, η σχέση που έχεις με τα πρόσωπα διάφορων ανθρώπων είναι πολύπλοκη. Αλλά τη θεωρείς απλή. Θυμάσαι κάποιον και τον ξαναθυμάσαι. Δεν έχεις θέμα, για να πεις: «Γνωρίζω κάποιον κι έχω κουραστεί να τον θυμάμαι». Δεν είναι τόσο μονοσήμαντη η σχέση μεταξύ απλότητας και πολυπλοκότητας. Το κίνητρό μου παραμένει η επικοινωνία. Να βλέπεις κάποιον που χρειάζεται κάτι, όχι μόνο τη μουσική και να βρίσκεις τον εαυτό σου σε θέση να μπορείς να το δώσει. Τόσο απλά τα πράγματα. Είναι μια ευεργετική συναίσθηση να σου φεύγει αυτή η ενέργεια από μέσα σου και να πηγαίνει κάπου αλλού. Όταν μένει μέσα σου, γίνεται δηλητηριώδης, αρχίζεις και μεγαλορρημονείς. Η ενέργεια που κουβαλάμε, πρέπει να διοχετεύεται συνεχώς. Όχι αρνητικά, αλλά να κάνει τη διαφορά σε κάποιον άλλον που τη χρειάζεται».

Κλείνοντας δε, αναφέρθηκε σε ένα περιστατικό που έγινε στο περιθώριο της παρουσίας του στη Θεσσαλονίκη: «Κάποιος, ο οποίος δεν είχε σχέση με το masterclass, προσπάθησε τρεις φορές να με συναντήσει, γιατί ήθελε να μου μιλήσει για κάτι. Δεν τα καταφέραμε να βρεθούμε στη Θεσσαλονίκη και ήρθε στον Βόλο μετά τα Χριστούγεννα. Τελικά το μόνο που ήθελε, ήταν μία συμβουλή, πώς να προχωρήσει στη ζωή του. Χρονιάρες μέρες, με κάποιον που άφησε την οικογένεια του και ήρθε για μία ώρα συνάντησης στον Βόλο, αισθάνθηκα ξανά ότι έφυγε ενέργεια από μέσα μου. Αυτό είναι και η διδασκαλία και η δημιουργία και ο τρόπος που ζεις. Αυτό είναι όλο».

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το