Πολιτισμός

Πώς η λογοτεχνία σού αλλάζει τη ζωή

Από τη Μαίρη Τσακνάκη Γαβαλά

«Η λογοτεχνία είναι μια απόδειξη ότι η πραγματικότητα δεν αρκεί»
Φερνάντο Πεσσόα

Κι αν με ρωτούσε κανείς σήμερα τι σημαίνει λογοτεχνία, θα έλεγα πως είναι ένα παιχνίδι ενηλίκων που παίζεται με κανόνες ισοτιμίας από τη στιγμή που οι αναγνώστες, στους οποίους απευθύνεται, έχουν παγιώσει τις θέσεις τους για τη ζωή και δύσκολα μεταπείθονται. Θα σας καλωσόριζα μάλιστα σε αυτή με τα λόγια ενός συγγραφέα, τον οποίο θαύμαζα ανέκαθεν αν όχι για το έργο του τουλάχιστον για το ανοιχτό πνεύμα του: «Καλώς ήρθατε στη δημοκρατία του πνεύματος!».
Ο μυθιστορηματικός προβολέας που φώτιζε αθέατες πτυχές της ανθρώπινης ψυχής με τύφλωνε ίσως γιατί στην πραγματικότητα φώτιζε τη δική μου.
Με τα χρόνια άρχισα να συνηθίζω στην ιδέα ότι ο κόσμος δεν θα αλλάξει ποτέ ή, τουλάχιστον, δεν θα αλλάξει μέσω της λογοτεχνίας. Ταυτόχρονα δυσκολευόμουν όλο και περισσότερο να φανταστώ έναν κόσμο χωρίς τη λογοτεχνία, χωρίς τη δημιουργική φαντασία κάποιων που με έσωζε από την αφόρητη πλήξη της καθημερινότητας.
Λέμε συχνά ότι η αφήγηση είναι μια ανάγκη τόσο φυσική όσο και η αναπνοή, και το εννοούμε. Η αφήγηση γεννήθηκε με το ανθρώπινο είδος. Οι άνθρωποι αφηγούνται ιστορίες από τα προϊστορικά χρόνια και κάποιες από αυτές με τα πρώτα τα Ομηρικά Έπη, συνεχίζουμε να τις έχουμε στην καρδιά μας. Στον πυρήνα κάθε αφήγησης υπάρχει ένας μύθος, αλλά όχι μόνο: Υπάρχουν χαρακτήρες που προεκτείνουν τα σύνορα της δικής μας ύπαρξης. Ταυτιζόμαστε μαζί τους, είναι οι μικροί μας «ήρωες», όντα φανταστικά, αλλά πέρα για πέρα οικεία.

Μεγαλώνουμε μαζί τους και κάθε τόσο προσθέτουμε κι άλλους μέσα από τις αναγνώσεις μας. Εμπλουτίζοντας τη ζωή μας με καινούργιους «φίλους».
Στο τέλος, δεν μπορούμε να φανταστούμε έναν κόσμο χωρίς τον Οδυσσέα, την Αντιγόνη, τον Βασιλιά Ληρ, την εξαδέλφη Μπέτυ, τους Καραμάζοφ ή την Άννα Καρένινα. Οι πρωταγωνιστές των μικρών και μεγάλων αφηγήσεων καταλήγουν να είναι ένα είδος οικογένειας για μας – οικεία πρόσωπα που αποκτούν σταθερή θέση στη ζωή μας.
Αυτός ο κόσμος ο αφυδατωμένος από ιδέες, ο στερημένος από κάθε είδους έμπνευση, με τις εύθραυστες δημοκρατίες των οικονομικών κολοσσών και των χρηματιστηρίων, με τις κοινωνίες των καταναλωτών και συναισθηματικά αναλφάβητων χρειάζεται όσο τίποτε άλλο την αύρα της λογοτεχνικής δημιουργίας. Στον ίδιο βαθμό ίσως που έχει ανάγκη τα δάση, τις καθαρές θάλασσες και το φυσικό περιβάλλον.

Με τα χρόνια τείνω να πιστεύω πως γεννιόμαστε απλώς αναγνώστες. Η δημιουργία είναι μια ευτυχής παρενέργεια της ανάγνωσης που στη λογοτεχνία, όπως και σε οποιοδήποτε άλλον τομέα, συνηθίζουμε να αποκαλούμε ταλέντο. Εμείς οι συγγραφείς είμαστε μια φορά δημιουργοί και εκατό φορές αναγνώστες. Ζούμε, όπως όλοι οι άλλοι, στην αναγνωστική όχθη της λογοτεχνίας και σε εξαιρετικές περιπτώσεις διασχίζουμε τον χείμαρρο της φαντασίας για να δημιουργήσουμε μια νέα ιστορία, που, όσο πρωτότυπη κι αν είναι, κουβαλά και πρέπει να κουβαλά ένα σωρό επιρροές. Ύστερα επιστρέφουμε ξανά στις τάξεις των αναγνωστών. Λέμε συχνά πως ένας συγγραφέας που σέβεται τον εαυτό του πρέπει να υπερηφανεύεται περισσότερο για τα βιβλία που έχει διαβάσει παρά για όσα έγραψε.
Ωστόσο, οι αναγνωστικές φιλίες μας στη διάρκεια της ζωής μας αλλάζουν, όπως ακριβώς και οι άνθρωποι που μας περιβάλλουν. Στη λογοτεχνική μου εφηβεία λάτρεψα συγγραφείς που σήμερα μετά βίας θα διάβαζα τα βιβλία τους. Αντίθετα, η όψιμη αγάπη μου για κάποιους άλλους ήταν από τα δώρα που μου χάρισε ο χρόνος στο πέρασμά του.
Κάποιες φιλίες βέβαια παραμένουν ακλόνητες. Με τον ίδιο οίστρο διαβάζω τον Μπαλζάκ και τον Ντοστογιέφσκι ή τον Τολστόι, με την ίδια συγκίνηση φυλλομετρώ τον αγαπημένο Καμύ και χαίρομαι πραγματικά που ο Κάφκα δεν απαξιώθηκε ούτε μια στιγμή μέσα μου.

