Ελλάδα

Πόρισμα-καταπέλτης για Μάτι: Το χάος στον μηχανισμό πολιτικής προστασίας

Έλλειψη δυνάμεων, ασυνεννοησία, εντολές που δίνονταν χωρίς κανείς να εποπτεύει και το εάν εκτελέστηκαν, έλλειψη σχεδίου διάσωσης ανθρώπων, ολέθριες εκτροπές οχημάτων, βλάστηση που δεν «καθαρίστηκε» και δεκάδες παραλείψεις των αρμόδιων φορέων διαπιστώνει το 293 σελίδων εισαγγελικό πόρισμα για την φονική πυρκαγιά στο Μάτι, που κόστισε τη ζωή 100 ανθρώπων. Στις σελίδες του ογκωδέστατου πορίσματος περιγράφεται το απόλυτο χάος στη διαχείριση της κατάστασης κατά την εκδήλωση της φωτιάς, αλλά και πλήθος παραλείψεων όλων τον φορέων το προηγούμενο διάστημα, που κατέστησαν την τραγική κατάληξη σχεδόν αναπόφευκτη.

Το πόρισμα είναι «καταπέλτης» σχετικά με τις ευθύνες όσων παραπέμπονται σε τακτική ανάκριση: «Προέκυψε ότι από ενέργειες, παραλείψεις ολιγωρίες, πλημμέλειες, αρρυθμίες, και δυσλειτουργίες των αρμοδίων θεσμικά και νομικά οργάνων και υπηρεσιών και φορέων του ισχύοντος μηχανισμού Πολιτικής Προστασίας της χώρας, αιτιακά προκλήθηκε ο θάνατος τουλάχιστον 100 ανθρώπων και 31 τραυματισμών λόγω της συγκεκριμένης δασικής πυρκαγιάς». Οι εισαγγελείς κάνουν λόγο για μηχανισμό πολιτικής προστασίας… «επί χάρτου και όχι στην πράξη», ο οποίος δεν ήταν επαρκώς οργανωμένος να αντιμετωπίσω δύο πυρκαγιές, όπως αυτές που εκδηλώθηκαν σε Κινέτα και Μάτι.

«Ο Μηχανισμός Πολιτικής Προστασίας της χώρας δεν λειτούργησε κατά τα προβλεπόμενα από τον σχετικό νόμο και σύμφωνα με τις εγκυκλίους, σε όλες τις φάσεις της αντιμετώπισης της ως άνω πυρκαγιάς και γενικά της διαχείρισης του εν λόγω καταστροφικού φαινομένου. (…) Σοβαρά λάθη, ενέργειες αρρυθμίες και δυσλειτουργίες, εντοπίζονται κυρίως: στη γενική γραμματεία πολιτικής προστασίας, στο πυροσβεστικό σώμα, την ΕΛΑΣ, την περιφέρεια και τους δήμους. Τα φαινόμενα δυσλειτουργίας εντοπίζονται κυρίως σε δράσεις συντονισμού, επικοινωνίας και συνεργασίας των εμπλεκομένων δυνάμεων πολιτικής προστασίας, καθώς και σε λάθη ενέργειες και παραλείψεις κατά τις δράσεις ετοιμότητας, κινητοποίησης και αντιμετώπισης και γενικά της διαχείρισης της κατάστασης.» αναφέρεται στο πόρισμα των εισαγγελέων.

