Άρθρα

Προσοχή, οι άνθρωποι ουρλιάζουν!

Του Γιάννη Πευκιώτη

Όταν πηγαίνω στο αυτοκίνητο σκέφτομαι δυο πράγματα. Με πάνε στο γιατρό ή εκδρομή. Το καταλαβαίνω όταν είναι άδειο ή γεμάτο μπαγάζια. Κάνανε στο σπίτι πολλές ετοιμασίες όλη την εβδομάδα αλλά ποτέ δεν καταλαβαίνεις τι γίνεται. Κάθε μέρα δουλειές κάνουνε. Καθαρίζουνε, κουβαλάνε, πλένουνε, απλώνουνε, σκαλίζουνε, μαγειρεύουν, διαβάζουνε, γράφουνε, ποτέ δε σταματάνε. Πως να καταλάβεις;

Κατέβηκα κάτω και δεν βλέπω το αυτοκίνητό μας. Ένα άγνωστο με δυο παιδιά που πηγαινοέρχονται σπίτι μας. Μοιάζουνε με συγγενείς αλλά γενικά τους έχω κατά νου μη πάρουνε τίποτα φεύγοντας. Μέχρι στιγμής τίποτα.

Από τη κουβέντα κατάλαβα ότι το αυτοκίνητό μας χάλασε πάλι κι οι δικοί μου σιχτιρίζανε για τη στιγμή που συνέβη. Σκέφτονταν να ακυρώσουν τις διακοπές αλλά κυριάρχησε το αίσθημα της ευθύνης για μια ακύρωση της τελευταίας στιγμής, χώρια που όλοι περιμένανε κάπου να πάνε έστω για μια βδομάδα.

Πήδηξα μέσα στο αυτοκίνητο, το είδα φορτωμένο κι αμέσως σκέφτηκα, γλίτωσα το γιατρό. Από πίσω θα ερχόταν οι υπόλοιποι με τη μηχανή. Λίγο παράδοξο για διακοπές, συνήθως πηγαίνουμε όλοι μαζί αλλά οφείλεται μάλλον στο ότι πηγαίνουμε με άλλο όχημα.

Φύγαμε.

Δεν πήραμε όμως το δρόμο που είναι όλο ισιάδι (ακούω ότι τον λένε εθνική) αλλά έναν άλλο όλο στροφιλίκι. Ευτυχώς που κάνουμε και καμιά στάση. Λίγο κουραστικό αλλά ευτυχώς φτάσαμε γρήγορα. Στο ισιάδι αντέχω 2-3 ώρες σερί. Το στροφιλίκι δεν το αντέχουν ούτε οι άνθρωποι.

Πιάσαμε την παραλία του χωριού και παρκάραμε μπροστά από το σπίτι που είχαμε νοικιάσει. Βγήκα έξω χαρούμενος μαζί με τους υπόλοιπους. Γνωστό το μέρος, δίπλα στη θάλασσα, μεγάλα δωμάτια. Είχα περάσει πολύ καλά τις προηγούμενες φορές. Είδα και τη κυρά Μαρία, να μας υποδεχτεί.

Όμως αυτή αντί να μας υποδεχτεί όπως τις άλλες φορές, άρχισε να φωνάζει. Ουρλιάζει είπαν οι δικοί μου. Μάλλον επειδή οι άνθρωποι συγγενεύουν με τα ζώα. Δεν είναι αδόκιμος όρος όταν θέλεις να περιγράψεις μια στιγμή έντασης. Κάτι έλεγε για μένα αλλά εγώ ήμουν κουδούνι από τις στροφές. Με λίγα λόγια, τα μαζέψαμε και φύγαμε. Αράξαμε στην παραλία. Εγώ έκατσα πάνω στα βότσαλα και με χτύπαγε ένα ωραίο αεράκι. Είχαν μαζευτεί και κάτι σύννεφα, ευλογία βροχής με τέτοια ζέστα. Οι δικοί μου κάτι λέγανε αλλά δεν τους έδωσα σημασία.

Σκεφτόμουνα. Τι έπαθε η κυρά Μαρία. Φταίει η οικονομική κρίση, φταίει η πανδημία, φταίει ο κακός καιρός; Δεν μπορούσα να δώσω καμιά απάντηση. Πλήρες αδιέξοδο.

Έφτασε και η μηχανή. Έπιασαν τους δικούς μου τα κορίτσια και τους έλεγαν να μην πάνε να ζητήσουνε το λόγο.

Να βρούμε άλλο σπίτι. Σιγά μη βρούνε σκέφτηκα, πρωτομηνιά Αυγούστου. Πράγματι δεν βρήκαν και τα μαζέψαμε και γυρίσαμε πίσω αμίλητοι. Όλοι πολύ ταραγμένοι από αυτό το απρόβλεπτο γεγονός.

Οι άνθρωποι έχουν περίπλοκο ψυχισμό. Άμα χαλάσει το πρόγραμμά τους δυσκολεύονται να επανασχεδιάσουν. Δυο μέρες βουρλίζονται. Οι πιο σύντομες διακοπές που έχω κάνει. Μια ώρα μπρος, μια ώρα πίσω.

Εγώ πάντως άραξα στα μαρμάρινα σκαλιά του σπιτιού μας. Τέτοια εποχή είναι βάλσαμο δροσιάς. Συνεχίζω να σκέφτομαι. Ούτε μια συγγνώμη; Ανεξήγητα πράγματα.

Ποιος μπορεί να ζήσει σε αυτή τη βαρβαρότητα χωρίς να γαβγίσει όταν οι άνθρωποι ουρλιάζουν;

 

 

 

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το