Άρθρα

Προς Καφηρέα – Παρέα με τους δράκους

Του Κυριάκου Παπαγεωργίου

Mε τον φίλο μου τον Παύλο είχαμε επιβιβαστεί στο βαποράκι που πήγαινε από τη Αγια-Μαρίνα του Γραμματικού στα Νέα Στύρα. Ήταν Απρίλης μήνας πάνω στα ντουζένια της εποχής. Σε όλη τη διάρκεια της πλεύσης σχεδιάζαμε την περιπλάνησή μας στη νότια Εύβοια. Ν’ ανεβούμε, λέγαμε, στο χωριό των Στύρων και να βρούμε τα δρακόσπιτα και την αρχαία ακρόπολη στην κορφή του Αη-Νικόλα. Ύστερα βάλαμε στόχο να πιάσουμε τον άξονα του Αη-Δημήτρη για να πάμε έως τους Καλλιανούς, όπου και η έξοδος του Δημοσάρη, κάνοντας μια προσπάθεια ν’ ανεβούμε το φαράγγι, όσο μας παίρνει. Στη συνέχεια θα τραβούσαμε έως τη Σχίζολη κι από κει με τα πόδια θα συνεχίζαμε έως την άκρη του φοβερού κάβου που έχει διασωθεί στη μνήμη των ναυτικών έως το θρυλικό Καβοντόρο. Από τον Καβοντόρο θα οδηγούσαμε μέχρι το Δρυμονάρι, από όπου κατηφορίζει το φαράγγι της Αρχάμπολης. Από κει τέλος θα επιστρέφαμε συνεχίζοντας για την Κάρυστο μέσω Πλατανιστού.
Αν κουραστήκατε μέχρις εδώ από τα σχέδια τις περιγραφές και τις κινήσεις μας, πάρτε μια ανάσα για να συνεχίσουμε…

Η συνέχεια θα είναι πιο σκληρή. Από την Κάρυστο θα επιχειρούσαμε ανάβαση στην Όχη, για να βρούμε το δρακόσπιτο της Όχης, να πατήσουμε κορυφή στα 1.399 μέτρα, να πλησιάσουμε την αρχή του Δημοσάρη και να επιστρέψουμε στην Κάρυστο από το Καστέλο Ρόσσο.
Το βράδυ έπρεπε να πάρουμε το ίδιο βαποράκι για να γυρίσουμε στην Αθήνα, από όπου φύγαμε το πρωί για να κάνουμε όλο αυτό το οδοιπορικό.
Κρατηθείτε λοιπόν από τις χειρολαβές όπως μας συγκράτησαν κι εμάς οι χειροπέδες, μέσα σε όλη αυτή τη σκοτοδίνη των εναλλακτικών διαδρομών.
Α, στο διπλανό παγκάκι ήταν μια τετραμελής παρέα νέων παιδιών που κρυφάκουγαν κάνοντας γκριμάτσες. Σχεδίαζαν κι αυτοί κάτι παρόμοιο ή κάτι σχετικό με τα δρακόσπιτα;
Μυστήριο. Δε μιλήσαμε μαζί τους, αφού δεν γνωριζόμασταν. Αυτοί πήραν τον δρόμο τους κι εμείς το δικό μας.
*
Η πρώτη στάση έγινε στο Μαρμάρι για καφέ. Εκεί και η παρέα των συνταξιδιωτών. Τώρα χαμογελάσαμε οι μεν στους δε από συνταξιδιωτική υποχρέωση.
Ύστερα φύγαμε. Ο επόμενος σταθμός θα γινότανε στους Καλλιανούς για το φαράγγι του Δημοσάρη. Τα Στύρα και το δρακόσπιτο στον Αη-Νικόλα τ’ αφήσαμε για το βράδυ. Αν προλαβαίναμε. Στον Αη-Δημήτρη κάναμε μια στάση για φωτογράφηση της χούνης που έβγαινε στη θάλασσα. Από κοντά και τα παιδιά, στάθηκαν κι αυτά να πάρουν φωτογραφίες. Ρε μπας και μας αντιγράφανε σχεδιάζοντας να μας ακολουθήσουν σιωπηρά; Φτάσαμε στους Καλλιανούς. Εκεί τελείωνε η άσφαλτος. Μετά δεν ήξερε κανένας, πώς πάει ο δρόμος γιατί στον «κάβουντορου» δεν πατάει ψυχή. Η παρέα των συνταξιδιωτών απαρέγκλιτα πίσω μας. Τώρα πια βεβαιώθηκα πως μας ακολουθούσαν. Δεν μπορεί να έχουν τόσες όμοιες προτιμήσεις με μας… Είπα του Παύλου να μιλήσουμε, να γνωριστούμε, αλλά εκείνος έδειχνε πρεμούρα να προλάβουμε τον Δημοσάρη. Θ’ απαιτούσε χρόνο και δεν θα προλαβαίναμε τα δρακόσπιτα. Μα δράκοι είμαστε να τα προλάβουμε όλα με απλωτές δρακόντειες;
Στους Καλλιανούς μόλις είχε ανοίξει το μαγαζάκι, στο οποίο μπήκαμε ν’ αγοράσουμε νερό. Η παρέα των συνταξιδιωτών είχε προηγηθεί, πήρε τα νερά της κι είχε εξαφανιστεί.