Η έναρξη της πυρκαγιάς και ο υπαίτιος

Όπως είναι ήδη γνωστό, η πύρινη λαίλαπα ξεκίνησε από το Νταού Πεντέλης και εξαιτίας ενός κατοίκου -κατονομάζεται στο πόρισμα- ο οποίος δεν έσβησε με την απαιτούμενη ποσότητα νερού τη φωτιά που είχε ανάψει, ενώ «έχει αποκλειστεί εντελώς το ενδεχόμενο να προκλήθηκε η πυρκαγιά από άλλη αιτία και ιδίως από τον τερματικό στύλο του δικτύου παροχής ηλεκτρικού ρεύματος». Ως φαίνεται η καύση έγινε περίπου 5 ώρες πριν την έναρξη της πυρκαγιάς, «η οποία δεν έσβησε αποτελεσματικά, δηλαδή με επάρκεια ποσότητας νερού, καθώς και κάλυψη είμαι ικανή ποσότητα χώματος, με αποτέλεσμα τα υπολείμματα της καύσης, λόγω των επικρατουσών καιρικών συνθηκών, (αυξημένη θερμοκρασία, μειωμένη υγρασία περιβάλλοντος, ενίσχυση των ανέμων), να αναφλεγούν και να πυροδοτήσουν την παρακείμενη καύσιμη ύλη χαμηλού κυρίως ύψους, (κυρίως ξερά χόρτα και μικρό διάσπαρτο αριθμό πεύκων), και με τον τρόπο αυτό αναπτύχθηκε και εξαπλώθηκε η πυρκαγιά στην ευρύτερη περιοχή».

Η ταχύτητα των ανέμων, το ανάγλυφο της ευρύτερης περιοχής, αλλά και η αδυναμία ελέγχου της φωτιάς από τις πυροσβεστικές δυνάμεις στο αρχικό στάδιο προσβολής κυρίως στην περιοχή Νταού Πεντέλης, οδήγησαν την πύρινη φλόγα στο να αποκτήσει ιδιαίτερη δυναμική μεταξύ 17.17 έως 17.30. Μάλιστα , το ενιαίο αρχικά μέτωπο διασπάστηκε σε άλλα δύο και μάλιστα εκτός της κατά μέτωπο ανάπτυξης υπήρχε και πλευρική τους ανάπτυξη. «Έτσι το ένα μέτωπο που ήταν το πλέον επικίνδυνο και καταστροφικό, κατευθύνθηκε ανεξέλεγκτα, καθώς δεν αποκόπηκε με την προσβολή του και δεν ελέγχθηκε στο σημείο αυτό από τις πυροσβεστικές δυνάμεις, βορειοανατολικά προς Νέο Βουτζά- Μάτι- Κόκκινο Λιμανάκι, ενώ το άλλο, το οποίο παρεμποδίστηκε και κατασβέστηκε αποτελεσματικά από τις επιχειρούσες στην ευρύτερη περιοχή πυροσβεστικές δυνάμεις πριν εξαπλωθεί νότιο ανατολικά προς τον οικισμό της Καλλιτεχνούπολης,, περιορίστηκε μόνο στην χαράδρα, που βρίσκεται βόρεια του οικισμού και έτσι δεν υπήρξαν ανθρώπινες απώλειες και εκτεταμένες καταστροφές».

Πως κινήθηκαν τα πυροσβεστικά

Σχετικά με το εάν τα στοιχεία που παρείχε το ΕΣΚΕ για τους χρόνους και τα σημεία που βρίσκονταν τα οχήματα της πυροσβεστικής, το πόρισμα επισημαίνει ότι «τα στοιχεία που εμφανίζονται στον φάκελο δεν είναι αληθή και δεν αποτυπώνουν την πραγματική κατάσταση σχετικά με τα οχήματα και τους χρόνους που αυτά προσήλθαν και επιχείρησαν κατάσβεση». Το μόνο αξιόπιστο σύστημα είναι το GPS και τα στοιχεία που υπάρχουν από την χρήση του.

