Πολιτισμός

Προτάσεις ταινιών με πρωταγωνίστρια τη θάλασσα – Κινηματογραφικές συγκινήσεις εν πλω…

 

Ο Βολιώτης Νίκος Παππάς διαθέτει φροντιστήριο αγγλικών στο κέντρο του Βόλου. Επίσης, έχει δημιουργήσει την πολυπληθέστερη ελληνόφωνη κινηματογραφική ομάδα στο Facebook, με όνομα Σινεφίλ, με 230.000 μέλη. Έχει γράψει έξι βιβλία σχετικά με το αντικείμενο, με πιο πρόσφατο το Σινέ-Άνθρωποι (2024, Εκδόσεις Ιστίο). Σε αυτή τη στήλη θα μας προτείνει ακόμη τρεις ταινίες για τη θάλασσα, σε συνέχεια δύο προηγούμενων Κυριακών.

Η Συλλέκτρια, 1967,
σκηνοθεσία Ερίκ Ρομέρ,
παίζουν οι Χάιντι Πολιτόφ,
Πατρίκ Μποσώ


Στις έξι ηθικές ιστορίες του Ερίκ Ρομέρ συγκαταλέγεται κι η Συλλέκτρια, μία ταινία που περιγράφει όσο λίγες την καλοκαιρινή διάθεση δίπλα στη θάλασσα. Σε αυτές τις ταινίες οι ήρωες φιλοσοφούν πολύ το σεξ και κάνουν ελάχιστο. Στον πρόλογο της ταινίας φαίνεται πως ο σκηνοθέτης εισάγει την ηρωίδα του ως αντικείμενο του πόθου, με κοντινά πλάνα στα πόδια και στον λαιμό της. Ύστερα την τοποθετεί ανάμεσα σε ένα ερωτικό τρίγωνο με δύο υποψήφιους κατακτητές κι η ιστορία παίρνει τον δρόμο της.
Το αξιολάτρευτο αυτής της ταινίας είναι η ολοφάνερη τεμπελιά, η αδράνεια που επιδιώκουν οι ήρωές της, που συγχρονίζεται άρτια με τη γενικότερη στάση του καλοκαιριού. Ο λόγος είναι η ανεμελιά του καλοκαιριού που γεννά την ανάγκη να μη σκέφτονται, να αποφεύγουν οποιαδήποτε λογική σκέψη για να μην κουράζονται, κάτι που γνωρίζουν ότι θα κρατήσει μόνο μέχρι τον Σεπτέμβρη και για αυτό το απολαμβάνουν. Η Γαλλική Ριβιέρα είναι ακόμη ένας από τους λόγους που αποσπά τον νου τους από κάθε σοβαρή σκέψη. Το να ξεφεύγει τελικά κανείς από τον εαυτό του ίσως είναι οι καλύτερες διακοπές.

Σαλίνα, 1970,
σκηνοθεσία Ζωρζ Λοτνέρ,
παίζουν Ρόμπερτ Γουόκερ,
Ρίτα Χέιγουορθ, Εντ Μπέγκλεϋ


Στον απέραντο ερημικό δρόμο για τη Σαλίνα των Κανάριων Νήσων ο Τζόνας περπατά εξουθενωμένος. Φαίνεται πως δεν θα τα καταφέρει. Η μικρογραφία ενός σπιτιού στον ορίζοντα του δίνει ελπίδες. Πλησιάζει διστακτικά και βρίσκει ένα φιλόξενο περιβάλλον, ένα μαγκάλι για νερό, ένα τραπέζι με κομμένο ψωμί, μια κούπα κι εφημερίδες. Μία ευπαρουσίαστη κυρία τον υποδέχεται συγκινημένη, τον αποκαλεί γιο της και του αποκαλύπτει ότι είχε τέσσερα χρόνια να τον δει. Μη έχοντας να φάει και να κοιμηθεί ο Τζόνας αποφασίζει να μην της πει την αλήθεια. Η υπόθεση περιπλέκεται όταν εμφανίζονται ο υποτιθέμενος πατέρας του και η αδελφή του.
Τις περισσότερες φορές η ταινία εκπλήσσει ευχάριστα με την εξέλιξη των γεγονότων, κυρίως λόγω της καλής ηθοποιίας όλων. Έχοντας προβλέψει τη ριψοκίνδυνη και ίσως υπερβολική υπόθεση, ο σκηνοθέτης αποφάσισε να αφήσει αρκετά από τα ερωτήματά της αναπάντητα κι αφιέρωσε αρκετό χρόνο για να μας δώσει μία καλή γεύση των Καναρίων Νήσων με τις πανέμορφες χρυσαφένιες και σκουρόχρωμες παραλίες που βρέχονται από τα ψυχρά νερά του Ατλαντικού. Οι νεαροί πρωταγωνιστές χαίρονται κι ερωτοτροπούν δίπλα στην αμμουδιά ξεχνώντας τα προβλήματά τους και, μαζί τους, παρασύρουν κι εμάς.
Παρά τα ελαττώματά της, η ταινία έχει αυτή τη χαλαρή, απελευθερωμένη ατμόσφαιρα που χαρακτήρισε τη δεκαετία της κι είναι εμφανής από την αρχή παρόλο που δύσκολα περιγράφεται με λόγια. Όσο κι αν επιχείρησαν να την αναπαράγουν οι σημερινοί κινηματογραφιστές, φαίνεται πως πάντοτε κάτι τους διέφευγε που τη διαφοροποιούσε κατά πολύ από την αυθεντική. Στην προτελευταία κινηματογραφική της εμφάνιση, η Ρίτα Χέιγουορθ είναι απρόβλεπτη στον ρόλο της Μάρα, όπως κι ο Εντ Μπέγκλεϋ, μυστηριώδης κι αινιγματικός ως Γουόρεν. Η εξωτική τοποθεσία συνδυάζεται με το ιδιαίτερο σενάριο και τις προσεχτικές ερμηνείες για να μας προσφέρουν μία πλούσια κινηματογραφική εμπειρία.

