Θ Plus

«Ποιος έχτισε τον κόσμο»;

του Κυριάκου Παπαγεωργίου

Oκτώβρης του 2000! Μια μικρή συντροφιά από τον Βόλο αποφασίζουμε ν’ ανέβουμε στο Γράμμο. Μαζί κι ο αείμνηστος Νίκος Κολοβός. Βρισκόμαστε στον Πεντάλοφο (Ζουπάνι) για καφέ. Στο καφενείο του μεγάλου κεντρικού δρόμου πιάνουμε κουβέντα για τους παλιούς μαστόρους της περιοχής. Κάποια στιγμή η συζήτηση έρχεται σε ένα καίριο ζήτημα, το ποιο δηλαδή από τα δύο χωριά είχε τους καλύτερους τεχνίτες της πέτρας. Ο Πεντάλοφος ή η Πυρσόγιαννη; Είναι αλήθεια ότι έπεσαν στο τραπέζι κι άλλα ονόματα χωριών και περιοχών με διάσημους πετράδες, αλλά τελικά ετούτα τα δυο χωριά πήρανε κεφάλι (1).Δεν πρόλαβα να αποστηθίσω τα δυο ισχυρά επιχειρήματα των χωριών της πέτρινης μαστοριάς και το ίδιο βράδυ, γύρω από το τραπέζι της ταβέρνας, στην Πυρσόγιαννη πια, μια άλλη διχογνωμία, σοβαρότερη και πιο εντατική, ξεδιπλώθηκε, καθώς ακολούθησαν οι αντίπαλες επιχειρηματολογίες για δυο χωριά που πολεμούσαν επί χρόνια, για την πρωτοκαθεδρία της μαστόρικης τέχνης στην πέτρα, την οικοδομή, το γεφύρι, τη μάντρα και τις εκκλησιές.
Τα Λαγκάδια και η Πυρσόγιαννη. Το Ζουπάνι είχε υποσκελιστεί…
*
Το καινούργιο ερώτημα που είχε πλέον τεθεί και αναζητούσε απάντηση, ήταν το «ποιοι έχτισαν τον κόσμο».
Οι Λαγκαδιανοί ή οι Πυρσογιαννίτες;
Αυτή η απορία διατηρήθηκε για πολύν καιρό, αλλά η ουσία ήταν πως τα δυο κύρια μαστοροχώρια της Ελλάδας ήταν τα Λαγκάδια και η Πυρσόγιαννη. Όχι πως υπολείπεται το Ζουπάνι, καθώς οι Ζουπανιώτες έχουν αφήσει σπουδαία δείγματα της μαστορικής τους τέχνης κι εδώ στον Βόλο.


