Θ Plus

Προς Νεοχώρι

Του Κυριάκου Παπαγεωργίου

Νάμαι πάλι στο Νεοχώρι! Ναι, μα ποιο Νεοχώρι απ’ όλα; Υπάρχουν μαθές τριάντα δύο (32) Νεοχώρια σ’ όλη τη χώρα. Συν ένα Παλιονέχωρο, στα Κράβαρα της Αιτωλίας. Σκορπισμένα σε όλο τον ενδοχώριο κυκεώνα της πατριδoγραφίας.
Χώρια βέβαια το Γενή Σεχήρ. Νεοχώρι κι αυτό! Και τι Νεοχώρι; Φημισμένο εδώ και δυο χιλιάδες χρόνια. Το πρώτο και καλύτερο, όπως διατείνονται οι αρχαιολόγοι και οι ανασκαφείς…
Εν πάση περιπτώσει είμαι ή μάλλον οδεύω προς το Νεοχώρι του Πηλίου, ένα από τα διάσπαρτα Νεοχώρια της ενδοχώρας.
Βρίσκομαι μια στροφή πριν απ’ αυτό. Το κυαλάρω από τη μεγάλη ευθεία να βγαίνει σαν σε κάδρο μεγαλοπιασμένου αρχοντοχωρίου, κάτω από μια ήπια κορυφογραμμή, δίχως τις φιοριτούρες των δαντελένιων κορυφών της ηπειρωτικής ενδοχώρας.
Είμαι πια στο Νεοχώρι! Διασχίζω τη δροσερή ρεματιά με τα μυρωδάτα μπακαλιαράκια που έχουν κάτσει μέσα μου εδώ και μισό αιώνα κλωσώντας απερίσπαστες μνήμες.
Ύστερα παίρνω την εμπασιά για την πλατεία. Αμέσως μετά τη στροφή αριστερά μου και μπροστά σε ένα απλό πέτρινο σπίτι βλέπω έναν άντρα, μουσάτο, ηλικιωμένο, αλλά γεμάτο από τις δυνατές εμπειρίες που έχουν καθίσει στο ωραίο του πρόσωπο, να ποτίζει μιαν αρμαθιά ντομάτες στον περιποιημένο κηπάκο του.
«Βασίλη», του λέω και σταματάω το αμάξι για να τον χαιρετήσω.
Κατεβαίνω του δίνω το χέρι εκείνος διακόπτει για λίγο το πότισμα και με ρωτάει πού είμαι τόσον καιρό.
Του λέω τα καθέκαστα και με καλεί να τα πούμε, μια και κουβαλάω δυνατές εντυπώσεις από τη Σικελία και τη Σχοινούσα, απανωτά.
Είναι ο Βασίλης, άνθρωπος του θεάτρου, απόμαχος πια, σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής, μια ανθρώπινη μηχανή σκηνικών εμπειριών και γνώσεων που κουβαλάει από τη σχέση του με το θέατρο Τέχνης ένα σωρό σκηνικούς λόγους και παραστάσεις.