Οι Φάλαινες του Αυγούστου, 1987,
σκηνοθεσία Λίντσεϊ Άντερσον,
παίζουν οι Λίλιαν Γκις, Μπέτι Ντέιβις


Εδώ όμως βρισκόμαστε ενώπιον ενός αριστουργήματος κινηματογραφημένου στις πανέμορφες ακτές του Πόρτλαντ, στο Κλιφ Άιλαντ. Σας παρουσιάζω μέρος του κειμένου, το οποίο θα βρείτε στο βιβλίο μου με τίτλο Το Σινεμά της Ελεύθερης Ζωής (2020, Εκδόσεις Ιστίο).
Οι δύο ηλικιωμένες αδελφές περνούν ένα καλοκαίρι στο σπίτι όπου έκαναν διακοπές στα παιδικά τους χρόνια. Η ταινία παρακολουθεί λίγες μέρες της ζωής τους στο παραθαλάσσιο εξοχικό σπίτι. Είναι Αύγουστος και περιμένουν να εμφανιστούν οι φάλαινες που τέτοια εποχή πλησιάζουν την ακτή σε σημείο που είναι ορατές. Η Λίμπι είναι τυφλή κι η Σάρα φροντίζει να μαγειρεύει, να συγυρίζει και να πλένει και για τις δυο τους. Επίσης, η Σάρα αγαπά να προσέχει τα φυτά, να ζωγραφίζει και να τιμά την επέτειο του γάμου της, παρόλο που ο σύζυγός της απεβίωσε πριν 46 χρόνια. Φορά τα καλά της ρούχα, βάζει λίγο κρασί και δύο τριαντάφυλλα στο βάζο, και λέει τα προβλήματά της στη φωτογραφία του.
Εάν εξαιρέσουμε τη Λίμπι, οι χαρακτήρες της ταινίας είναι εξοικειωμένοι και χαρούμενοι με τα γηρατειά. Προσέξτε τη χαρά του κυρίου Μάρανοφ όταν προσφέρει το παλτό του στην κυρία Ντότι. Μια χειρονομία που δεν έχει προσωπικό όφελος και γίνεται απλά γιατί είναι ανθρώπινες τέτοιου είδους πράξεις ιπποτισμού. Η Λίμπι βρίσκεται σε αδιέξοδο επειδή ακόμα και τώρα αρνείται το παλαιό και βασίζεται στη νεότητα για να προχωρήσει. Η Σάρα έχει κατανοήσει ότι το γήρας μας επιτρέπει να ζήσουμε διότι μόνο αυτό έχει διασχίσει τον χρόνο. Το νέο έχει επιφάνεια, αλλά δεν έχει τη χρονική διάσταση. Εάν συμφωνήσουμε ότι δίχως τα αποτυπώματα του χρόνου η μνήμη δεν γεμίζει με ανθρωπιά, τότε είναι εμφανής η διαφορά χαρακτήρων των δύο αδελφών. Από τον τρόπο που ανταποκρίνεται σε κάθε αφήγηση που αναπολεί το παρελθόν η Λίμπι μελαγχολεί λόγω νοσταλγίας. Η Σάρα ακόμα ζει για το μέλλον, ντύνεται όμορφα και βάφεται για να εντυπωσιάσει στα 94, σκέφτεται τι θα κάνει αύριο και στενοχωριέται όταν η αδελφή της ισχυρίζεται ότι οι μέρες τους είναι μετρημένες. Η ευτυχία του να συμπεριφέρεσαι σαν γέρος, του να συνοψίζεις στη συμπεριφορά σου τις αξίες χωρίς να εκφυλίζεις ή να κουράζεις περιέχει κομψότητα. Ό,τι και να αφαιρέσεις από αυτή τη λιτή συμπεριφορά αμέσως την υποβαθμίζει. Όταν νιώθεις γέρος, μιλάς μόνο μέσα από την ψυχή. Κάθε απάντηση δείχνει απουσία προσπάθειας επίδειξης και περιέχει κομμάτια τελειότητας διότι δεν αφήνει τίποτα να εκκρεμεί και δεν πασχίζει να προσθέσει. Σαν να ξέρει πως να συμπεριφερθεί επειδή κρίνεται εκ των υστέρων από την ουσία του μέλλοντος. Η ευγένεια τους βοηθά να προχωρήσουν την κουβέντα, σαν μία υπόκλιση που ενώνει όμορφα δύο νοήματα. Ο κ. Μάρανοφ και η Σάρα είναι άνθρωποι που στα 90 τους τα κατάφεραν να κερδίσουν το μυαλό τους και να είναι χαμογελαστοί. Έζησαν μια καλή ζωή και το γνωρίζουν.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το