*
Πριν όμως ερευνήσουμε το ποιοι έχτισαν τον κόσμο, πρέπει να πω ότι ο τότε αντιδήμαρχος του Δήμου Μαστοροχωρίων Βασίλης Παπαγεωργίου, δικηγόρος στη Θεσσαλονίκη, είχε διατελέσει για ένα φεγγάρι πρόεδρος της περίφημης «Θεατρικής Λέσχης Βόλου», ήταν κουμπάρος του δημάρχου της Ζαγοράς και φίλος του Βραχωρίτη και του αείμνηστου Σκυλοδήμου.
Ο Νίκος Κολοβός είχε γνωριστεί με τον Βασίλη τον Παπαγεωργίου που κατέβαινε από τη Θεσσαλονίκη, αρκετές φορές, αν και δεν είχε άλλη σχέση με τον Βόλο, παρεκτός της κουμπαριάς με τον Κουτσάφτη, τον δήμαρχο Ζαγοράς.
Η ιστορία αποκάλυψε πολλά πράγματα εκείνο το βράδυ, αλλά το σημαντικό ήταν για μένα, η ανάπτυξη του θέματος των μαστοροχωριών που έκανε ο Βασίλης Παπαγεωργίου, ο οποίος μάλιστα είχε εκδώσει τότε και έναν ογκώδη κι εκπληκτικό τόμο, με τη συνεργασία του Αργύρη Πετρονώτη, για τα μαστοροχώρια.
Το ερώτημα λοιπόν «ποιος έχτισε τον κόσμο» έμελλε εκείνο το βράδυ να μας πάει ώς το πρωί.
*
Ένας λογοτέχνης από τα Λαγκάδια, ονόματι Χρήστος Νικήτας, που υπέγραφε με το ψευδώνυμο Στρατηλάτης, πραγματεύτηκε για πρώτη φορά το θέμα στην «Ηχώ των Λαγκαδίων». Έγραψε πως οι Λαγκαδιανοί μαστόροι επέστρεφαν τις άγιες μέρες του Πάσχα, στο χωριό τους, για να κάνουν Ανάσταση, αφού είχαν χτίσει ένα κομμάτι του κόσμου, γυρίζοντας από τη μια ήπειρο στην άλλη, με τα γνωστά μπουλούκια των χτιστάδων.
Ο Στρατηλάτης ήταν ανώτερος υπάλληλος του υπουργείου Εμπορίου, στην Αθήνα. Εκεί όμως υπηρετούσε και ο Πυρσογιαννίτης Νικόλαος Τσίπας, ο οποίος διάβασε τη μελέτη του συναδέλφου του και αμέσως διαφώνησε, για το ποιοι έχτισαν τον κόσμο. Κάλεσε δε τον τελευταίο στην Πυρσόγιαννη, για να του αποδείξει ότι οι Πυρσογιαννίτες έχτισαν τον κόσμο, αφού αυτοί είχαν τους καλύτερους πρωτομάστορες και είχαν γυρίσει όλη την Αμερική και την Αυστραλία χτίζοντας εκκλησίες, παλάτια, μουσεία, γέφυρες και κρήνες.
Η συζήτηση που άναψε μεταξύ των δύο ανώτερων υπαλλήλων του υπουργείου έφερε το θέμα στο ελληνικό προσκήνιο και τα αίματα άναψαν ανάμεσα σε πολλούς οπαδούς των δύο «θεωριών».
*
Στη συζήτηση μεταξύ πολλών ενδιαφερομένων που έλαβαν μέρος στην επίδικη διαφορά, παρενεβλήθη και κάποιος συνάδελφός τους από τη Θήβα, ο οποίος κάλεσε τους δυο αντιμαχόμενους να επισκεφθούν τις δυο περιοχές και να εκτιμήσουν τα έργα των μεν και των δε.
Στο μεταξύ προέκυψε ένα χρονογράφημα στο περιοδικό ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ, που υπέγραφε ο γνωστός ευθυμογράφος ΣΤΑΜ ΣΤΑΜ, ο οποίος διέλαβε την πληροφορία, με την οποία κατονόμαζε τις πηγές του, ότι «οι Πυρσογιαννίτες είναι χτίστες του σύμπαντος κόσμου», πράγμα για το οποίο συναινούσαν και άλλα μαστοροχώρια όχι μόνο της περιοχής Κόνιτσας αλλά και της Ηπείρου γενικότερα.
Το αντίθετο συνέβη με τα Λαγκάδια, που η έρευνα απέδειξε πως οι Λαγκαδιανοί έχτισαν μεν ωραία πέτρινα σπίτια αλλά δεν ήταν οι μόνοι Αρκάδες μαστόροι, καθώς από τη γύρω περιοχή διεκδικούσαν και άλλοι χτιστάδες το προνόμιο της μαστοροσύνης και της τεχνικής των χτιστάδων. Μάλιστα οι Βαρβαρίτες (από την Αγία Βαρβάρα) είχαν σοβαρές αντιρρήσεις για τους Λαγκαδιανούς.
Επίσης ο συγγραφέας Βασίλης Μυλωνάς στο μυθιστόρημά του «Ο Πλανόγιαννος» γράφει ότι οι μαστόροι της Κόνιτσας είναι πρώτοι από όλους τους Ελληνες στη δουλειά, αλλά καλύτεροι είναι οι Πυρσογιαννίτες και ακολουθεί ένα ευτράπελο σχετικά με έναν Πυρσογιαννίτη που ήθελε να γίνει παπάς.
Ο Πυρσογιαννίτης αυτός, γράφει ο Μυλωνάς, «πήγε να γίνει παπάς κι αντίς ν’ απαντήσει στον Δεσπότη πως ο Θεούλης έχτισε τον κόσμο, είπε πως τον έχτισαν οι Πυρσογιαννίτες». Και φυσικά τον «διαολόστειλε» ο Δεσπότης…
Τέλος να πούμε πως ένα ακόμη έργο με τίτλο «Ο Δημήτρης Σγολόμπης» του βαθυστόχαστου Ηπειρολάτρη Ευριπίδη Σούρλα αναφέρει, με ικανά αποδειχτικά στοιχεία, ότι «οι παλιοί θρυλικοί πρωτομάστορες από την Πυρσόγιαννη χτίσανε τον κόσμο» και ότι επικρατεί η ευρύτατα διαδεδομένη άποψη σε όλη την Αλβανία και την Ήπειρο γι’ αυτό…
*