Η σχετική αναφορά γίνεται στο πόρισμα προκειμένου, να καταδειχθεί η ανακρίβεια των στοιχείων, που παρατέθηκαν από το ΕΣΚΕ στα πλαίσια της διεξαχθείσας πραγματογνωμοσύνης, ενώ φαίνεται πως προκύπτει, ότι ελάχιστα οχήματα επιχείρησαν εισερχόμενα στην καιόμενη περιοχής στον Μάτι- Κόκκινο Λιμανάκι. «Από το συνδυασμό και την ανάλυση των ανωτέρω στοιχείων προκύπτει, ότι υπήρξε καθυστέρηση στην αρχική προβολή των πυροσβεστικών δυνάμεων λόγω απόστασης, περί των 15’ περίπου από την ενημέρωση της πυροσβεστικής και 30’ περίπου από την εκδήλωση της πυρκαγιάς, παρά την άμεση αρχική εκκίνηση των δυνάμεων, λόγω απουσίας των πλησιέστερων περιπολικών, τα οποία φέρεται, ότι αντικαταστάθηκαν από οχήματα εθελοντικών ομάδων, με τις σχετικές παρατηρήσεις, που έγιναν για την ικανότητα και τον αριθμό αυτών. Περαιτέρω προέκυψε, ότι από τα πρώτα συνολικά επτά οχήματα, που κατέφθασε στο σημείο έναρξης από ώρα 16.55 έως 17.06 μόνο τα τρία εξ’ αυτών είχαν κατασβεστική ικανότητα».

Κατά συνέπεια, οι εισαγγελείς συμπεραίνουν «αφενός χρονική καθυστέρηση για την επέμβαση των πυροσβεστικών δυνάμεων, αφετέρου ότι η επέμβαση στο αρχικό στάδιο της πυρκαγιάς με μικρό αριθμό πυροσβεστικών δυνάμεων». Ένα ακόμη κομβικό σημείο -κατά τους εισαγγελείς- είναι ότι ελάχιστες σε σχέση με την δυναμική της πυρκαγιάς δυνάμεις, «επικεντρώθηκαν επιχειρησιακά στην κατάσβεσή της πυρκαγιάς κυρίως στην περιοχή της Καλλιτεχνούπολης, η οποία φυσικά λόγω γειτνίασης απειλήθηκε πρώτα, με αποτέλεσμα η πυρκαγιά στην περιοχή εκτός της Καλλιτεχνούπολης να μην ελεγχθεί επαρκώς και να επεκταθεί ανεξέλεγκτα».

Ανεκτέλεστες εντολές στα εναέρια Μέσα

Το πρόβλημα στην δράση των εναέριων μέσων φαίνεται πως εντοπίστηκε στις εντολές που δόθηκαν, αλλά δεν εκτελέστηκαν! «Προέκυψε, ότι η όλη διαχείριση των μέσων για την αντιμετώπιση της πυρκαγιάς κυριαρχείται από τη μη επιβεβαίωση της πραγματικής εκτέλεσης των ενεργειών ή επιχειρησιακών σχεδίων όχι μόνο από τους αξιωματικούς του πυροσβεστικού σώματος, αλλά από όλους τους εμπλεκόμενους φορείς, υπό την έννοια, ότι σχεδόν όλοι οι υπεύθυνοι και αρμόδιοι αρκούνται στο να δίνεται η εντολή ή να συντάσσεται το έγγραφο, χωρίς όμως κάποιος να ελέγχει αν πράγματι η ενέργεια εκτελέστηκε ή πότε εκτελέστηκε» σχολιάζει το πόρισμα, κάνοντας λόγο για «τυπική και γραφειοκρατική λειτουργία των φορέων».

