Άρθρα

Η πόλη του Βόλου και η εμμονή της διακόσμησης

Του Κώστα Μανωλίδη*

Είναι αλήθεια ότι η ομάδα των αιρετών εκπροσώπων που ασκεί την διοίκηση του Βόλου την τελευταία τριετία έχει κατορθώσει να καλλιεργήσει την εντύπωση μιας έντονης δραστηριότητας και παραγωγής έργου. Δεν θα σχολιάσω εδώ συνολικά την βασιμότητα αυτής της εντύπωσης αλλά θα ασχοληθώ μόνο με το κομμάτι για το οποίο μπορώ να εκφέρω γνώμη ως επιστήμονας του χώρου αλλά και ως κάτοικος του Βόλου.
Θα πω λοιπόν εξαρχής ότι σε αυτό το πεδίο η εντύπωση είναι απατηλή. Με εξαίρεση κάποιες τολμηρές, κι όχι πάντα πετυχημένες, κυκλοφοριακές ρυθμίσεις, στον βαθμό που παρακολουθώ τα τοπικά πράγματα, δεν έχω αντιληφθεί κάποιο μακρόπνοο ή έστω ευκαιριακό σχέδιο ανασύνταξης των κοινόχρηστων χώρων της πόλης. Από μια υπεύθυνη Δημοτική Αρχή, στρατευμένη στο κοινό συμφέρον, θα περίμενε κανείς μια ουσιαστική αναδιαπραγμάτευση των όρων διαβίωσης μας στην πόλη. Θα περίμενε πρωτοβουλίες για την μείωση της ρύπανσης, για την αύξηση του αστικού πρασίνου και την ουσιαστική φροντίδα του υπάρχοντος, για την ευκολότερη κίνηση και προσβασιμότητα των αναπήρων, για την αναβάθμιση κι επέκταση των ποδηλατοδρόμων, για τον ανασχεδιασμό εγκαταλειμμένων πάρκων και πλατειών και άλλα πολλά. Δυστυχώς, αν δεν προσμετρήσουμε δρομολογημένα από παλαιότερες διοικήσεις έργα, διαπιστώνουμε μια απροθυμία του σημερινού Δήμου να καταπιαστεί με σοβαρά και ζέοντα ζητήματα της πόλης.
Όμως, πέραν των αυτονόητων υποχρεώσεων καθαριότητας, συντήρησης και διασφάλισης της στοιχειώδους λειτουργίας των αστικών υποδομών, εκεί όπου φαίνεται να έχει διαπρέψει η παρούσα Δημοτική Αρχή είναι ο επιδερμικός εξωραϊσμός του κέντρου της πόλης. Πράγματι, έχει επιδειχτεί ένας αξιοπρόσεχτος ζήλος σε καλλωπιστικές μικροπαρεμβάσεις δημόσιου ευπρεπισμού. Χαρακτηριστικά δείγματα είναι η ανακατασκευή του σιντριβανιού της Πλ. Ελευθερίας, οι αναρτημένες γλάστρες στα φωτιστικά της παραλίας, τα παρτέρια με τα κυκλάμινα και οι ελιές-νάνοι. Έργα που, εκτός της περιορισμένης κοσμητικής τους εμβέλειας, προδίδουν μιαν αντίληψη του αστικού χώρου αποκλειστικά με όρους οικιακής κηποτεχνίας.
Ίσως, ο διακοσμητικός οίστρος που έχει επιδείξει η νέα Δημοτική Αρχή θα μπορούσε καλοπροαίρετα να εκληφθεί σαν πραγματικό ενδιαφέρον για την καθημερινότητα του δημόσιου χώρου. Όμως φοβάμαι ότι δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Στα τελευταία τρία χρόνια, εκεί όπου η Δημοτική Αρχή εξαντλεί το ενδιαφέρον της για την αναδιοργάνωση του αστικού περιβάλλοντος και της εικόνας του δημόσιου χώρου είναι ο χριστουγεννιάτικος στολισμός.