Μιλώ πάντα με ενθουσιασμό για τους κλασικούς κι ίσως με αυτό τον τρόπο αδικώ τους σύγχρονους. Κάθε εποχή δικαιούται να επιδεικνύει τα δικά της αριστουργήματα, δεν συμμερίζομαι όμως την αγρονομική αντίληψη ορισμένων για τη λογοτεχνία που καλλιεργεί προσδοκίες για μεγάλα έργα σε ετήσια βάση. Η αντίληψη αυτή διευκολύνει την εύρυθμη λειτουργία της βιβλιαγοράς, ευθύνεται όμως και για τις χαμένες ώρες ανάγνωσης ασήμαντων βιβλίων που φώτισαν στιγμιαία τα φώτα της δημοσιότητας. Είναι πραγματικά ακατανόητο αυτό το φετίχ του ολοκαίνουργιου βιβλίου που έρχεται και καταπίνει τα παλιότερα.
Καλώς ή κακώς η λογοτεχνία είναι κιβωτός, μέσα στην οποία διαφυλάσσονται τα μεγάλα αριστουργήματα του παρελθόντος που η χρήση τους δεν τα εξαντλεί. Από την άλλη, αν ακούσουμε αυτούς οι οποίοι ισχυρίζονται πως όλα έχουν πια γραφτεί, δεν θα πάψουμε μόνο να γράφουμε, αλλά και να διαβάζουμε. Ακόμη κι αν έχουν όλα γραφτεί, δεν έχουν διαβαστεί επαρκώς. Και δεν θα διαβάσουμε τους κλασικούς για να αποκλείσουμε τους συγχρόνους μας, αλλά για να έχουμε ένα ασφαλές μέτρο σύγκρισης για ό,τι γράφεται σήμερα. Οι μεγάλοι κλασικοί είναι πρωτίστως τα μέτρα και τα σταθμά της ανάγνωσης.

Αν υπάρχει ένα είδος λόγου που αγάπησαν οι αναγνώστες, αλλά μίσησαν οι λόγιοι αυτό είναι το μυθιστόρημα. Κι αυτή η μορφή αφήγησης, που, όπως τη γνωρίζουμε σήμερα, θεμελιώθηκε από τον Θερβάντες και τον Ραμπελαί, έβγαλε ουσιαστικά την ανθρωπότητα από τον αναγνωστικό της μεσαίωνα κι έκανε την ανάγνωση δημοφιλή δραστηριότητα. Το σύγχρονο μυθιστόρημα αποτελεί αναμφίβολα δώρο της Ευρώπης στον πολιτισμένο κόσμο κι έχει καταφέρει να ηγεμονεύσει στο παγκόσμιο τοπίο του πνεύματος περισσότερο από δύο αιώνες τώρα. Η βασική αρετή του έγκειται στο ότι μπορεί να συγκεράσει τη σύνολη γνώση και εμπειρία μιας εποχής με τρόπο που κανένα άλλο αφηγηματικό είδος δεν έχει καταφέρει μέχρι σήμερα. Αν φανταστεί κανείς το μυθιστόρημα σαν ένα τρίγωνο, οι δυο πλευρές του είναι ασφαλώς η κινηματογραφική και η φιλοσοφική του διάσταση. Δεν είναι τυχαίος ο ορισμός του Καμύ: «Μυθιστόρημα είναι φιλοσοφία σε εικόνες», όπως και η παρότρυνσή του: «Θέλεις να φιλοσοφήσεις, γράψε μυθιστόρημα».
Οι θεωρητικοί της λογοτεχνίας εδώ και έναν αιώνα μιλούν για το τέλος της εποχής του μυθιστορήματος, αλλά διαψεύδονται συνεχώς, κυρίως γιατί καμία άλλη πρόταση δεν φαίνεται να καλύπτει ικανοποιητικά το αίτημα για έναν νέο τρόπο αφήγησης. Τόσες δεκαετίες μετά συνεχίζουμε να παίζουμε με τους ίδιους αφηγηματικούς κανόνες – πώς αλλιώς θα γινόταν άλλωστε;