Χαρακτηριστικό παράδειγμα, αποτέλεσε η εντολή που δόθηκε σε τέσσερα αεροσκάφη προκειμένου να συνδράμουν στην κατάσβεση, «πλην όμως η εντολή αυτή πέραν του ότι δόθηκε αργά, δεν κατέστη δυνατόν να επιχειρήσουν και δεν προσέφεραν στις επιχειρήσεις αεροπυρόσβεσης για διάφορους λόγους, όπως πολύ ισχυροί άνεμοι και τεχνικά προβλήματα». Ειδικότερα, από τα τέσσερα αεροσκάφη που απογειώθηκαν κατά διαφορετικά χρονικά διαστήματα, «τα δύο ματαίωσαν την αποστολή τους και επέστρεψαν στα αεροδρόμια, λόγω βλάβης χωρίς να επιχειρήσουν, ενώ μόνο τα υπόλοιπα δύο μετέβησαν στο Νταού Πεντέλης για να επιχειρήσουν, όπου έφτασαν περί ώρα 18 .10 έως 18.15 περίπου, όταν δηλαδή ήταν πλέον πολύ αργά-ήδη πλησίαζε το μέτωπο τη λεωφόρο Μαραθώνος». Μάλιστα, όπως αναφέρεται στο πόρισμα, και τα δύο αεροσκάφη που έφτασαν στο Νταού Πεντέλης, δεν αποδεικνύεται, αν τελικά κατόρθωσαν να επιχειρήσουν, αφού δεν ήταν δυνατόν να πάρουν νερό από τη θάλασσα, λόγω κυματισμού από τους πολύ ισχυρούς ανέμους. «Συμπερασματικά, μέχρι το κρίσιμο διάστημα 18.20 που το μέτωπο της πυρκαγιάς πέρασε σε κάποιο σημείο την λεωφόρο Μαραθώνος με κατεύθυνση προς το Μάτι -Κόκκινο Λιμανάκι, επιχειρούσε μόνο ένα πτητικό μέσο αεροπυρόσβεσης, ενώ έως την ώρα 19.00μμ που η πυρκαγιά έφτασε στην ακτογραμμή επιχειρούσαν δύο πτητικά μέσα» αναφέρεται σχετικά με τα εναέρια μέσα.

Δεν χρησιμοποιήθηκαν τα πυροσβεστικά πλοία

Από το υλικό της δικογραφίας προέκυψε ότι ηγεσία του πυροσβεστικού σώματος δεν χρησιμοποίησε επιχειρησιακά και τα δύο εκ των τριών πυροσβεστικών πλοίων, που εδρεύουν στο 5ο λιμενικό πυροσβεστικό σταθμό στον Πειραιά, τα οποία θα μπορούσαν να συνδράμουν τη λιμενική αρχή Ραφήνας και να βοηθήσουν μαζί με τα υπόλοιπα πλωτά μέσα στην δια θαλάσσης διάσωση ατόμων από την θαλάσσια περιοχή στο Μάτι και το Κόκκινο Λιμανάκι, όπου είχαν καταφύγει κάτοικοι για να προφυλαχθούν από την πυρκαγιά. «Η συνδρομή των ως άνω πλοίων στην διάσωση ατόμων από τη θάλασσα, με δεδομένα τα ανωτέρω τεχνικά χαρακτηριστικά, αλλά και την μεταφορική ικανότητα τους, θα ήταν πολύ σημαντική και ουσιαστική στη διάσωση ατόμων που κινδύνεψαν και τελικά πνίγηκαν. Επίσης η ηγεσία του πυροσβεστικού σώματος και η διοίκηση του ΕΣΚΕ δεν κινητοποίησαν, ως όφειλαν εκ της αποστολής της την Ειδική μονάδα Αντιμετώπισης καταστροφών (ΕΜΑΚ)» περιγράφεται στο πόρισμα.

«Συμπτωματική λειτουργία της Πυροσβεστικής»

Από το περιεχόμενο των επικοινωνιών επιβεβαιώθηκε -σύμφωνα πάντα με τους εισαγγελείς- η απόλυτη έλλειψη οργάνωσης και συντονισμού των πυροσβεστικών δυνάμεων, οι οποίες φαίνεται να λειτουργούσαν εντελώς συμπωματικά και χωρίς κάποιο έστω στοιχειώδη σχεδιασμό για την αντιμετώπιση της συγκεκριμένης πυρκαγιάς. «Μάλιστα είναι τέτοιας βαρύτητας και βαθμού η έλλειψη οργάνωσης, που ακόμη κι αν δεν υπήρχε η συγκεκριμένη πυρκαγιά με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, και την κατέστησαν στην εξέλιξη της καταστροφική, είναι βέβαιο, ότι ίδια κατάσταση θα επικρατούσε και σε πιο απλά συμβάντα. Από τις απομαγνητοφωνήσεις των ενσύρματων επικοινωνιών του 199- ΣΕΚΥΠΣ , προκύπτει ότι το ΕΣΚΕ και γενικότερα τα επιχειρησιακά στελέχη του πυροσβεστικού σώματος δεν είχαν πραγματική εικόνα για τις συνθήκες της πυρκαγιάς, με συνέπεια να καθίσταται αδύνατη η επίτευξη συντονισμού των δυνάμεων με σκοπό την αποτροπή των τραγικών συνεπειών αυτής, ήτοι την κατάσβεση της και την διάσωση των κινδυνευόντων ανθρώπων, που αποτελεί το σκοπό δράσης του πυροσβεστικού σώματος και της γενικής Γραμματείας πολιτικής προστασίας».