Τον αφήνω στη φροντίδα των κηπευτικών του μεταφέροντας συνάμα τα χαιρετίσματά μου στη σύντροφό του, καταξιωμένη κι εκείνη ηθοποιό του σύγχρονου ελληνικού θεάτρου.
Ύστερα μπαίνω στο αμάξι και βάζω την πρώτη για να ξεκινήσω. Από τη δεύτερη ώς την τρίτη ταχύτητα όμως, μου συμβαίνει καινούργια συνάντηση, γι’ αυτό και ξανακατεβάζω τον μοχλό ακινητοποιώντας το αμάξι για να χαιρετήσω έναν άλλον ηλικιωμένο που κρατάει ένα καρεκλάκι σπαστό και κατηφορίζει προς τον κάτω μαχαλά του χωριού.
«Γιάννη», του φωνάζω, «είσαι στο Νεοχώρι»;
Εκείνος σταματάει τον κατήφορο, μου χαμογελάει και στέκεται για να τα πούμε.
Είναι ο Γιάννης, ένας από τους δόκιμους κριτικούς της λογοτεχνίας, δοκιμιογράφος και καταξιωμένος άνθρωπος της διανόησης, που παρεπιδημεί στο Νεοχώρι, καθώς έχει ένα μικρό κι ωραίο πέτρινο σπιτάκι, όπου μένει με τη Γαλλίδα σύντροφό του.
Αφού χαιρετηθούμε, ξαναμπαίνω στο αμάξι για να συνεχίσω τη λίγη πορεία που μου απομένει, ώστε να φτάσω στο σπιτάκι που με φιλοξενεί.
Δεν προλαβαίνω να πάρω την επόμενη στροφή, μετά το παλιό σχολειό και μια γυναίκα από ψηλά μού κάνει νόημα να σταματήσω.
Την κοιτάζω προσεκτικά και αναγνωρίζω τη φίλη μου Συμπίλ, μιαν Ελβετίδα, που μένει στο Νεοχώρι, σε ένα υπέροχο αρχοντικό που αγόρασε πριν μερικά χρόνια, μαζί με τον σύντροφό της τον Φιλίπ.
Η Συμπίλ, ένας δυναμικός γυναικείος τύπος, είναι βουλευτίνα στο καντόνι της Βασιλείας και συνάμα περιηγήτρια, αρχαιολόγος και ιστορικός. Μένει στο Νεοχώρι πάνω από πέντε μήνες τον χρόνο.
Το αρχοντικό τους βρίσκεται κάτω από το σπιτάκι που με φιλοξενεί κι έτσι γνωριστήκαμε καλύτερα. Γνωρίζει την Ελλάδα, σπιθαμή προς σπιθαμή και βέβαια είναι να μη μας ακούει κάποιος τρίτος, όταν μιλάμε δυο μας, γιατί θα σχηματίσει την εντύπωση ότι μιλάμε μια ακατανόητη γλώσσα.
Δίνουμε ραντεβού a la Neochori και χωρίζουμε.

