Θ Plus

Προς Μεγανήσι – Στην πολυνησία του Λευκαδίτικου συμπλέγματος

Του Κυριάκου Παπαγεωργίου

Είχαμε ορίσει ως τόπο συνάντησης το λιμανάνι του Καλάμου. Για να μας πάρει ένα ιστιοπλοϊκό που θα μας έκαμε τον γύρο των νησιών της Λευκάδας.
Η ρότα που είχαμε στον νου μας, καταστρώθηκε επί τόπου. Στο νηοδρόμιο του Ιονίου η ρότα αυτή αντέγραφε: Κάλαμος – Καστός – Άτοκος – Αρκούδι – Φορμίκουλα – Κύθρος – Μεγανήσι.
Πολλά από τα νησάκια αυτά, ως ονόματα, στους πολλούς δεν λένε τίποτα, αλλά για τους ροβινσώνες της ελληνικής πολυνησίας, λένε πολλά…
Καθώς διασχίζουμε το ριγωτό νερό, ένας μοναχικός όγκος αρχίζει να διαγράφεται. Είναι η Άτοκος. Το νησί αυτό, δεν ξέρω γιατί, είχε γίνει για χρόνια, η έμμονη αγωνία κι επιμονή μου να το παραπλεύσω.
Το βλέπουμε από μακριά όλο και να πλησιάζει. Το όραμα της Ατόκου γίνεται μια συμπυκνωμένη πραγματικότητα που αρχίζουμε να τη ρουφάμε με τα μάτια διεσταλμένα.
Μια αλίμενη ακτογραμμή, καθώς πλησιάζουμε, γίνεται φυσική και έντονη κι αποκαλύπτει ένα νησί με απότομες κλίσεις, πρασινωπή ζώνωση και πολύ δασωμένες πλαγιές. Τα νερά αποθεώνονται μέσα σε αυτό το χρωματικό πανδαιμόνιο, ενώ δυο τρία πλεούμενα, τράτες και φουσκωτά, παραπλέουν σα μεθυσμένα.
Από μακριά διακρίνεται η μοναδική «Ακτή του ενός σπιτιού». Την προσεγγίζουμε με μικρή ταχύτητα. Ειν’ ένα φυσικό αραξοβόλι, με μια παραλία βοτσαλωτή, πούχει οινοπνευματί νερά, βλάστηση πλούσια που φτάνει μέχρι τη θάλασσα, ένα κουκλίστικο διώροφο σπιτάκι με γαλάζια παράθυρα κι ένα ξωκλήσι στην άκρη. Καβατζάρουμε τον κάβο και παραπλέουμε τον γιαλό που περιβάλλεται από κατάλευκους ασβεστόλιθους, με νερά και βυθούς σμαραγδένιους.

Η βραχονησίδα Σέσουλα

Είμαστε στην ανατολική κόψη κι οι θαλασσοσπηλιές και οι φυσικές κολυμπήθρες εκτινάζονται ως αληθινή τέχνη στα ουράνια.
Κι ενώ μεθυσμένοι γέρνουμε στα παραπέτα του ιστιοφόρου κραδαίνοντας τις φωτομηχανές, ένα τοσοδούλι κεφαλάκι ζωικού θαλασσόβιου, σε είκοσι μέτρα από μας, αναδύεται διστακτικά και περισκοπεί το σύμπαν. Είναι ένας χλευασμός ετούτη η φατσούλα που αναδεύει τα μουστάκια της.
Όμως δεν είναι η μόνη ζωντανή παρουσία της χαριτωμένης αυτής φώκιας. Πιο πέρα άλλο ένα μικρό τρισόλβιο κεφαλάκι μουσουδιάζει κι αυτοβυθίζεται παίζοντας με όλα τα δικά μας καμώματα.
Σβήνουμε τις μηχανές κι αφήνουμε το σκάφος να κυλάει αδέσποτο. Αδημονούμε να ξαναβγούνε στην επιφάνεια αυτά τα χαριτωμένα μουστάκια, να πλατσουρίσουν το νερό, να ρίξουν απάνω μας το βλέμμα τους το μελαγχολικό.
Όμως αλλού τα περιμένουμε και από αλλού μας βγαίνουν. Αρχίζουν τον «παπά». Άλλοτε αναδύονται κι άλλοτε βουτάνε στα βαθιά. Οι στροφές που κάνουμε και τ’ αμήχανα πλαναρίσματα δεν φέρνουν αποτέλεσμα. Όταν πλευρίζουμε τα βράχια, εκείνα απομακρύνονται κι όταν ανοιγόμαστε, εκείνα πάλι κοστάρουν στην ακτή. Δεν πρέπει νάναι πάνω από τριάντα μέτρα από το γιαλό κι αυτό μας δίνει κουράγιο να επιμείνουμε.
Oι φώκιες άλλωστε γι’ αυτό είναι χαριτωμένες. Ως θηλαστικά έχουν μια σπάνια κίνηση κι ελκυστική χάρη και ως «παιδιά» κολυμπάνε στις ακτές με γούστο.
*