Κανένα σχέδιο διάσωσης ανθρώπων!

Το πόρισμα είναι «φωτιά» για τις ευθύνες των διοικητικών της πυροσβεστικής καθώς, ακόμα και στις κλήσεις ανθρώπων για απεγκλωβισμούς και βοήθεια, διαβίβαζαν στις αστυνομικές δυνάμεις, οι οποίες ήταν αναρμόδιες και δεν διέθετα γνώσεις και μέσα να προβούν σε διάσωση ατόμων από πυρκαγιά.

«Εξάλλου διαπιστώθηκε πλήρης έλλειψη συνεννόησης, συνεργασίας, κοινής αντίληψης και ενημέρωσης μεταξύ των αξιωματικών του ΣΕΚΥΠΣ με την πυρκαγιά και για την εικόνα αυτής. Συγκεκριμένα όσες πληροφορίες, γεγονότα και ενέργειες σε διάφορα χρονικά σημεία, γνωστοποιούνταν με διάφορους τρόπους στα υπηρεσιακά όργανα του ίδιου κέντρου, δεν γνωστοποιούνταν στους λοιπούς, δηλαδή δεν υπήρχε ενιαία εικόνα και πληροφόρηση μεταξύ των τριών τηλεφωνητών, των εκφωνητών, του αξιωματικού επιχειρήσεων και των δύο αξιωματικών υπηρεσίας, καθώς και της διοίκησης του ΕΣΚΕ/199-ΣΕΚΥΠΣ» διαπιστώνεται στο πόρισμα.

Έλλειψη συντονισμού κέντρων πυροσβεστικού Σώματος, ελληνικής αστυνομίας, Λιμενικού σώματος
Σε άμεση συνάρτηση με την προηγούμενη διαπίστωση είναι ότι λειτουργία του ΕΣΚΕ με τον τρόπο αυτό, είχε επιπτώσεις και στην επικοινωνία, συνεργασία και συνεννόηση μεταξύ των συντονιστικών επιχειρησιακών κέντρων του πυροσβεστικού σώματος και της ελληνικής αστυνομίας. Προέκυψε λοιπόν, ότι δεν υπήρξε συνεργασία και συνεννόηση μεταξύ των επιχειρησιακών κέντρο του πυροσβεστικού σώματος και της ελληνικής αστυνομίας

«Κυρίαρχο ρόλο στην δημιουργία σύγχυσης και συνακόλουθα συμβολή στην έλλειψη συντονισμού των πυροσβεστικών δυνάμεων, αλλά και των λοιπών εμπλεκόμενων φορέων έπαιξε η ύπαρξη και λειτουργία πολλών παράλληλα χρησιμοποιούμενων συστημάτων επικοινωνίας μεταξύ των αξιωματικών του πυροσβεστικού σώματος και των στελεχών των άλλων φορέων. Ειδικότερα, προέκυψε, ότι η επικοινωνία γινόταν Α )με τη χρήση κινητών τηλεφώνων, υπηρεσιακών η προσωπικών, Β) με τη χρήση ασύρματων, Γ )με τη χρήση ενσύρματων γραμμών».

