Πολιτισμός

Πωλ Σουλικιάς, ο μεγάλος καλλιτέχνης της διασποράς με διεθνή καταξίωση-Άνοιξε το σπίτι του στη “Θ”

 

Τα αυριανά εγκαίνια της τιμητικής-αναδρομικής έκθεσης ζωγραφικής του Πωλ Σουλικιά, ελάχιστες ημέρες μετά τα 90ά γενέθλιά του, στάθηκαν αφορμή για μία επίσκεψη στο σπίτι του σπουδαίου ζωγράφου στην Ανακασιά. Ο μεγάλος αυτός καλλιτέχνης της διασποράς, ο οποίος διέπρεψε στον Καναδά και γνώρισε τη διεθνή καταξίωση, μίλησε για την αγάπη του για τη ζωγραφική, αλλά και την πορεία της ζωής του. Έχοντας στο πλευρό του τον γιο του Αριστοφάνη, ο οποίος ήρθε από το Μόντρεαλ για τις ανάγκες της έκθεσης που αρχίζει αύριο, ανέσυρε από τη μνήμη του γεγονότα από την παιδική του ηλικία, μέχρι το πέρασμά του στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, όπου με την ιδιαίτερη εικαστική του ματιά ύμνησε τα τοπία της καναδικής γης.