Φώκια κολυμπάει αμέριμνη στην Άτοκο

Το άλλο πρωί σαλπάραμε για το Αρκούδι. Το νησάκι αυτό βρίσκεται ανάμεσα στην Καστό και την Άτοκο και λίγο δυτικότερα. Αποφασίζουμε να το παραπλεύσουμε με τα μάτια σαν κεραίες ν’ ανιχνεύουν το θαλάσσιο ρεύμα ψάχνοντας για κάποια υποψία πλεούμενων μουστακιών.
Δεν εντοπίζουμε όμως κανένα θηλαστικό σε αυτό το χαμηλό και βραχώδες ανάγλυφο που διακόπτονταν από μικρά σπηλάδια και ταπεινούς ορμίσκους.
Η δυτική πλευρά του βραχόνησου είναι ασφαλώς πιο ενδιαφέρουσα, καθώς εκεί αναπτύσσονται οι βαθιές κοιλότητες και οι εντυπωσιακοί σχηματισμοί με τα ροδοψημένα βράχια.
Μόλις απαγκιστρωθήκαμε από το σύμπλεγμα των βράχων, δυο κεφαλάκια με μακρύ λαιμό αναδύθηκαν απ’ το νερό. Τινάξαν τις ενοχλητικές σταγόνες από το φαλακρό κεφάλι τους και κάμαν περισκόπιο τον λαιμό τους. Ήταν ένα ζευγάρι θαλασσοκόρακες ή καλλικατζούνες, όπως τις ξέρουνε οι αιγαιοπελαγίτες.
Όμως λίγο πιο πέρα και πάνω σε μια μακριά ράχη αιχμηρών βραχωδών απολήξεων, εντοπίσαμε μια παραταγμένη σειρά από δαύτα που έχοντας το ίδιο χρώμα με τα βράχια, έμεναν στο απυρόβλητο του κοινού βλέμματος. Όλη αυτή η εικόνα ήταν ένα ακατέργαστο σκηνικό φυσικής ομορφιάς, πλεγμένη πάνω σε ένα σκοτεινό καμβά.
Ξεμακραίνοντας από το Αρκούδι και ψάχνοντας πάντα «τη θάλασσα που φέρνει την άλλη θάλασσα, γλάρους και φώκιες», όπως λέει στο «Μυθιστόρημα» ο ποιητής, ροτάραμε βορειοδυτικά και προσορμήσαμε μια συστάδα ακατοίκητων βραχονησίδων που στον χάρτη αναφέρονται ως Μικρή και Μεγάλη Φορμίκουλα.
Είναι δυο μικρά νησόπουλα που διαθέτουν ήπιους όρμους, αμμώδεις ακτές, χαμηλό γενικά προφίλ, έξοχο διάλειμμα στην πολυνησία της Λευκάδας. Σε αυτά τα ακατοίκητα ξερονήσια ανακαλύπτουμε το βασίλειο των ασημόγλαρων. Ίσως εδώ έχουν τις φωλιές τους, αλλά και τις εστίες της αναπαραγωγής τους. Εδώ γεννάν, ερωτεύονται, μαθαίνουν τον πλάνητα βίο.
Φεύγοντας κι από δω φτάνουμε σε λίγο σ’ ένα πολύ περίεργο νησάκι, την Κύθρο που διαθέτει έναν όγκο θεωρητικό και χυμώδη, με μια πολύ χαρακτηριστική κλίση και πλαγιές που φέρνουν σε βοσκοτόπια. Το γυροφέρνουμε για να βρούμε απάγκιο ν’ αράξουμε. Από τη βόρεια πλευρά του αποκαλύπτεται μια υπέροχη δασωμένη πτυχή, με πανέμορφους ομπρελοειδείς φλόμους, στην άνθισή τους, λίγα φουντωμένα πεύκα και αρκετά πουρνάρια. Γύρω από το νησί ζούνε άπειρες καλλικατζούνες που τις βλέπουμε να βουτάνε στη θάλασσα και να χάνονται στα ύφαλα λιβάδια.