Η ΕΛΑΣ ήταν έτοιμη μόνο σε επίπεδο εγγράφων

Παρά τις συσκέψεις και τα έγγραφα προκειμένου η ΕΛΑΣ να είναι σε ετοιμότητα σύμφωνα με τα επιχειρησιακά σχέδια, «η ως άνω κατάσταση ετοιμότητας ήταν μόνο σε επίπεδο προβλέψεων και εγγράφων, χωρίς στην πραγματικότητα να εκτελεστεί, ήτοι και πάλι διαπιστώνεται η τυπική μόνο συμμόρφωση στις νομοθετικές προβλέψεις- επιταγές με την έκδοση των σχετικών εγγράφων χωρίς όμως να υλοποιούνται οι εντολές και παραπέρα να ελέγχεται η υλοποίηση τους». Αυτό καταδεικνύεται από τον μη αποκλεισμό της εισόδου των οχημάτων στο Μάτι από κάθετες οδούς, που διασταυρώνονταν με την λεωφόρο Μαραθώνος, κίνηση που χαρακτηρίζεται ως «κομβική παράλειψη». Βέβαια, δεν υπήρχε και επαρκής αριθμός αστυνομικών οργάνων κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, δηλαδή πριν περάσει το μέτωπο της πυρκαγιάς σε κάποιο σημείο την λεωφόρο Μαραθώνος, ώρα 18.20 μμ, και κατευθυνθεί προς το Μάτι, προκειμένου να βοηθήσει στην εκτροπή των μεταφορικών μέσων και την οδήγηση τους προς ασφαλή από την πυρκαγιά περιοχή.

«Η έλλειψη σε αριθμό ανδρών και μέσων κατά την εξέλιξη της Πυρκαγιάς έτσι ώστε να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα κυκλοφοριακής διαχείρισης στην περιοχή, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι επιχειρησιακά ήταν δόκιμη η ως άνω διευθέτηση με το συγκεκριμένο τρόπο και χρόνο, οφείλεται στην μη θέση σε πραγματική ετοιμότητα των αστυνομικών δυνάμεων, καθώς οι υπεύθυνοι αξιωματικοί της ελληνικής αστυνομίας αρκέστηκαν στην γραμματική διατύπωση των εντολών, οι οποίες δεν προέκυψε ότι εκτελέστηκαν-υλοποιήθηκαν σε πραγματικό επίπεδο. Περαιτέρω επειδή οι εκτροπές έγιναν και σε σημεία του εσωτερικού οδικού δικτύου στο Μάτι δημιουργήθηκε ξαφνικά μπλοκάρισμα στα οχήματα, που κινούνταν ήδη εκεί, καθώς ξαφνικά η διακοπή της κίνησης δημιούργησε συμφόρηση εσωτερικά στην περιοχή και έτσι δεν μπορούσαν να απεγκλωβιστούν τα οχήματα και να διαφύγουν από την περιοχή. Αποτέλεσμα όλων των ανωτέρω ήταν τελικά να εισέλθει μεγάλος αριθμός οχήματος στο Μάτι πλέον αυτών που ήδη υπήρχαν εκεί και κινούνταν ή ήταν σταθμευμένα και κινήθηκαν στη συνέχεια, όταν οι κάτοικοι άρχισαν να κινούνται πανικόβλητοι για να απομακρυνθούν από την περιοχή. Έτσι η κίνηση των οχημάτων γινόταν άτακτα με συνέπεια να δημιουργηθεί συμφόρηση στους στενούς δρόμους και τελικά να εγκλωβιστούν», αναφέρει το πόρισμα, αποδίδοντας όμως ευθύνη και στην λιμενική αρχή της Ραφήνας, που παρά την πυρκαγιά επέτρεψε σε δύο επιβατηγά πλοία να αποβιβάσουν κόσμο στο λιμάνι, μπλοκάροντας ακόμη περισσότερο την κατάσταση.

