Τοπικά

Προσφορά 40 χρόνων σε χιλιάδες μαθητές από τον συνταξιούχο εκπαιδευτικό Δημήτρη Τσιλίκα

Ο φυσικός κ. Δημήτρης Τσιλίκας, συνταξιούχος από το 2002, στις αρχές της δεκαετίας του 1960, λειτούργησε ένα από τα πρώτα ιδιωτικά φροντιστήρια στον Βόλο. Επί τέσσερις δεκαετίες από τις αίθουσες του φροντιστηρίου του απόμαχου πλέον, πλην θαλερού, εκπαιδευτικού, πέρασαν χιλιάδες μαθητές και μαθήτριες, οι οποίοι προετοιμάστηκαν κοντά του με επιτυχία κι έκαναν πραγματικότητα το όνειρο της εισαγωγής τους σε κάποια πανεπιστημιακή σχολή.

Το μακρινό 1962, ο κ. Τσιλίκας, 27 ετών τότε, συνεργάστηκε με τον μαθηματικό Γιώργο Μακρή και κέρδισαν την εμπιστοσύνη πάρα πολλών οικογενειών για τη μόρφωση των παιδιών τους. Αμέτρητες οι ιστορίες, που έχει να διηγηθεί ένας εκ των παλαιότερων φροντιστών στη Μαγνησία. Στην 40χρονη διαδρομή του βίωσε πολλά, άλλοτε ευχάριστα κι άλλοτε όχι. Πάντοτε, όμως, μοχθούσε για την πρόοδο των μαθητών του και είναι ένας από τους ανθρώπους που έζησαν από πρώτο χέρι την εξέλιξη του εκπαιδευτικού συστήματος στην Ελλάδα.
Αποφοίτησε από το Γυμνάσιο το 1953 και την αμέσως επόμενη χρονιά εισήχθη στη Φυσικομαθηματική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Το 1960 πήρε το πτυχίο του και μετά την ολοκλήρωση των στρατιωτικών του υποχρεώσεων, επέστρεψε στη γενέτειρά του. Οι τίτλοι τέλους έπεσαν πριν από 18 χρόνια. «Κάποτε τα οργανωμένα φροντιστήρια δούλευαν καλά, μέχρι που τα ιδιαίτερα των καθηγητών και η υπερπληθώρα πτυχιούχων, κατέστησαν ασύμφορη τη λειτουργία τους. Και παρότι είχα κατευθύνει προς τα εκεί τις δύο κόρες μου, η μία σπούδασε φυσικός και η άλλη μαθηματικός, για να με διαδεχτούν, εν τέλει πήραν τα διδακτορικά τους και ακολούθησαν άλλους δρόμους. Τα πράγματα άλλαξαν από το 1981 και μετά, με τον ερχομό του Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος διπλασίασε τους μισθούς των καθηγητών, μείωσε τις ώρες διδασκαλίας κι επιπλέον προχώρησε σε αθρόες προσλήψεις. Διόρισε όλον τον κόσμο τότε το ΠΑΣΟΚ. Είχα δεκαπέντε καθηγητές στο φροντιστήριο και διορίστηκαν οι δέκα», σημείωσε ο βετεράνος εκπαιδευτικός, ο οποίος πλέον ασχολείται με τη συγγραφή.
«Το καλύτερο εκπαιδευτικό σύστημα ήταν εκείνο, που εφαρμόστηκε το 1964 από τον Ευάγγελο Παπανούτσο, επί πρωθυπουργίας του Γεωργίου Παπανδρέου», σημείωσε με νόημα ο κ. Τσιλίκας, ο οποίος μέχρι και σήμερα μνημονεύει τις μεταρρυθμίσεις που επιχείρησε τότε ο αείμνηστος ακαδημαϊκός.

Ο λόγος που απαρνήθηκε τη σιγουριά του Δημοσίου; «Την εποχή εκείνη, μου είπαν ότι διορίστηκα στα Λεχαινά της Ηλείας. Ο μισθός ενός καθηγητή σε δημόσιο σχολείο ανερχόταν σε 2.222 δραχμές. Αντίθετα, στο φροντιστήριο έβγαζα πέντε με έξι χιλιάδες τον μήνα. Μ’ έπιασε ένας μακαρίτης καθηγητής μου, ο Δημήτρης Οικονομίδης και μου είπε: «Έλα να σε μεταθέσω αμέσως στο Βελεστίνο». Τον ευχαρίστησα, αλλά αρνήθηκα. Τότε για όλα τα σοβαρά επαγγέλματα, ήταν ντροπή να πας στο Δημόσιο. Εκεί κατέφευγαν μόνο όσοι δεν ήταν ικανοί να τα βγάλουν πέρα στην ελεύθερη αγορά. Όμως, ο βασικότερος λόγος που αρνήθηκα τον διορισμό μου, είχε να κάνει με το γεγονός ότι στο ξεκίνημα των σπουδών μου, ο πατέρας μου, που ήταν δάσκαλος, είχε απολυθεί από την υπηρεσία του για τέσσερα-πέντε χρόνια, διότι, λέει, ήταν αριστερός. Έτσι, με απέτρεπε από το να γίνω δημόσιος υπάλληλος, για να μην έχω τη δική του τύχη».
Βέβαια, τα… ευτράπελα δεν έλειψαν στην ακαδημαϊκή του πορεία. Το πλέον χαρακτηριστικό συνέβη το 1967. Συγκινήθηκε, όταν θυμήθηκε την… περιπέτειά του στα χρόνια της δικτατορίας:

«Όταν ήμουν φοιτητής, συμμετείχα στον Σύλλογο Θεσσαλών φοιτητών, που πορευόταν υπό τη σκέπη της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη. Όταν είχα πρωτοξεκινήσει στον Βόλο, έδωσα μία ομιλία, για την αποστολή του σοβιετικού δορυφόρου «Σπούτνικ» και κατέληγα ως εξής: «Εύχομαι όλα όσα γίνονται, να είναι για το καλό της ανθρωπότητας και να επικρατήσει ειρήνη. Όμως, τρεις αστυνομικοί της Ασφάλειας, που είχαν έρθει, μου είπαν: «Είπες για την ειρήνη, άρα τάσσεσαι με τη νεολαία Λαμπράκη». Το τρίτο και χειρότερο; Μιλούσα ανοικτά υπέρ του Γεωργίου Παπανδρέου, κάτι που απείχε από το τρίπτυχο «Πατρίς, θρησκεία, οικογένεια» του δικτατορικού καθεστώτος. Μ’ αυτά τα τρία κατηγορητήρια, μου αφαίρεσαν την άδεια, από τον Σεπτέμβριο του 1967, μέχρι τον Φεβρουάριο του 1968. Το πιο συγκινητικό ήταν ότι έπεσε όλος ο Βόλος επάνω, με υποστήριξε και ξαναπήρα την άδεια. Κι όταν άνοιξα, ήρθαν όλοι οι μαθητές, δίχως να φοβηθούν για την κατάσταση».

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το