Άρθρα

Πρώτα ήρθαν…

Του Παντελή Προμπονά

Ευτυχής σύμπτωση κάθε εικοσιμία Μαρτίου που συμπίπτουν η παγκόσμια ημέρα Ποίησης και η παγκόσμια ημέρα κατά του Ρατσισμού και των Φυλετικών διακρίσεων. Σκέφτομαι πόσες φορές η ποίηση αποτέλεσε το οπλοστάσιο απέναντι στο μίσος, την απανθρωπιά και τη βία. Έμμετρα ή όχι, σύντομα ή εκτενέστερα, σύγχρονα ή κλασσικά τα ποιήματα συγκροτούν ένα ιδιαίτερο σύμπαν ιδεών, εμπειριών και συναισθημάτων που επιστρατεύονται για να προσφέρουν τρεις-τέσσερις γραμμές συμπυκνωμένης σοφίας.
Όταν ήρθαν να πάρουν τους τσιγγάνους δεν αντέδρασα / Δεν ήμουν τσιγγάνος // Όταν ήρθαν να πάρουν τους κομμουνιστές δεν αντέδρασα / Δεν ήμουν κομμουνιστής // Όταν ήρθαν να πάρουν τους Εβραίους δεν αντέδρασα/ Δεν ήμουν Εβραίος // Όταν ήρθαν να πάρουν εμένα / Δεν είχε απομείνει κανείς για να αντιδράσει. Το ποίημα, λανθασμένα, αποδίδεται ευρέως στον Μπέρτολτ Μπρέχτ. Στη πραγματικότητα αποτελεί την αποτύπωση ενός λεκτικού τεχνάσματος που είχε συλλάβει στα κηρύγματα του ο πάστορας της γερμανικής Ευαγγελικής Εκκλησίας Martin Niemoller, το οποίο προσάρμοζε στο κοινό στο οποίο μιλούσε.

Ο ιστορικός Harlod Marcuse από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια-Σάντα Μπάρμπαρα κάνοντας εκτενή έρευνα πάνω στη ζωή του, αποδεικνύει τη καταγωγή του ποιήματος και επισημαίνει πως έχει αυτοβιογραφικά στοιχεία. Ο πάστορας αναγνωρίζει ένα είδος συλλογικής ενοχής και συναίνεσης για τη στάση που κράτησε η γερμανική κοινωνία τα χρόνια της ανόδου των εθνοσοσιαλιστικών ιδεών στη Γερμανία. Βεβαίως η Ευαγγελική Εκκλησία μετά από τη Σύνοδο στο Μπαρμεν (σημερινό Βούπερταλ) με ενεργό συμμετοχή του Niemoller προσπάθησε να εμποδίσει την ποδηγέτησή της από το Ράιχ, ωστόσο ο ίδιος κατέληξε να συλληφθεί το 1937 από την Γκεστάπο και φυλακίστηκε αρχικά στο στρατόπεδο Ζαξενχάουζεν κι έπειτα το Νταχάου μέχρι την απελευθέρωσή τους από το συμμαχικό στρατό. Με μορφή κειμένου πρωτοδημοσιεύτηκε το 1955 στο βιβλίο του Milton Mayer: «Νόμιζαν πως ήταν ελεύθεροι, ενώ μεταπολεμικά ο πάστορας πρωτοστάτησε στην ανασυγκρότηση της εκκλησίας του.
Τη δουλειά του Marcuse τη δημοσίευσε ο δημοσιογράφος Michael S. Rosewald στη Washington Post το 2017 με αφορμή τις δηλώσεις του Ντόναλντ Τραμπ μετά την τραγωδία στον Charlottesville. Στην εποχή της μεταπολιτικής που έχει ως βασικό συστατικό της την αποϊδεολογικοποίηση του πολιτικού, έχει επείγουσα σημασία να επισκεφθούμε και πάλι καταστατικές έννοιες της ιστορίας του 20ού αιώνα. Κάτω από τον θρίαμβο του καπιταλισμού και τη γενικευμένη διάδοση του Laissez-faire του, ξοδεύτηκαν λέξεις, απογυμνώθηκαν όροι από τα νοήματα που συμπυκνώνουν και αυτό έγινε με τρόπο υπόρρητο και καταστροφικό. Πόσες φορές είπες κάποιον φασίστα ενώ στη πραγματικότητα ήθελες να τον αποκαλέσεις αυταρχικό, καταπιεστικό, αντιδημοκρατικό, εγωκεντρικό; Δε πρόκειται για κάποιου είδους λεκτικό εκλεκτικισμό, αλλά για τη στοιχειώδη συνθήκη γέννησης της κριτικής: Ορισμένες κοινές αφετηρίες.