Ευθύνες της Περιφέρειας

Από την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού προέκυψε ότι οι συμβάσεις που είχε υπογράψει η Περιφερειάρχης, Ρένα Δούρου με ανάδοχες εταιρίες και αφορούσαν εργασίες συντήρησης και καθαρισμού δεν σχετίζονται στις περισσότερες περιπτώσεις με τις περιοχές που εκδηλώθηκε η φονική φωτιά. Μάλιστα, μια κρίσιμη σύμβαση , σύμφωνα τους εισαγγελικούς λειτουργούς , έληξε σε χρόνο που απέχει τουλάχιστον 18 μήνες από το συμβάν. Επομένως «ακόμη και αν αφορούσε τις κρίσιμες περιοχές και το αντικείμενο της σχετιζόταν με τις υποχρεώσεις που έπρεπε να τηρηθούν από την Περιφέρεια Αττικής η πάροδος τόσου χρόνου από την ολοκλήρωση της δεν μπορεί να στηρίξει πραγματικά ισχυρισμό περί τήρησης της σχετικής υποχρέωσης» . Επίσης, η σύμβαση η οποία φέρεται κατά το χρόνο της πυρκαγιάς να ήταν σε ισχύ δεν περιορίζεται συγκεκριμένα το αντικείμενο της ούτε ποιες περιοχές αφορούσε.

Ευθύνες της Περιφέρειας βρίσκει το πόρισμα και στην ενημέρωση του κοινού, καθώς οι αναρτήσεις στη σελίδα της Περιφέρειας δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι καλύπτουν τις απαιτήσεις του νόμου και ότι συντελούν αποφασιστικά στην επίτευξη των σκοπών του καθώς δεν είναι προσιτές και μεγάλο αριθμό κοινωνικών ομάδων όπως είναι οι ηλικιωμένοι ή πρόσωπα με προβλήματα υγείας ή πρόσωπα χωρίς μόρφωση. Ειδική μνεία γίνεται στη συνεδρίαση του ΣΟΠΠ της Περιφέρειας Ανατολικής Αττικής, στις 26/4/2018 , όπου με βάση τα πρακτικά της συνεδρίασης προκύπτει «ότι έγινε μια επιφανειακή παράθεση απόψεων των συμμετεχόντων έχοντας καθαρά υλικό χαρακτήρα χωρίς να γίνει καθορισμός συγκεκριμένων δράσεων κατά αντικειμενικό χρόνο και υπόχρεο φορέα (…) », δηλαδή ήταν σαν να μην έγινε ποτέ.

Η οργανωμένη απομάκρυνση πολιτών

Οι εισαγγελείς αναφέρουν ότι «η λήψη της απόφασης για την οργανωμένη απομάκρυνση των πολιτών αποτελεί ευθύνη των κατά τόπους δημάρχων οι οποίοι έχουν τον συντονισμό του έργου πολιτικής προστασίας …», διευκρινίζοντας ότι «όταν η εξελισσόμενη ή επικείμενη καταστροφή μπορεί να επηρεάσει πάνω από ένα δήμο η απόφαση λαμβάνεται από το αρμόδιο Περιφερειάρχη ο οποίος μπορεί να εξουσιοδοτήσει σχετικώς τον οικείο αντιπεριφερειάρχη». Ωστόσο, τονίζουν ότι «η λήψη της απόφασης βασίζεται στις εισηγήσεις των φορέων που κατά περίπτωση έχουν την ευθύνη περιορισμού των επιπτώσεων από την εξέλιξη της καταστροφής, δηλαδή το μέτρο αυτό εφαρμόζεται σε περιπτώσεις που στις περιοχές που αναμένεται να πληγούν ο κίνδυνος παραμονής των πολιτών σε οικισμούς είναι μεγαλύτερος σε σχέση με τον κίνδυνο μετακίνησης».