Ο φάρος του Λευκάτα

Διαπλέοντας την πολύ ωραία πλευρά της Κύθρου φτάνουμε στον δίαυλο του Μεγανησιού, από όπου τα νερά ζωγραφίζονται με απίστευτες χρωματικές πινελιές αποτυπώνοντας συναρπαστικούς πίνακες κάτω από την επιφάνειά τους. Απίθανες ποσειδωνίες και αμμώδη βυθίσματα εναλλάσσονται και συνθέτουν ένα εντυπωσιακό κράμα χρωμάτων και φωτός. Εδώ αγκυρώνουμε κι ονειροπολούμε.
Το νότιο κέρας του Μεγανησιού μας καλωσορίζει και μας προσκαλεί να θαυμάσουμε τον ανεπανάληπτο πλούτο του.
Λευκά απαστράπτοντα βράχια, απίθανες γεωμορφές και σκαλίσματα, πλάι στου διαυγείς, σμαραγδένιους πυθμένες απαρτίζουν τον εκπληκτικό τούτο δίαυλο. Ένα πέρασμα εξωφυσικό, αφού εδώ φθάνουν μόνο όσοι αναζητούν το διαφορετικό, αφήνοντας για τους άλλους τις κοσμοβρίθεις παραλίες. Σκόρπια ιστιοπλοϊκά που θησαυρίζουν από την απορρόφηση των εντυπώσεων.
Ύστερα από μια κατάδυση στους σμαραγδένιους βυθούς αυτού του δίαυλου, σηκώνουμε την άγκυρα κι ευθυγραμμιζόμαστε με το δυτικό κι αλίμενο τμήμα του Μεγανησιού. Οι εκπληκτικές σπηλιές που αποκαλύπτονται, η μία μετά την άλλη, έρχονται να συμπληρώσουν εκείνο το υπέροχο κι ατόφιο βραχολιθικό σκηνικό της Ατόκου. Πανέμορφες και γραφικές, όμως ο νους μας έχει θυλακώσει σε κείνο το δίαυλο με τα παραδεισένια στίγματα. Όπου ο νους, οργανωμένος από το ξεσάλωμα της αίσθησης, βυθομετράει τα θαύματα, μα και την όμορφη ισορροπία των αναλογιών.
Συνεχίζουμε το αρμένισμα παράλληλα με τη δυτική ακτή προσπερνώντας τη σπηλιά του Παπανικολή και του Γιοβάνη, αλλά και πλήθος άλλες μικρές γράβες, μα κι αψιδωτές κοιλότητες των βράχων. Γέρνοντας σε κάθε μικροκάβο, εντοπίζουμε κι από μια σκοτεινή ή γλαυκή κόχη που κάνει τη γειτονιά των θαλάσσιων βράχων να μοιάζει αποπλανεύτρα.
Καβατζάροντας τον βόρειο κάβο του Μεγανησιού αποβάλλεται η αγριάδα της δυτικής όψης και εισχωρούμε στις ήπιες εκδοχές της ιόνιας ακτογραμμής.
*
Το βράδυ βγαίνουμε σε ένα γραφικό ταβερνάκι που υπάρχει στον όρμο. Ρεμετζάρουμε στον ντόκο του ώς να περάσει η νύχτα.
Όταν ξημέρωσε ο Θεός τη μέρα σαλπάραμε για τον γύρο της Λευκάδας. Η τελευταία μέρα είχε ως επιδόρπιο την προσπέλαση της άγριας κι επιβλητικής δυτικής ακτής της.
Ολόκληρη η ακτή αυτή παρουσιάζει ένα ιδιόμορφο κι εντυπωσιακό σκηνικό, με έντονους διαμελισμούς, χάσματα και βραχώδεις ρηγματώσεις προσφέροντας από τη θάλασσα εντελώς διαφορετική και απείρως συναρπαστικότερη εικονοληψία, σε σχέση με τη στεριανή άποψη.
Η αρχή γίνεται με το περίφημο ακρωτήρι του Δουκάτου, όπου κατά τη μυθολογία έκανε σάλτο μορτάλε, στα μπλάβα νερά του Ιονίου, η ποιήτρια Σαπφώ, απελπισμένη από τον ατελέσφορο έρωτά της για τον Φάωνα.
Η άποψη του Φάρου από τον δρόμο μπορεί να είναι εντυπωσιακή, όμως η θέα του κάθετου διαμελισμού, από τους παραπλέοντες, απογειώνει την οπτική πρόσληψη.
Από εκεί και πέρα βέβαια αρχίζει η πιο όμορφη θαλασσοπλοΐα μας. Κρεμασμένοι επάνω στο χρώμα επιφανείας ατενίζουμε αυτά τα σπάνια βυθοχρώματα που αναδύονται από τις χημικές ενώσεις των υγρών στοιχείων. Η άνωση των χρωματισμών και οι μεταμορφώσεις που πετυχαίνονται φτιάχνουν μια διάλεκτο του νερού που όμοιά της δε συναντιέται στο ελληνικό πελαγοδρόμιο.
Δεν υπάρχουν λόγια για να αποκαταστήσουν αυτό το δυναμικό οπλοστάσιο των χρωμάτων και των διαβαθμίσεων που συμβαίνουν μέσα, κάτω και πέρα από τα κρυστάλλινα ετούτα νερά της λευκαδίτικης ακτογραμμής.