Ξαναμπαίνω στο αμάξι αναλογιζόμενος ότι μέχρι αυτή τη στιγμή όσο χρόνο σπατάλησα για να έρθω στο Νεοχώρι από τον Βόλο, τον ίδιο χρόνο σπατάλησα και μέσα στο χωριό πριν ακόμη πατήσω το πόδι μου στο προαύλιο του μικρού σπιτιού.
Ξαναβάζω μπρος και κινούμαι πια σε κείνο τον τσιμεντένιο ανήφορο για να πάρω την τελική στροφή προς τον επάνω μαχαλά που βρίσκεται το σπιτάκι.
Φτάνω στη μικρή πλατειούλα των Αγίων Αποστόλων και παρκάρω. Βγαίνοντας ακούω μια φωνή από πίσω μου, να με καλεί επανειλημμένα:
«Κυριάκο, Κυριάκο». Είναι ο Γιάννης, αντιπρόεδρος του συλλόγου «Φίλοι των Καλντεριμιών» που μένει μόνιμα, μετά τη συνταξιοδότησή του, στο Νεοχώρι.
Είναι ένας άνθρωπος δυναμικός, ευαίσθητος, περιπατητής και πολύ διαβασμένος. Επιμελείται όλα τα καλντερίμια του Νότιου Πηλίου φροντίζοντας να μένουν ανοιχτά και προσβάσιμα σε όλο τον κόσμο που επιθυμεί να τα περπατήσει…
Τον χαιρετώ, του δίνω κι ένα τεύχος από το ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΑΝΟΡΑΜΑ που του είχα υποσχεθεί και κατηφορίζω μαζί με ένα σωρό σακούλες και μπαγκάζια προς το σπιτάκι, όπου θα περάσω ένα πενθήμερο γαλήνης και αυστηρής περισυλλογής.
Λίγο πριν μπω στον διάδρομο της εισόδου για το σπιτάκι βλέπω έναν άντρα βραχύσωμο, με γερά μούσκουλα, ηλιοκαμένο πρόσωπο και σταθερό βήμα, να κρατάει μια σακούλα με κηπευτικά και να κατευθύνεται προς το σπιτάκι που επιχειρώ να εισέλθω.
Με σταματάει και μου λέει «σ’ εσένα έρχομαι» προσφέροντάς μου όλη τη σακούλα που περιέχει ντομάτες, αγγούρια, μελιτζάνες, πιπεριές, κολοκυθάκια και μια αγκαλιά βλήτα, όλα από τον κήπο του.
Είναι ο Κώστας, ο άνθρωπος του Νεοχωρίου, Αλβανικής καταγωγής, παντρεμένος με τη Μαριλίντα, επίσης Αλβανίδα, με την οποία έχει αποκτήσει δυο μεγάλα παιδιά, που γεννήθηκαν στην Ελλάδα κι είναι δημότες πια Νεοχωρίου.
Ο Κώστας που κάνει τα πάντα, εδώ στο Νεοχώρι, από καθαρισμούς κήπων και περιβολιών μέχρι συντηρήσεις και φυλάξεις σπιτιών, ανακατασκευές, ποτίσματα, κλαδέματα, ραντίσματα, αποχετεύσεις, επιδιορθώσεις, συλλογές καρπών, σκαψίματα και κάθε είδους μερεμέτια, είναι ο άνθρωπος με Άλφα κεφαλαίο, που τον αγαπούνε και τον εκτιμούν όλοι εδώ στο χωριό.
Έχει δυο παιδιά, ένα αγόρι που τελειώνει το Λύκειο και βοηθάει τον πατέρα του σε όλες τις αγροτικές δουλειές κι ένα κορίτσι που βοηθάει τη μάνα του σε όλους τους καθαρισμούς σπιτιών κι ετοιμάζεται για το πανεπιστήμιο.
Ζούνε στο Νεοχώρι, εδώ και είκοσι χρόνια κι έχουν την αμέριστη εμπιστοσύνη όλων των χωριανών, αλλά και των ξένων που έχουν σπίτια στο χωριό, για τις εξαιρετικές υπηρεσίες που προσφέρει ολόκληρη η φαμίλια όλα αυτά τα χρόνια.
Έχει αγοράσει ένα σπιτάκι που το έκανε κούκλα και τώρα ετοιμάζεται να αγοράσει κι ένα άλλο από τις οικονομίες του.

