Πολιτισμός

Πρώτος έπαινος σε διαγωνισμό για την Αγγελική Θάνου

Η κ. Αγγελική Θάνου απέσπασε τον πρώτο έπαινο για το διήγημά της με τον τίτλο «Η Μαριγούλα» στον 7o Διαγωνισμό Διηγήματος Bonsaistories. Τα διηγήματα αξιολογήθηκαν βάσει της βαθμολογίας της επιτροπής με συντελεστή βαρύτητας 80% και ψηφοφορίας κοινού (20%).
Όπως δήλωσε η κ. Αγγελική Θάνου στη «Θ», η διάκριση αυτή δίνει μεγάλη χαρά στην ίδια, στην οικογένειά της, στον γενέθλιο τόπο της τα Κανάλια και στη Μαγνησία ευρύτερα. Η συγγραφέας επισήμανε πως η συγκεκριμένη διάκριση έρχεται να προστεθεί σε τρεις προηγούμενες επιβραβεύσεις.
Στη διάρκεια της απομόνωσης, λόγω Covid, επιδόθηκε συστηματικά στη συγγραφή παρακολουθώντας παράλληλα τους διαγωνισμούς του vivlionet και συμμετέχοντας σε όσους ταίριαζαν στη δική της πένα. Μέχρι στιγμής το διήγημά της με τον τίτλο «Η ρεπούμπλικα» έχει πάρει το δεύτερο βραβείο στον διεθνή διαγωνισμό της Unesco, ένα ποίημά της με τον τίτλο «Αιτούντων άσυλο» βρίσκεται μεταξύ των είκοσι πρώτων στον διεθνή διαγωνισμό ποίησης 2020, από την Εταιρεία Πολιτιστικής Κληρονομιάς Κατωκοπιάς Κύπρου και θα υποστηρίξει τη δεύτερη φάση του διαγωνισμού διά ζώσης στην Κύπρο, όταν η πανδημία το επιτρέψει και το ποίημά της με τον τίτλο «Ακροστιχίδα Γυναίκας» στην κατηγορία «Γυναίκα Πολιτισμού, Τέχνης, Γραμμάτων» απέσπασε το δεύτερο βραβείο στον 1ο Πανελλήνιο Διαγωνισμό Ποίησης και Μουσικού Στίχου των φορέων Ε.Π.Ο.Κ. και ΞΑΣΤΕΡΟΝ και έπεται συνέχεια.

«Αυτό έκανε τις ώρες μου ευχάριστες και επιπλέον είχα την ευκαιρία να δείξω στα παιδιά μου και στις τρεις εγγονές μου ότι τα εμπόδια της ζωής θα πρέπει να τα κάνουμε ευκαιρίες. Άλλωστε πιστεύω ακράδαντα στο παράδειγμα ως το πιο ισχυρό μέσο διαπαιδαγώγησης» τόνισε η ίδια.
Η «Μαριγούλα» είναι μια αληθινή ιστορία που συνέβη στο χωριό της συγγραφέα, τότε την εποχή της φυματίωσης, τόσο μακριά, τόσο κοντά, τόσο συγκριτικά όμοια με την τρέχουσα κατάσταση.
Ακολουθεί το διήγημά της με τον τίτλο «Η Μαριγούλα» που απέσπασε τον πρώτο έπαινο στον 7o Διαγωνισμό Διηγήματος Bonsaistories:
«Καλημέρα, Μαριγούλα, λέω έτσι για να ακούσω τη φωνή μου. Η καλημέρα μου αντηχεί κούφια στη γυμνή ξερολιθιά.
Καλημέρα, Μαριγούλα, ξαναλέω, κι η φωνή μου με τρομάζει. Άδειασε από ηχόχρωμα.
Η Μαριγούλα δεν είναι ίδια πια. Είναι μια άγνωστη. Το σώμα καίει. Ο λαιμός στεγνώνει. Νυχτερινοί ιδρώτες σουλατσάρουν θρασύτατοι στο δέρμα της. Βήχας ασταμάτητος. Τα πνευμόνια πονούν και στάζουν αίμα. «Αιμόπτυση», η καινούργια λέξη. Μοναξιά κι ερημιά η νέα συντροφιά.
Είναι άθλιο να βρίσκεσαι σε ένα σώμα που δεν το αναγνωρίζεις. Πόσο σκληρό είναι να καθορίζει αυτό τη ζωή σου! Να αποφασίζει αυτό πού θα κατοικήσεις. Να σε απομακρύνει απ’ τους αγαπημένους σου για να μην τους κολλήσεις. Να επιλέγει ένα πέτρινο καλυβάκι με χωμάτινο δάπεδο στην άκρη του πουθενά. Τριγύρω μόνο περιβόλια. Τα πρώτα σπίτια του χωριού σε απόσταση μισής ώρας με τα πόδια.