Προσωπικά, έχω πολλές ενστάσεις με αυτήν την υπερεπένδυση στην χριστουγεννιάτικη φωταψία και στις συνοδευτικές ατραξιόν, που σίγουρα δεν είναι αποκλειστικότητα του Βόλου. Από την μια, απαξιώνουν τον μυσταγωγικό χαρακτήρα των εορτών προς όφελος μιας καταναλωτικής και ψυχαγωγικής μονοκαλλιέργειας. Από την άλλη, η επικάλυψη δρόμων, δέντρων και κτισμάτων με αναρίθμητα λαμπάκια μοιάζει να μετατρέπει, έστω προσωρινά, την πόλη σε μια λαμπερή και άυλη προσομοίωση. Οι γιορτές έτσι διολισθαίνουν σε κάτι ριζικά διαφορετικό. Από αναβάπτιση στην ιερότητα της ύπαρξης και στους αρχέγονους συμβολισμούς του χρονικού κύκλου, αρχίζουν να αποτελούν ένα πείραμα για την σταδιακή υπαγωγή του πραγματικού στον ίλιγγο της ψηφιακής παραίσθησης.
Είναι αλήθεια ότι αυτή η υπέρμετρη και πολυδάπανη φωταγώγηση βρίσκει θετική υποδοχή από μεγάλη μερίδα των πολιτών. Ωστόσο, αξίζει να αναρωτηθούμε το κατά πόσο ο εντυπωσιασμός τέτοιων επίπλαστων σκηνογραφιών έχει κάποιο ουσιαστικό αντίκρισμα καλλιεργώντας μια αστική συνείδηση και μια συλλογική αίσθηση του ανήκειν. Αξίζει να εξετάσουμε εάν αφήνει μια θετική παρακαταθήκη ή αν επενεργεί στην τόνωση της διάθεσης με τον τρόπο των αναβολικών ουσιών. Μήπως αντί να μας ενώνει ως μετόχους ενός κοινού νοήματος, μας παγιδεύει στην δίνη του θεάματος και στο αυξητικό σπιράλ των επιδόσεών του.
Και βέβαια, οι φαντασμαγορίες τύπου Λας Βέγκας μπορεί να συνεισφέρουν σε μια πρόσκαιρη αίσθηση ευφορίας, αλλά εν τέλει, στρεβλώνουν τα ανακλαστικά των πολιτών και απορρυθμίζουν την κοινωνική και παιδαγωγική σημασία του αστικού χώρου. Η πόλη από ζωτικός χώρος της ενεργητικής συναναστροφής μιας κοινότητας ανθρώπων μετατρέπεται σε ένα πεδίο όπου κινούνται οι παράλληλες τροχιές θεατών και καταναλωτών. Τον συνεκτικό ρόλο της ανθρώπινης αλληλενέργειας και των συλλογικών δεσμών που επιτελούνται στον δημόσιο χώρο, τον αντικαθιστά η εποχιακή σκηνοθεσία θεαμάτων και εορταστικού ντεκόρ. Με έναν μεταφορικό τρόπο, θα ισχυριζόμουν ότι η εκθάμβωση από τα γιορτινά φώτα θολώνει, κατά κάποιον τρόπο, και την κρίση μας, επιτρέποντας σε ότι εξιτάρει την όρασή μας να προβιβάζεται σε υποκατάστατο άλλων κοινών αγαθών όπως ο καθαρός αέρας, το νερό ή ο εύτακτος και προσβάσιμος χώρος.
Αφορμή για αυτές τις σκέψεις αποτέλεσε ο ψηλός μεταλλικός πύργος που στήθηκε σχεδόν δίπλα στο Δημαρχείο της πόλης για να κρατήσει με συρματόσκοινα το αιωρούμενο, πάνω από την Δημητριάδος, έλκηθρο του Άη-Βασίλη. Η καθημερινή μου διέλευση μπροστά από την χαλύβδινη κατασκευή, που «μουτζουρώνει» την σημαντική αρχιτεκτονική παρουσία του Δημαρχείου, μου υπενθυμίζει διαρκώς τον διακοσμητικό εκτροχιασμό του χριστουγεννιάτικου Βόλου. Έμαθα πρόσφατα ότι ο Δήμος δεν προτίθεται να αποσυναρμολογήσει το βαρύ και ακαλαίσθητο ικρίωμα και θα μονιμοποιήσει την παρουσία του στο κομβικό αυτό σημείο. Έτσι, η επιθετική κι ανώφελη όρθωση του πύργου θα επιβληθεί στο αστικό τοπίο ως το σύμβολο της παρούσας Αυτοδιοικητικής Αρχής, ακυρώνοντας αποστομωτικά το νόημα του παρακείμενου «I love Volos».

*Ο Κώστας Μανωλίδης είναι αναπληρωτής καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το