Άρθρα

Πόσοι το αντέχουν;

 

του
Γ. Καπουρνιώτη

Με την κυβέρνηση να βρίσκεται πιο λαβωμένη από ποτέ ήδη από το ξεκίνημα της δεύτερης θητείας της μετά τις φονικές και καταστροφικές πλημμύρες και πυρκαγιές από το βήμα της ΔΕΘ ο πρωθυπουργός, ξεδίπλωσε το πακέτο των παρεμβάσεων για την περιστολή της φοροδιαφυγής που αποτελεί το μεγάλο στοίχημα για την κυβέρνηση και μάς υποσχέθηκε ότι όλο αυτό σύντομα θα τελειώσει. Αλλά άφησε πίσω του δύο ερωτήματα. Το πρώτο αφορά τον τρόπο με τον οποίο θα συμβεί και το δεύτερο, την πολιτική διαχείριση.
Διότι όταν στην Ελλάδα μιλάμε για πάταξη της φοροδιαφυγής, δεν εννοούμε ακριβώς τον εντοπισμό και τη σύλληψη φορολογητέας ύλης, αλλά μιλάμε για σύγκρουση με ένα τεράστιο και παραγωγικό κομμάτι της κοινωνίας. Και όταν συμβαίνει αυτό, όσα κερδίζεις σε ευρώ μπορεί να τα χάσεις σε ψήφους.
Στην Ελλάδα υπάρχουν δύο είδη φοροδιαφυγής και είναι εκτεταμένα και τα δύο.
Η πρώτη είναι η «επαγγελματική». Εφαρμόζεται από γνώστες της φορολογικής νομοθεσίας που αξιοποιούν και το τελευταίο παράθυρο για να αποκρύψουν τα πραγματικά τους κέρδη. Εκδίδουν εικονικά τιμολόγια, μεταφέρουν κέρδη σε οντότητες που δε θα φορολογηθούν
ή θα φορολογηθούν λιγότερο, είτε αυτές εδρεύουν στην Ελλάδα, είτε και έξω από αυτήν. «Φουσκώνουν» τα έξοδα με αμφισβητούμενες δαπάνες, εκμεταλλεύονται άυλα μεγέθη στις αποσβέσεις και κάνουν δύσκολη τη ζωή των φορολογικών αρχών, οι οποίες πρέπει να κάνουν πολύμηνους και εξονυχιστικούς ελέγχους για να συντάξουν μια τεκμηριωμένη έκθεση ελέγχου, η οποία δε θα καταπέσει ύστερα από χρόνια στα φορολογικά δικαστήρια.
Το δεύτερο είδος φοροδιαφυγής που ανθεί στην Ελλάδα είναι αυτή της καθημερινότητας. Η απλή «μαύρη» συναλλαγή η οποία έχει γίνει κομμάτι της καθημερινότητας.
Αγαπημένη φράση στη συναλλαγή με δεκάδες επαγγέλματα το «θέλετε απόδειξη», αδιανόητη συζήτηση η έκδοση παραστατικού για υπηρεσίες που αφορούν σε μαθήματα, καθαριότητες, επισκευές ακινήτων κλπ. Προσέξτε. Σήμερα ο μέσος ηλεκτρολόγος και ο μέσος υδραυλικός δηλώνουν εισόδημα λιγότερα από δέκα χιλιάρικα το χρόνο.
Μια κομμώτρια, με δικό της κατάστημα, πέφτει κάτω από το πεντακοσάρικο.
Και ένας οδηγός ταξί τη βγάζει με τρία κατοστάρικα το μήνα. Και αν επισκεφτούμε κάποιο νησί, θα βρούμε ανθρώπους που δεν υπάρχουν για την Εφορία, γιατί δηλώνουν μηδενικό εισόδημα ή τα ελάχιστα που είναι απαραίτητα για να μπουν στο ταμείο ανεργίας. Μετά εσύ διαβάζεις ότι το 19% των Ελλήνων ζει κοντά στο όριο της φτώχειας. Και το βράδυ δεν μπορείς να βρεις τραπέζι ούτε σε τσιπουράδικο ούτε σε ταβέρνα ή σε ακριβά restaurant! Πιάνονται όλοι αυτοί; Όχι. Ακόμα και αν περιορίσεις, που λέει ο λόγος, τον αριθμό των ATM (θα ήταν μία κάποια λύση…), ο συμπαθητικός μάστορας που έρχεται στο σπίτι θα σου βάζει ευθέως το δίλημμα: «με ή χωρίς ΦΠΑ;».