Πόσο γρήγορα έγιναν όλα! Δεν είναι πολύς καιρός που γύρισα απ’ τη βόλτα μου στον λόφο γιατί ζεματούσε το κεφάλι μου. Θερμομετρήθηκα, 37,3. Κάπου θα την άρπαξα, σκέφτηκα. Μα ένας ξερός, ασυγκράτητος βήχας ήρθε για να μείνει στα πνευμόνια μου. Μαζί του έφερε και την αιμόπτυση μόνιμη κι αυτή κάτοικος.
«Καλπάζουσα φυματίωση» διέγνωσε ο γιατρός του χωριού. Πρέπει να απομακρυνθεί από το σπίτι. Θα μεταδοθεί η νόσος σε όλους σας, είπε αυστηρά. Φόρεσε την γκρίζα ρεπούμπλικα και συνέχισε ιδιαίτερη συνομιλία με τον πατέρα στην αυλή. Οι λέξεις του γιατρού πρέπει να ήταν ασήκωτες. Ο πατέρας έγειρε μεμιάς. Αβάσταχτος διάλογος!
Καλπάζουσα αρρώστια!; Τη φαντάστηκα να καλπάζει πάνω σε άλογο, επιθετική Αμαζόνα. Ιδιαίτερα επιπόλαιη καβαλάρισσα. Δεν σκέφτηκε το φόρεμα που έραβα, και το άφησα μισό. Μάταια θα περιμένει η ξαδέρφη μου, η Μαρία, να το φορέσει. Δεν σκέφτηκε τα δανεικά βιβλία μου, που περιμένουν να διαβαστούν. Ποιος θα τα επιστρέψει στον αγαπημένο συμμαθητή μου, τον Αλέκο; Δεν σκέφτηκε τα δεκαεφτά μου χρόνια;

Άθλο έκανε ο πατέρας μου στην προσπάθειά του να μου εξηγήσει τι του είπε ο γιατρός. Οι λέξεις αγκαθερές, αγκυλωτές. Δεν έβγαιναν από το στόμα του. Η φωνή του λυγισμένη. Οι ώμοι κυρτωμένοι. Πού πήγε ο λεβέντης ο πατέρας μου; Γέρασε ξαφνικά;
Μη στενοχωριέσαι, πατέρα, με άκουσα έκπληκτη να ξεστομίζω. Θα γίνει αυτό που είναι το σωστό. Θέλω τα αδέρφια μου γερά και κοκκινομάγουλα. Δε θέλω η μάνα κι εσύ να κολλήσετε το παλιοχτικιό. Σας αγαπώ όλους τόσο πολύ! Πάμε πατέρα, πάμε στο καλύβι αυτό για να γλιτώσουμε όλοι.
Το πέτρινο καλύβι μάς περίμενε μισή ώρα μακριά απ’ το σπίτι μας. Απρόσωπο μα τόσο απαραίτητο. Μαραθιά το όνομα της νέας μου γειτονιάς. Μοσχοβόλαγε ο μάραθος τριγύρω. Μια κληματόβεργα με καλωσορίζει δίπλα στην πόρτα. Είναι γεμάτη σταφύλια. Μέσα ένα στρώμα και μια κουβέρτα είναι αρκετά για να ακουμπήσω το χτικιό μου. Εδώ ολομόναχη μέσα στην ερημιά. Η κληματόβεργα μου γνέφει από την ανοιχτή πόρτα. Ετοιμάζει τα σταφύλια της για τον τρύγο.
Κάνω «χα» στην ακτίνα του ήλιου που τρυπώνει απ’ την πόρτα. Παρατηρώ τα μικροσκοπικά μου σταγονίδια. Ποτέ δεν είχαν τόσο ενδιαφέρον. Φορτωμένα με τα μικρόβια της φυματίωσης με περιγελούν. Χορεύουν αέρινα, αγκαλιά με τον βάκιλο του Koch, κι εγώ τα συνοδεύω με το αγαπημένο μου τραγούδι. Σιγοψιθυρίζω: …Κόρη του γιαλού, σταυρό στα πλούτη κράτα / δεν θέλω εγώ φλουριά, ούτε κωνσταντινάτα / θα’ ναι πιο γλυκά τα κόκκινά σου χείλη / δώσ’ μου ένα φιλί και πάρε το μαντίλι…
Μαριγούλαααα, ακούω μια φωνή απ’ έξω. Έλα κορίτσι μου, σου έφερα το φαγητό σου. Έκανα σουπίτσα δυναμωτική, ακούγεται η μανούλα μου, και η φωνή σπαράζει. Βγέκα λίγο να σε ιδώ, να σε χαρώ, μαναράκι μου.