Απόκρημνη ακτή της Δυτικής Λευκάδας

*
Περνώντας από τους Εγκρεμνούς ανοιγόμαστε ώς τη βραχονησίδα Σέσουλα, όπου οι αμμοβολές του φωτός μας εκσφενδονίζουν ώς τη Χώρα των Μακάρων.
Η Σέσουλα, αυτό το απειροελάχιστο στίγμα του πέλαγου, μια σταλιά τόπος, είναι μυστήριο το πόσο όμορφο στέκεται εδωνά, στην παραμυθένια τούτη άκρη του Ιονίου. Και να τα πρωινά τραγούδια των σειρήνων που υψώνονται γλυκύτατα μεσ’ από τις τοξωτές και καμαρισκέπαστες λωρίδες των συμπληγάδων της. Θαύματα με τη σέσουλα…
Eτούτη η βραχίδα είναι σημείο αναφοράς από τη μια ώς την άλλη άκρη του Δουκάτου. Ένα πελώριο άνοιγμα γέρνει από τη μέσα μεριά και μοιάζει με συμπληγάδα κινδύνου και ομορφιάς.
Ύστερα παίρνουμε τον δρόμο για το λιμάνι της Λευκάδας κι αποσώνουνε τα θάματα της Λευκαδίτικης πολυνησίας…

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το