Πήραμε το νερό και ακολουθήσαμε τον δρόμο για την έξοδο του φαραγγιού. Που θα το κάναμε αντίστροφα. Βρήκαμε την άκρη, αλλά σ’ αυτή την άκρη ανταμώσαμε και τους οιονεί φίλους και συνταξιδιώτες. Συνταξιδιώτες όχι μόνο στο πλοίο, αλλά και στη στεριά, τις στάσεις, τις προτιμήσεις και τα ενδιαφέροντα.
Τώρα τους ακολουθούσαμε εμείς, αφού αυτοί είχαν προηγηθεί και ήδη είχαν διεισδύσει στη χαράδρα των Καλλιανών με άγνωστο προορισμό.
Ε, καλά, το τοπίο δεν παίζεται. Χάρμα ειδέσθαι. Πλατάνια, νερά τρεχούμενα, ρυάκια παντού, βραχόπλακες που έκαμαν σχέδια και ζωγραφιές με το νερό, ωραίο μονοπάτι και καλή παρέα…
Τότε δώσαμε γνωριμιά. Αλλά αυτοί δεν είχαν σκοπό παρά να περπατήσουν λίγο, όσο να ψηθούν τα ψάρια που είχαν παραγγείλει στο μαγαζάκι απόπου πέρασαν πριν από μας. Μάλλον όμως είχε εμφιλοχωρήσει διαφωνία, καθώς οι κοπελιές ήθελαν ν’ ανέβουν το φαράγγι και όχι να το ρίξουν στη μάσα. Έτσι κατάλαβα από τον τρόπο που διατυπώναν τις επιθυμίες τους.
Λίγο ήθελε η μια κοπέλα, σύντροφος ενός όμορφου και πολύ συμπαθητικού αγοριού, να ζητήσει την άδεια από τον φίλο της να μας ακολουθήσει. Κι εκείνος ήθελε μα αντιδρούσε ο άλλος που μάλλον ήτανε της ξάπλας.
Πριν καλά-καλά γνωριστούμε και ανοίξουν οι ασκοί του φιλικού Αιόλου, εκείνοι θα μας εγκατέλειπαν για να το ρίξουν στην ψαροφαγία. Μάλιστα μας κάλεσαν να πιούμε μια ρακή κι ύστερα ας πηγαίναμε στον προορισμό μας.
Τους ζηλέψαμε, αλλά είπαμε όχι.
Εκείνοι προτίμησαν το ταβερνάκι, με τη θέα του Αιγαίου και τα μελανουράκια που μόλις είχε αλιεύσει ο ταβερνιάρης.