Παλαιότερα είχαμε τα αντικειμενικά κριτήρια που όριζαν ότι αν έχεις κομμωτήριο σε elite συνοικία (Κολωνάκι) δεν μπορείς να δηλώνεις ετήσιο εισόδημα κάτι λίγα χιλιάρικα.
Αυτά δεν πρόκειται να επανέλθουν γιατί θα γίνει επανάσταση. Συζητείται να αυξηθεί ο φορολογικός συντελεστής για τους ελεύθερους επαγγελματίες. Εντάξει, θα τους πάρουν μερικά ευρώ παραπάνω. Και οι ταμειακές μηχανές θα συνδεθούν με τα POS. Σωστό, αν και ο μάστορας που θα έρθει να σου φτιάξει το κλιματιστικό δεν έχει τίποτα από τα δύο.
Τι μένει, λοιπόν; Μία χαριτωμένη προσπάθεια του κράτους να περπατήσει, σαν μπαλαρίνα, στις μύτες των ποδιών, πάνω στη λεπτή γραμμή που χωρίζει την αύξηση των φορολογικών εσόδων από την αύξηση του πολιτικού κόστους. Κοινώς να πάρει κάποια χρήματα, χωρίς να προκαλέσει μεγάλη αύξηση του δείκτη δυσαρέσκειας. Κλέβουν όλοι. Ας κλέψουν λιγότερο. Το κράτος θα βάλει περισσότερα λεφτά στο ταμείο, οι συνεπείς φορολογούμενοι θα αισθανθούν λιγότερο κορόιδα και ο καφές στο νησί θα πάει στα πέντε ευρώ χωρίς απόδειξη. Μια χαρά.
Αυτοί όμως που κουνούν το δάχτυλο είναι και αυτοί που συναλλάσσονται με τους «συνήθεις υπόπτους», αυτοί δηλαδή που συντελούν στο να ολοκληρωθεί η μαύρη συναλλαγή. Αυτού του είδους η φοροδιαφυγή, της καθημερινότητας, δεν πρόκειται να περιοριστεί δραστικά όσες ταμειακές και αν συνδεθούν με τα POS, όσα ηλεκτρονικά τιμολόγια και αν εκδοθούν. Πολύ απλά διότι δεν μπορεί να υπάρχει ένας ελεγκτής σε κάθε σπίτι ή σε κάθε μαγαζί. Θέλουν τα «συνήθη φορολογικά υποζύγια», οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι, να συνεχίσουν να χρηματοδοτούν με το φορολογημένο εισόδημά τους αυτή την κατάσταση, είναι το ερώτημα που μπαίνει. Η απάντηση είναι ότι κανείς δεν θέλει να πληρώνει και τους φόρους των άλλων. Όμως, γνωρίζει ότι συνδράμοντας στην απόκρυψη του εισοδήματος, καρπώνεται και ο ίδιος σημαντικό όφελος πληρώνοντας την υπηρεσία σε χαμηλότερη τιμή.
Άραγε, η τιμή του ιδιαίτερου μαθήματος των ξένων γλωσσών θα ήταν ίδια αν ο δάσκαλος ή ο καθηγητής υποχρεωνόταν να πληρώσει Φ.Π.Α, φόρο εισοδήματος και ΕΦΚΑ;
Ο τεχνικός (ηλεκτρολόγος, υδραυλικός) που έχει κατηγορηθεί κατ’ επανάληψη για το ύψος του δηλωθέντος εισοδήματος δε θα απαιτούσε υψηλότερη αμοιβή; Και τώρα δε ζητάει τουλάχιστον τον ΦΠΑ σε όποιον επιδιώξει να πάρει τιμολόγιο;
Το πραγματικό ερώτημα επομένως δεν είναι το πώς θα παταχθεί αυτή η εκτεταμένη φοροδιαφυγή της καθημερινότητας, αλλά σε τι βαθμό το αντέχει η αγορά. Όσο περισσότερο θα αποκαλύπτονται τα «κρυφά» εισοδήματα, τόσο περισσότερο θα ανεβαίνουν οι τιμές. Το αντέχουν αυτό οι συναλλασσόμενοι; Πόσοι το αντέχουν;

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το