Ο ρατσισμός, γέννημα-θρέμμα της αποικιοκρατίας και της προβολής των θεωριών του εξελικτισμού στο πεδίο των πολιτισμικών σχέσεων αποδείχθηκε ιδιαίτερα χρήσιμο εργαλείο για το σκοτεινό παρελθόν της ευρωπαϊκής ηπείρου. Επί αυτής της ιδεολογίας κατασκευάστηκαν τα δίπολα: πολιτισμένος / απολίτιστος, σύγχρονος / πρωτόγονος, πολιτισμένος / άγριος τα οποία αποστέρησαν από εκατομμύρια ανθρώπους την ανθρώπινη υπόστασή τους, ορισμένους τους μετέτρεψαν σε περιφερόμενο θέαμα των ευρωπαϊκών ελίτ, ενώ νομιμοποίησαν τη δουλεία. Κατά τον εικοστό αιώνα ο ρατσισμός μασκαρεύτηκε, επιχειρήθηκε να λάβει επιστημονική φόρμα (ευγονική), επιστρατεύτηκε από τον εθνικοσοσιαλισμό και αποτέλεσε την ιδεολογική βάση των αδιανόητων εγκλημάτων του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου. Φαίνεται όμως πως ο μεταπολεμικός κόσμος ξέχασε σύντομα το ένοχο παρελθόν του. Ο ρατσισμός σήμερα επιστρατεύεται σχεδόν αδιόρατα είτε διότι αποκρύπτεται σε τόπους που δεν βρίσκουν τον δρόμο τους προς την ορατότητα είτε διότι μιλάει τη γλώσσα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, των διεθνών συμβάσεων και της επικρατούσας υπολογιστικής της ζωής.

Αισθάνομαι την πνιγηρή ανάγκη να γράψω το δικό μου «Πρώτα Ήρθαν», όμως δεν είμαι ποιητής κι η οδύνη των ημερών γίνεται ολοένα και πιο έντονη. Οφείλουμε ως κοινωνία να αντισταθούμε στην αποκτήνωση μας: Αποκτήνωση είναι να δολοφονείται από φασίστες ένα νεαρό παλικάρι και τα ΜΜΕ να βάζουν τίτλο «τον σκότωσε για το ποδόσφαιρο». Αποκτήνωση είναι ένας άντρας να δολοφονεί τη γυναίκα του και τα ΜΜΕ να συζητούν «για τη Βουλγάρα που τον είχε φέρει στο αμήν». Αποκτήνωση είναι να ψάχνει τη σωτηρία μιας γρήγορης διακομιδής σε ένα νοσοκομείο το θύμα και ο ταρίφας που έτυχε μπροστά της να τη πετάει έξω μη του λερώσει τα καθίσματα. Αποκτήνωση είναι να πεθαίνει ένας μαύρος άντρας, πατέρας δύο παιδιών, μέσα σε ένα Αστυνομικό Τμήμα και να παριστάνουμε πως δε συνέβη τίποτα. Αποκτήνωση είναι να μαζεύουμε ακέφαλα πτώματα εννιάχρονων παιδιών στις συνοριακές ακτές μας και να το θεωρούμε «ατυχία» ή «φυσιολογική εξέλιξη». Αποκτήνωση είναι να μη πηγαίνεις το παιδί σου στο σχολειό γιατί εκεί θα συναντήσει κάποιον που σιχαίνεσαι. Αποκτήνωση είναι να ταράζεις στις κλωτσιές προσφυγάκια που έπαιζαν ανέμελα μπάσκετ. Αποκτήνωση είναι να παρατηρείς αμέριμνος να ξυλοκοπείται μέχρι θανάτου ένας άνθρωπος στο κέντρο της Αθήνας επειδή κάποιος θεώρησε πως ήταν «πρεζάκι». Αποκτήνωση είναι να βιάζεται μια κοπέλα και να καταλήγει νεκρή ή νεκροζώντανη στην αναπηρική καρέκλα γιατί τα αρσενικά έμαθαν πως μπορούν να κυριαρχούν. Αποκτήνωση είναι να δολοφονείται ένα νεαρό παλικάρι για τα είκοσι ευρώ στο πορτοφόλι του. Αποκτήνωση είναι να μετράμε νεκρούς ντελιβεράδες και να θεωρούνται «λογικές απώλειες μιας επικίνδυνης δουλειάς». Αποκτήνωση είναι να σκίζεις βιβλία, να διακόπτεις παραστάσεις, να τραμπουκίζεις ηθοποιούς.
Τούτη η λίστα θα μπορούσε να είναι ατέλειωτη. Η πρώτη και μεγαλύτερη μορφή αντίστασης στην αποκτήνωση είναι να μη γίνουμε ένα με τα κτήνη. Δε μπορούν να μας εκφράζουν με τα καλέσματα για αυτοδικία, το λιντσάρισμα, την υιοθέτηση σεξιστικου και ρατσιστικού λεξιλογίου. Δεν είναι το δικό μας γήπεδο αυτό. Το δικό μας γήπεδο είναι η αλληλεγγύη, η συμπερίληψη, η συναίσθηση, η προάσπιση των δικαιωμάτων, ο αντισεξισμός, ο αντιρατσισμός, η πάλη ενάντια στην ομοφοβία. Χρησιμοποιώ πρώτο πληθυντικό πρόσωπο για έναν μόνο λόγο: Τούτη η στάση ζωής θέλει κι αυτή τους ποιητές της.

[email protected]

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το