«Μόνος αρμόδιος για την εισήγηση του μέτρου της οργανωμένης προληπτικής απομάκρυνσης των πολιτών είναι ο εκάστοτε επικεφαλής αξιωματικός του πυροσβεστικού σώματος» καταλήγουν οι εισαγγελείς, αν και στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν μπορεί να τεθεί ζήτημα οργανωμένης απομάκρυνσης πολιτών. «Εάν είχε ενεργοποιηθεί κατ’ ελάχιστον ένας μηχανισμός, εκείνοι θα είχαν τον χρόνο να απομακρυνθούν πριν πλησιάσει η φωτιά ή ο καπνός, και το θερμικό φορτίο ακόμη και με ίδια μέσα και όχι απόλυτα οργανωμένα ή να λάβουν μέτρα αυτοπροστασίας έγκαιρα και έτσι να αποτραπούν οι τραγικές συνέπειες για τη ζωή τους» καταλήγουν οι εισαγγελείς.

Οι ευθύνες των δημάρχων

Οι δήμαρχοι Ψινάκης και Μπουρνούς και οι αντιδήμαρχοι για θέματα καθαριότητας και πολιτικής προστασίας δεν προέβησαν ως όφειλαν στην αρχή της αντιπυρικής περιόδου στην εκτέλεση προγραμμάτων μείωσης του κινδύνου από την εξέλιξη της πυρκαγιάς με την προληπτική απομάκρυνση μέρους της βλάστησης σε περιοχές της εδαφικής τους αρμοδιότητας. «Δεν απομάκρυναν την καύσιμη φυτική ύλη, ξερά χόρτα, φρύγανα, ξερά κλαδιά γύρω από κτιριακές υποδομές και εγκατάστασεις, καθως και σε πιεροχές που θεωρούνται υψηλού κινδύνου, σημεία διέλευσης δικτύων μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, κόψιμο δέντρων κλπ. Επιπλέον, δεν λειτούργησαν κατά την ημέρα της πυρκαγιάς τα υποχρεωτικώς προβλεπόμενα γραφεία πολιτικής προστασίας σε κάθε δήμο» σχολιάζει το πόρισμα.

Η λήψη της απόφασης για την οργανωμένη απομάκρυνση των πολιτών αποτελεί ευθύνη των κατά τόπους δημάρχων, οι οποίοι έχουν τον συντονισμό του έργου της πολιτικής προστασίας σε τοπικό επίπεδο. Οταν η εξελισσόμενη πυρκαγιά μπορεί να επηρεάσει πάνω από ένα δήμο η απόφαση λαμβάνεται από τον Περιφερειάρχη, ο οποίος μπορεί να εξουσιοδοτήσει τον αντιπεριφερειάρχη. Μόνος αρμόδιος για την εισήγηση της εκκένωσης είναι ο εκάστοτε επικεφαλής του Πυροσβεστικού σώματος. Η εκκένωση πραγματοποίεται μόνο εφόσον εξασφαλίζεται εγκαίρως η καλή οργάνωση για την ασφαλή υλοποίηση της.

Ωστόσο, στη συγκεκριμένη περίπτωση τα αποτέλσματα θα ήταν τραγικά σύμφωνα με όσα αναφέρονται στο πόρισμα: «Λαμβάνοντας υπόψη την μορφολογία της περιοχής, τους στενούς δρόμους χωρίς την δυνατότητα διαφυγής, τον άριθμό των κατοίκων, το γεγονός ότι στις 18.30 η φωτιά είχε ήδη περάσει την Μαραθώνος με κατεύθυνση προς τη θάλασσα, την ύπαρξη πυκνού μαύρου καπνού, την απόλυτη έλλειψη συντονισμού των εμπλεκομένων φορέων, τις ελάχιστες δυνάμεις και μέσα και πρόσωπικό μία ενδεχόμενη εκκένωση ΘΑ ΕΙΧΕ ΤΡΑΓΙΚΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ. ΑΝΤΙΘΕΤΑ εάν η σχετική απόφαση είχε ληφθεί στις 17.10 όταν ο σύνδεσμος στο ελικόπτερο ενημέρωσε ότι η φωτιά είναι στα σπίτια και στον περίβολό τους, οι πιθανότητες να υλοποιηθεί το προληπτικό μέτρο θα ήταν εξαιρετικά θετικές, λαμβάνοντας υπόψη ότι τελικά η φωτιά έφθασε στην παραλία στις 19.00».

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το