Χειμερινή εικόνα του χωριού

*
Ποιος Έλληνας τάχα αγαπάει τον τόπο του όπως αυτοί οι Αλβανοί μετανάστες που φροντίζουν το χωριό, τον τόπο, τις ιδιοκτησίες και τη γη, όπως ο Κώστας από το Φιόρι της Αδριατικής;
Ποιος ξέρει τη γης ετούτη σπιθαμή προς σπιθαμή;
Ποιος την πονάει και ποιος νοιάζεται για δαύτη;
Μου δίνει τη σακούλα με τα ολόφρεσκα κηπευτικά του και με ρωτάει αν έχω κανένα πρόβλημα στο σπίτι.
Ύστερα με χαιρετάει και μου ζητάει με ύφος συνεσταλμένο, το βράδυ, αν θέλω, να συναντηθούμε στην πλατεία, στο μαγαζί του «Γερμανού», να με κεράσει ένα κρασί. Ποιος, ο άνθρωπος της δουλειάς, του μόχθου, της αληθινής βιοπάλης και της πέρα για πέρα αληθινής ζωής, την οποία διδάσκει – με τον τρόπο του – σε τόσα εκατομμύρια Έλληνες που βαρυγκομούν και κριτικάρουν την «κρίση» των καιρών, αραχτοί σε μια πολυθρόνα ή σε έναν καναπέ, μπορεί και με μια ή δυο καρέκλες αγκαλιά, βρίζοντας τους Γερμανούς που μας έφεραν σε αυτή την κατάσταση, με τα μνημόνια και τα πανωτόκια…
*
Το βράδυ, ύστερα από τα συμμαζέματα, θα πάω για ένα κρασί στου Γιάννη του «Γερμανού», παρέα με τον Κώστα, από το Φιόρι της γείτονος χώρας.
Θα καθίσω κάτω από την υπέροχη φλαμουριά της πλατείας, θα μου στρώσουν καρό κατακόκκινο τραπεζομάντηλο κι αμέσως μετά, περιμένοντας τον Κώστα, θα κινηθώ προς την υπαίθρια ψησταριά, πάνω από την οποία βράχος ακλόνητος στέκει ο Γιάννης, ο «Γερμανός».
Τι περίπτωση κι αυτή; O Γιάννης ο «φονιάς», της σπάλας, του βουβαλίσιου μηρού, της σαρδέλας και του κολιού, εκεί, πάνω από τα κάρβουνα που του ψήνουν τη ζωή, μια ζωή, να φροντίζει το βάθος της φωτιάς, την έκταση της θράκας, τη φλόγα του καπνού και την εκπομπή, σε καθημερινή βάση, μιας κνίσσας που λαχταρούν οι παρέες των απανταχού Πηλιορειτών και των ξένων επισκεπτών.
Το μαγαζί του μια όαση δροσιάς, ευωδίας, γαλήνης και στομαχικού θριάμβου. Μα ο Γερμανός δε φροντίζει μόνο το στομάχι. Νοιάζεται και για τη μουσική που θα βάλει σε χαμηλούς τόνους να παίζει, για να πάρει με το δίκιο του τον κότινο του καλύτερου, κατά την άποψή μου, καταστήματος εστίασης, σε ολόκληρο το Πήλιο.

Οι περίφημες πλάκες Νεοχωρίου

*
Ο Γιάννης, πέρα από τα εδέσματα και τα καλούδια που προσφέρει, ανά τακτά διαστήματα διοργανώνει χορούς, γλέντια, συνεστιάσεις, βραδιές τζαζ, βραδιές χορωδίας, βραδιές με το ανεπανάληπτο ζευγάρι της Αργαλαστής (τον Νίκο με το μπουζούκι και τη Ρομίνα, την Ελβετίδα με τη βελούδινη φωνή) και τις μοναδικές ρεμπέτικες βραδιές, βραδιές πανδαισίας, που τις τιμούν ξεχωριστά και ιδιαίτερα οι παρεπιδημούντες αλλοδαποί σε ολόκληρο το Πήλιο. Γι’ αυτό και κάθε τέλος εποχής διοργανώνουν εδώ, στην πλατεία του Νεοχωρίου, τη βραδιά των αλλοδαπών, φωνητικά, με πιάνο, σαξόφωνο και ντραμς.
Θάρθει ο Κώστας κατά τις δέκα, όταν θάχει ξεμπλέξει με τις υποχρεώσεις του, για να καθίσει δίπλα μου, να παραγγείλει το κρασί και να χαιρετάει με ανυπόκριτη ευγένεια και χαμόγελα όλους τους θαμώνες της πλατείας.
Δε θα προλάβουμε να παραγγείλουμε μεζέδες, γιατί θάρχονται τα πεσκέσια – για τον Κώστα – απανωτά. Τάχουν αυτά οι Έλληνες, όταν δεν είναι ρατσιστές και κομπλεξικοί, μα κυρίως όταν είναι γαλαντόμοι και θεωρούν ισότιμους με τον εαυτό τους όλους ανεξαίρετα τους ξένους…

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το