Χαιρετηθήκαμε και φύγαμε. Τραβήξαμε όλη εκείνη τη δύσβατη διαδρομή προς τον Καβοντόρο. Ένας κακοτράχαλος δρόμος μας έφερε ύστερα από αρκετή ώρα στον μικρό οικισμό της Σχίζολης. Μη φανταστεί κανείς ότι πρόκειται για χωριό. Ένα αραιοκατοικημένο σύμπλεγμα σπιτιών ήταν και τίποτ’ άλλο.
Από τη Σχίζολη έφευγε ένας χαλιόδρομος για τον Καβοντόρο. Την πήραμε με τα πόδια και φτάσαμε έως το εκκλησάκι του Αη-Γρηγόρη που εσήμαινε και το φοβερό τέλος του κόσμου. Εκεί το πασίγνωστο ακρωτήρι του Καφηρέα με το κατάλευκο εκκλησάκι στην άκρη και το βραχονήσι του Αράπη – ωραία πινελιά – στο μέσα μέρος του κάβου.
*
Γυρίσαμε ευχαριστημένοι στη Σχίζολη αφού η μια αποστολή εξετελέσθη. Τώρα έπρεπε να προλάβουμε την Όχη, και το δρακόσπιτο στην κορυφή της. Αλλά αυτό δεν ήταν καθόλου εύκολο πράμα, να διασχίσεις δηλαδή ένα ημιορεινό, πετρώδες και ατσούμπαλο τοπίο σε λογικούς χρόνους.
Μπήκαμε στο αμάξι και τραμπαλιστήκαμε για δυο ώρες. Τόσες χρειάστηκαν για να φτάσουμε στο Μετόχι, έξω από την Κάρυστο, απ’ όπου ανηφορίζει ο δασικός δρόμος για το καταφύγιο της Όχης.
Πριν απ’ αυτό όμως, κοντά στο χωριό Δρυμονάρι πέσαμε σε ένα ακόμη φαράγγι, της Αρχάμπολης, που ήταν γλύκα κι είπαμε να το περιοπτεύσουμε για φωτογράφιση μονάχα…
Παίρνοντας τον δασικό για Καστανόλογγο, όπου οργιάζει ένας πανέμορφος δασικός δρυμός, δεν φανταζόμασταν ότι θα χρειαστεί να κάνουμε τόσες στάσεις διασχίζοντας το δάσος. Κι όλη η απόσταση δέκα χιλιόμετρα, παρακαλώ. Μας έκανε εντύπωση, καθώς στη διαδρομή η βλάστηση ήταν ανύπαρκτη και μόνο βότανα και θάμνοι εποίκιλαν το σπανό βουνί της Όχης.