Ο «Λόλοκας», όπως ήταν το παρατσούκλι του που είχε μικρό παιδί, μπορεί να μην τελείωσε το δημοτικό, αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε να κάνει τα όνειρά του πραγματικότητα και να περάσει μία ζωή κάνοντας αυτό που αγαπούσε: Να ζωγραφίζει τη φύση που λάτρευε. «Μέχρι την τετάρτη τάξη πήγα», εξομολογήθηκε ο κ. Σουλικιάς, ο οποίος εξήγησε τον λόγο που σταμάτησε από το σχολείο: «Μία φορά κάποιος πέταξε μία σαΐτα πίσω από μένα. «Έλα εδώ εσύ» μου είπε η δασκάλα που είχα. Ορίστε, απάντησα. «Άνοιξε το χέρι σου», με πρόσταξε. Νόμιζε ότι την πέταξα εγώ. Μου έδωσε μία, δύο, τρεις, με τον χάρακα. Στο τέλος με πήρανε τα δάκρυα, όχι από πόνο, αλλά από στεναχώρια. Κι ας πετάχθηκα μία συμμαθήτριά μου τότε, η οποία της είπε: «Δεν την πέταξε ο Σουλικιάς, αλλά ο άλλος από πίσω». Ούτε συγνώμη μου είπε, μα δεν τιμώρησε και τον υπαίτιο. Αυτό με πείραξε πολύ. Μετά δεν ξαναπήγα σχολείο. Όμως, οι δικοί μου δεν είπαν τίποτα. Ας ήταν φτωχοί και δούλευαν όλη μέρα στα καπνά. Με εμπιστεύονταν από παιδί. Με καταλάβαιναν και ήξεραν ότι είχα δίκιο. «Μην τον φοβάσαι αυτόν. Θα διδαχθεί μόνος του», έλεγε η συχωρεμένη η μάνα μου. Πολλοί με ρωτούσαν: Δεν θα μάθεις γράμματα; Ανοίγω βιβλία και θα μαθαίνω, τους απαντούσα».
Γεννήθηκε στην Κομοτηνή το 1926, αλλά έζησε τα παιδικά του χρόνια στον Βόλο, με τις κακουχίες της Κατοχής να μην τον λυγίζουν κι ας πέρασε στιγμές δύσκολες. «Στον πόλεμο είδα τον εαυτό μου στον καθρέφτη και είπα: Εγώ δεν πεθαίνω. Κοιτάχτηκα καλά-καλά τότε. Ξυπόλητος όλη μέρα. Παπούτσια δεν φορούσαμε. Όμως, έτρεχα όλη μέρα. Ήμουν σβέλτος. Έλεγα στον εαυτό μου: Θα ζήσω. Η ζωή ήταν όλη μπροστά μου», είπε ο κ. Σουλικιάς, ενώ στη συνέχεια μίλησε για τα χρόνια του Εμφυλίου, αλλά και το πρώτο ταξίδι του μακριά από τον Βόλο: «Πολέμησα στο Γράμμο και το Βίτσι, αφού τότε κλήθηκα για τη στρατιωτική μου θητεία. Μας έστειλαν πάνω στο βουνό. Να σκοτώνουμε ο ένας τον άλλον. Ήμουν καλός σκοπευτής, αλλά τότε αστοχούσα μονίμως. Μόλις τελείωσε ο Εμφύλιος, κατέβηκα στην Αθήνα για πρώτη φορά. Δεν ήξερα πού να πάω τότε. Ξάφνου βρήκα ένα μαγαζί που έψηνε γύρο. Πήρα μια μεγάλη μερίδα και την επόμενη ημέρα δεν είχα λεφτά να πάω στο ξενοδοχείο. Τρύπωσα στον Βασιλικό Κήπο. Είχε ένα σημείο μία μεγάλη ομπρέλα. Μαζεύονταν διάφοροι. Κρύφτηκα και όταν έκλεισαν οι πόρτες, κοιμήθηκα σε ένα παγκάκι κάτω από εκείνη την ομπρέλα».
Το 1956 βρέθηκε στο Παρίσι. «Τότε ήμουν 30 ετών», είπε και έδειξε μία φωτογραφία κάτω από την Αψίδα του Θριάμβου, για να συμπληρώσει: «Εκείνη την εποχή δεν πήγαινε κανείς για διακοπές. Μόνο οι πλούσιοι έστελναν εκεί τα παιδιά τους. Εκεί κάθισα έξι μήνες περίπου. Είχα βρει μία σοφίτα κι έκανα σκίτσα. Τρία χρόνια αργότερα πήγα και εγκαταστάθηκα στο Μόντρεαλ. Με τους σεισμούς του 1955 στο Βόλο, είχε φύγει ο μικρότερος αδερφός μου, ο Δημήτρης και με κάλεσε κι εμένα. Στον Καναδά αρχικά δούλεψα ως ρετουσέρ σε φωτογραφείο. Είχα φοβερή δεξιότητα και είχα μάθει την τέχνη πλάι στον Διαμαντόπουλο».
Ο πρώτος σταθμός του Πωλ Σουλικιά ήταν το Σεντ Τζον, αλλά στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στο Μόντρεαλ, όπου συνέχισε ως ρετουσέρ για ένα διάστημα, μέχρις ότου αφοσιώθηκε στη ζωγραφική. «Φτάνοντας στο Μόντρεαλ, συνάντησα μία χοντρή Εβραία. Στην αρχή μόλις άκουσε ότι ήμουν Έλληνας, με έδιωξε. Βγάζω από το παλτό μου τη συστατική επιστολή από την προηγούμενη δουλειά μου και τη διάβασε. Έτρεξε, μου έφτιαξε τσάι. Έκανε και κρύο έξω. Το ίδιο απόγευμα είχα πιάσει δουλειά. Τα λεφτά που έπαιρνα τότε ήταν πολλά, αλλά η καλή δουλειά ανταμειβόταν τότε».
Γοητεύτηκε από την ομορφιά των τοπίων του Καναδά και γρήγορα μονοπώλησαν τα θέματα των έργων του. «Τα πιο ωραία τοπία συνάντησα στο Μόντρεαλ, στα Λωρενσιανά βουνά για την ακρίβεια», είπε και κατέληξε: «Τα χρώματα εκεί ήταν πανέμορφα. Ιδιαίτερα τα φθινοπωρινά μου τοπία, κανείς Καναδός ζωγράφος δεν τα είχε. Όταν είδαν τα έργα μου, έγραψαν τότε: Αυτός ο Έλληνας ζωγράφος, έκανε το γνωστό άγνωστο και το τετριμμένο σύνηθες». Ήρθε κάποτε ένας Εγγλέζος τεχνοκρίτης και τους έβαλε όλους στη θέση τους. «Σαν τον Σουλικιά δεν υπάρχει άλλος», είχε γράψει τότε στη Μόντρεαλ Σταρ, μία αγγλόφωνη εφημερίδα του Καναδά, παρενέβη ο γιος του, Αριστοφάνης Σουλικιάς, ο οποίος συμπλήρωσε: «Είχε γράψει φοβερή κριτική για τον πατέρα μου εκείνη την εποχή».
Πάμπολλες οι ιστορίες που έχει να διηγηθεί ο σπουδαίος Έλληνας ζωγράφος, ο οποίος κάνοντας τον απολογισμό της ζωής του, δήλωσε απόλυτα ικανοποιημένος. «Κι από τις δυστυχίες που πέρασα, ευχαριστημένος είμαι. Μου βγήκαν σε καλό. Με δίδαξαν πολλά. Αν τα βρεις όλα έτοιμα, δεν κάνεις τίποτα. Η ζωή ένας διαρκής αγώνας», είπε ο κ. Σουλικιάς, ακόμη και τώρα που έπαψε να πιάνει τα αγαπημένα του πινέλα: «Φτάνει τόσο που ζωγράφισα. Κάποτε πρέπει να σταματάς, όταν έρχεται το πλήρωμα του χρόνου. Μέχρι εκεί που μπορείς πρέπει να φτάνεις».

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το