– Ανακατεύοντας απλώς την τράπουλα σαν επιδέξιοι χαρτοπαίκτες.
Δεν πρέπει κυρίως να λησμονούμε ότι το μυθιστόρημα παραμένει «λαϊκό ανάγνωσμα» κι αυτό δεν αφαιρεί τίποτε από τη μεγαλοσύνη του.
Τα μεγάλα βιβλία θα μας εμπνέουν πάντα με την ασίγαστη γοητεία του διαχρονικού. Θα μας φαίνονται φρέσκα και επίκαιρα, έργα που θα ξεπερνούν την εποχή μας και κάθε εποχή, γιατί ακριβώς επιβεβαιώνουν το Μπαλζακικό θέσφατο πως μόνο τα κοστούμια αλλάζουν – όχι οι άνθρωποι.
Έχουμε μάθει να αντιμετωπίζουμε ένα βιβλίο σαν κτήμα μας, θεωρώντας μοναδική του αποστολή τη σχέση που αναπτύσσουμε μαζί του. Λησμονούμε όμως ότι ανάλογες σχέσεις δημιουργεί το συγκεκριμένο βιβλίο και με πολλούς άλλους αναγνώστες και αυτό από μόνο του το διαφοροποιεί σημαντικά. Αποτελεί οικτρή πλάνη να πιστεύουμε πως το βιβλίο έχει το περιεχόμενο που θέλησε να του δώσει ο συγγραφέας του. Στην πραγματικότητα έχει το περιεχόμενο που του δίνει ο εκάστοτε αναγνώστης.
Η λογοτεχνία δεν είναι παιχνίδι γνώσεων, όπως πιστεύει σήμερα η πλειονότητα συγγραφέων και αναγνωστών, δεν εξαντλείται στις ακριβείς περιγραφές και στην πανδαισία των αισθήσεων. Πρωτίστως ζητά να ερμηνεύσει το μυστήριο της ανθρώπινης ύπαρξης, στοχάζεται πάνω σ’ αυτήν, βυθοσκοπεί την ψυχή και θέτει εκ νέου τα αναπάντητα ερωτήματα που απασχολούν τον άνθρωπο από καταβολής κόσμου. Εδώ βρίσκεται η ουσία του πράγματος, όλα τα άλλα είναι διακοσμητικά στοιχεία. Οι μεγάλοι συγγραφείς κέρδισαν το στοίχημα της αθανασίας χάρη στους αξεπέραστους χαρακτήρες που επινόησαν, στις στοχαστικές στιγμές με τις οποίες εμπλούτισαν την αφήγησή τους, χάρη στις ευφυείς και διαχρονικές παρατηρήσεις τους.

Υποθέτω ότι αυτή η λαίλαπα των «ιστορικών μυθιστορημάτων» θα περάσει αργά ή γρήγορα. Στο μέλλον κάθε συγγραφέας που σέβεται τον εαυτό του, θα αναζητεί να βαπτιστεί στην κολυμβήθρα του χρόνου, όχι για να στήσει απατηλά σκηνικά, αλλά για να ανασύρει τη μοίρα και τους χαρακτήρες προσώπων που έζησαν πριν από εμάς στις ίδιες πόλεις, στους ίδιους δρόμους, τους οποίους διαβαίνουμε κι εμείς, οι «πρωτευουσιάνοι του χρόνου».
«Η δική μας γενιά δεν θα αλλάξει τον κόσμο, θα προσπαθήσει όμως να αποτρέψει την καταστροφή του», Καμύ.
Η Ιστορία και η Λογοτεχνία, οι μεγάλοι αφηγητές του κόσμου, έχουν χωρίσει το παρελθόν στα δύο, με την πρώτη να κυνηγά συνεχώς τα μεγάλα γεγονότα, τις μεγάλες προσωπικότητες, τις μεγάλες αποφάσεις και τη δεύτερη να μιλά για τον «άγνωστο στρατιώτη» της καθημερινότητας, τον απλό άνθρωπο.
Συχνά λέμε ότι ο έρωτας και ο θάνατος είναι οι δύο πυλώνες της τέχνης του λόγου. Αν η λογοτεχνία δεν μπορεί να μας απαλλάξει από το άγχος του θανάτου, μπορεί σίγουρα να μας προσφέρει τη χαρά και τη συγκίνηση του έρωτα.
Η λογοτεχνία δεν είναι επ’ ουδενί ένα καθαρτήριο ψυχών. Είναι μάλλον η κολυμπήθρα για το βάπτισμα του κακού. Το καλό υπάρχει μέσα μας, κανείς δεν θα διαφωνήσει, έρχεται στιγμές όμως που το κακό το επινοούμε από ανάγκη. Κι έτσι η ζωή αποκτά μια άγρια ομορφιά κι ένα ενδιαφέρον, το οποίο αξίζει να το περιγράφουν τα βιβλία που διαβάζουμε.
Αποσπάσματα από το βιβλίο του Δημήτρη Στεφανάκη «Πώς η λογοτεχνία σού αλλάζει τη ζωή».

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το