Στο καταφύγιο εγκαταλείπουμε το αμάξι και μπαίνουμε στον τορό για την κορυφή. Δεν είναι όμως εύκολη αυτή η πορεία. Κυρίως δεν είναι εύκολη από την άποψη ότι εγκιβωτίζονται στη διαδρομή μας πλήθος παρακαμπτήριες. Να φωτογραφήσουμε τη θέα στον κόλπο της Καρύστου, να δούμε καλύτερα το Καστέλο Ρόσσο, να πάμε έως μοναστηράκι του Προφήτη Ηλία, στο δρακόσπιτο, στην κορυφή με τις τεράστιες βραχόπλακες απάνω στο σαμάρι της, και να χαλαρώσουμε στη θέα του Αιγαίου, πώς ανοίγει τις γαλανές φτερούγες του και μας αγκαλιάζει από κει κάτω.
Αλλά σαν φτάνουμε στο δρακόσπιτο, έχουμε πια τελειώσει. Ως περιπατητές, ως οραματιστές, ως θεατές έργων τέχνης, ως άγγελοι των ουρανών… Τύφλα νάχουν όλα τα υπαίθρια μουσεία…
Καβατζάρουμε τα κυκλώπεια λιθάρια κι αναφωνούμε «Μέγας είσαι, Κύριε…». Μέγας ασφαλώς θάπρεπε να ήταν εκείνος ή μάλλον εκείνοι οι δράκοι που σοφίστηκαν αυτές τις κολώνες, αυτοί που σκέπασαν με τέτοιες πλακόπετρες τη βιοτή τους, αυτοί που συνταίριασαν τόσο αρμονικά τα δοκάρια της τοιχοποιίας, αυτοί οι δράκοι που έφτιαξαν μ’ αυτόν τον μοναδικό τρόπο το σπίτι τους, την αρμαθιά των βραχόλιθων, τον σωρό της λαξευμένης, γραμμικής κι εκφορικής παράστασης που βλέπει η υλική ματιά κι η μεταφυσική απορία μας.
Τα δρακόσπιτα της Όχης που είναι περίπου είκοσι πέντε διασκορπισμένα σε όλο το πλάτος του βουνού, ακολουθούν ένα συγκεκριμένο σύστημα δόμησης κι έχουν ιστορική καταγωγή από τους Πελασγούς και τους Δρύοπες, που ήταν οι κάτοικοι της περιοχής.

Φεύγουμε για να προλάβουμε το βαπόρι της επιστροφής. Σκουντουφλάμε κατηφορίζοντας, είτε πάνω σε κουφάρια από κολώνες φτιαγμένες από δράκους είτε σε κουφάρια πεσμένων κορμών χτυπημένα από αστροπελέκια.
Καθυστερημένοι φτάνουμε στην Κάρυστο, αλλά έχουμε πολύ δρόμο μέχρι τα Νέα Στύρα.
Λίγο πριν φτάσουμε στο λιμάνι, επάνω στη στροφή των Στύρων, παίρνουμε την παρακινδυνευμένη απόφαση να εκτροχιαστούμε παρακάμπτοντας ίσαμε την κορυφή του Αη-Νικόλα. Να δούμε τα τείχη της αρχαίας ακρόπολης των Στύρων. Δεν καταφέραμε να την προσεγγίσουμε. Είδαμε από μακριά την πύλη της ακρόπολης με τα κυκλώπεια αγκωνάρια να οριοθετούν την κορυφή του κόσμου, μέσα σε μια φαντασμαγορική αλληγορία που μας έστειλε στα ουράνια. Απομυθοποιώντας όλους τους συμβατικούς δεσμούς με την κοινωνική ζωή και όσα μας εξαρτούν από αυτή και μας προϋποθέτουν.
*
Φτάνουμε στο τσακ στα Νέα Στύρα, την ώρα του απόπλου. Έτσι γίνεται πάντα. Το τσακ είναι μες στη ζωή μας. Επιβιβαστήκαμε στο βαπόρι την ώρα που ανέβαινε ο καταπέλτης. Τσουπ, μπροστά μας τα δυο ζευγάρια, που μόλις μας είδαν, μας κάλεσαν κοντά τους. Ο ένας μάλιστα από αυτούς, ο όμορφος κατσαρομάλλης, είχε αγκαλιασμένη στα χέρια του μια κιθάρα, γρατζούνιζε και τραγουδούσε. Τους είπαμε τι κάναμε, κι εκείνοι τι έκαμαν, αλλάξαμε τα ονόματά μας, τηλέφωνα και διευθύνσεις και είπαμε να ξανάρθουμε με μια διανυχτέρευση, για να περιδιαβούμε σε όλα τα σέντια, τα σπίτια δηλαδή των δράκων, όπως τα λένε στη γλώσσα που χρησιμοποιούσαν οι ίδιοι οι δράκοι…
Α, το όνομα του αγοριού που έπαιζε κιθάρα και τραγουδούσε σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού από τα Νέα Στύρα για την Αγια-Μαρίνα, ήταν Παντελής Θαλασσινός…

Απρίλης του ’97

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το