Σπρώχνω το κορμί μου να σηκωθεί απ’ το σκληρό στρώμα. Με δυσκολία κάνω βήματα. Βγαίνω στην πόρτα της πέτρινης καλύβας μου. Στέκω εκεί θλιβερή οικοδέσποινα, βάζοντας την παλάμη μου αντήλιο. Βλέπω τη μανούλα μου να μου χαμογελά βουρκωμένη. Γίνομαι άγαλμα που χαμογελά. «Απόσταση, απόσταση, απόσταση» είπε ο γιατρός.
«Πάρε με, μάνα, μαζί σου, δεν αντέχω τόση ερημιά» θέλω να ουρλιάξω μα ρωτώ με την άγνωρη φωνή μου:
Είσαστε όλοι καλά; Μην κόλλησε κανένας άλλος στο σπίτι το χτικιό μου;
Κορίτσι μου, είμαστε καλά. Πρόσεχε τον εαυτό σου. Αδυνάτισες πολύ! Φάε τη σουπίτσα σου, πάρε τα φάρμακά σου και ξάπλωνε. Να γίνεις γρήγορα καλά. Να γυρίσεις στο σπίτι μας. Σε περιμένουμε! Άδειασε το σπίτι μας χωρίς εσένα. Άξιο κορίτσι μου. Καλόκαρδο κι ευγενικό μου τέκνο. Σε ζήλεψε η φυματίωση και ήρθε καλπάζουσα. Χρυσοχέρα μοδιστρούλα μας! Να μπορούσα να σε σφίξω στην αγκαλιά μου!

Ανοίγω τα χέρια, πλατιά αγκαλιά. Χαμογελώ βουρκώνοντας. Ένα ηττημένο άγαλμα με διογκωμένους λεμφαδένες. Στην πεζούλα, στην άκρη του χωραφιού, ένα πήλινο σκεύος με τη σούπα κι ένα κανάτι με νερό μαρτύραγαν την οικογενειακή φροντίδα.
Δύσκολη νύχτα ακολούθησε. Το σαράκι ξύπνησε στα πνευμόνια μου. Βήχω, βήχω και φτύνω αίμα. Στράγγισαν τα πνευμόνια μου. Ο πυρετός ανεβαίνει στα ύψη. Η φθίση είναι εργασιομανής. Κάνει άριστα τη δουλειά της. Καλπάζει. Επιμένει. Βιάζεται.
Εγώ όμως έχω φύγει πια απ’ το καλυβάκι. Το σώμα μου μένει εκεί. Είμαι με τις αδερφούλες μου και κεντάμε στην αυλή. Είμαι με τη μάνα και ράβουμε στο αγαπημένο μου νυχτέρι. Είμαι με τον πατέρα μου, που μου μαθαίνει τα ονόματα των δέντρων. Είμαι με τη Μαρία και της προβάρω το φόρεμα. Όμορφο που είναι! Τώρα είμαι στο σχολείο με τους συμμαθητές μου. Να κι ο Αλέκος, πάλι κρατάει βιβλία για μένα. Του χαμογελώ! Όμως γιατί νιώθω ότι πετάω; Πώς γίνεται να τα βλέπω όλα από ψηλά;
Μαριγούλα, Μαριγούλα, έλα, κορίτσι μου, να πάρεις το φαγητό σου, ακούστηκε η φωνή του πατέρα. Έλα, σου έφερα και ένα τσαμπί γλυκό μοσχοστάφυλο.
Απόλυτη σιγή! Μια σαύρα μόνο έτρεξε να κρυφτεί στο πεζούλι.
Μαριγούλα, Μαριγούλααα! Ένα τζιτζίκι ακούστηκε από μακριά.
-Μαριγούλα απάντησέ μου ανησυχώ κορίτσι μου.
Πλησίασε ο πατέρας με πόδια που έτρεμαν και έσπρωξε την πόρτα. Η Μαριγούλα χαμογελά ακίνητη στην υπερκόσμια γαλήνη της.
Μόνο η κληματόβεργα μπορεί να μαρτυρήσει τον θρήνο του πατέρα, εκεί στην ερημιά.
Ήταν Σεπτέμβρης του 1947.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το