Δείγματα της λαϊκής ιδιοφυίας, ως προς την αρχιτεκτονική και την οικοδομική, είναι σπαρμένα σε όλη την Ήπειρο και την Αλβανία, μέχρι του σημείου, τα μεγαλόπρεπα τουρκικά σαράγια, τα ιδιόρρυθμα και φανταχτερά σπίτια των Μπέηδων και των Αγάδων, όλων των πόλεων της Αλβανίας, καθώς και τα κομψότερα γεφύρια και οι επιβλητικότερες εκκλησίες, στην Ήπειρο, την Αλβανία, τη Θεσσαλία και την Πελοπόννησο, να φέρνουν τη σφραγίδα της ιδιοφυίας του Πυρσογιαννίτη πρωτομάστορα.
Αλλά και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας και πολλών άλλων χωρών υπάρχουν ακόμη και σήμερα δείγματα της χτιστικής των Πυρσογιαννιτών. Μεγάλα δίπατα και τρίπατα σπίτια, τρανές βεράντες, μεγάλες γυριστές σκάλες και τόσα άλλα πέτρινα καλούδια έχουν επάνω τους τη μαστοριά, την τεχνική και την ομορφιά του Πυρσογιαννίτη πετρά.
Οι μαστόροι και τα εσνάφιά τους (μπουλούκια) φτιάξανε παραδοσιακά οικοδομήματα λαϊκής αρχιτεκτονικής, αρχοντικά, εκκλησιές, γέφυρες (ονομαστότερη είναι στην Ήπειρο η γέφυρα της Κόνιτσας, του Πυρσογιαννίτη Ζιώγα Φρόντζου), πλακόστρωτες πλατείες, λιθόστρωτα καλντερίμια, προσκυνητάρια, βρύσες, μνημεία, και τόσα άλλα χειροποίητα τεχνουργήματα.
*
Αφού λοιπόν μπήκαν εκείνο το βράδυ, στην Πυρσόγιαννη, τόσα θέματα κι απλώθηκαν στο τραπέζι τόσοι τόποι που να διεκδικούν τον ψηλότερο βαθμό της μαστοριάς στην πέτρα, καταλήξαμε στη συμφωνία πως οι Πυρσογιαννίτες διέθεταν τον καλύτερο οπλισμό επιχειρημάτων, για να πάρουν τον κότινο της υψηλής τεχνικής, λάξευσης και μαστοροσύνης της πέτρας…
Την άλλη μέρα κι αφού τη διαθέσαμε για να ανηφορίσουμε στο Γράμμο κι ολοκληρώσαμε την ορειβατική μας υποχρέωση, το απόγευμα, αποφασίσαμε να πεταχτούμε ως την Καστάνιανη (Καστανιά), ένα θαυμάσιο – ίσως το ωραιότερο της επαρχίας Κόνιτσας – αρχοντοχώρι που διαθέτει σωρεία πετρόχτιστων δειγμάτων κάθε είδους. Υπέροχα σπίτια, μεγάλος αριθμός εκκλησιών, τρία – τέσσερα γεφύρια, επιβλητικό σχολειό, καθώς και ένα εκτεταμένο δίκτυο πετρόχτιστων δρόμων, καλντεριμιών και μια σειρά από ξεχωριστές κρήνες.
Η απόσταση που ενώνει τα δυο χωριά δεν είναι μεγαλύτερη από εννιά χιλιόμετρα, παρότι τα χωρίζει ένα εντυπωσιακό κι εξαιρετικά επιβλητικό ποτάμι, ο Σαραντάπορος.
Κουβεντιάσαμε με τον δάσκαλο του χωριού, τον οποίο μας είχε συστήσει ο Βασίλης Παπαγεωργίου, για πληροφορίες και στοιχεία που ενδεχόμενα θα μας ενδιέφεραν. Ο δάσκαλος ήταν απόλυτος στο ποιοι έχτισαν τον κόσμο.
«Οι Πυρσογιαννίτες», μας είπε και μας έδειξε όλα τα πετρόχτιστα κειμήλια της Καστάνιανης.
Κράτησε και μια επιφύλαξη βέβαια, ως προς τον χαρακτήρα των Πυρσογιαννιτών, που τα ήθελαν όλα για την πάρτη τους, καθώς εκεί, στην Πυρσόγιαννη, υπάρχει το δημαρχείο των Μαστοροχωρίων, ο Αστυνομικός Σταθμός όλης της περιοχής, το Ιατρείο, το Κτηνιατρείο, ο δυναμικός Πολιτιστικός Σύλλογος, ΤΟ ΑΡΜΟΛΟΙ, ο Δασονόμος και η Πυροσβεστική.
*
Το πρωί που θα φεύγαμε κάναμε μια εκτεταμένη διάσχιση της Πυρσόγιαννης και πέσαμε πάνω σε υπέροχα πέτρινα δείγματα της τέχνης και της τεχνικής των Πυρσογιαννιτών χτιστών και πελεκάνων. Και νά στον Πάνω Μαχαλά, τα χαγιάτια, οι μεσάντρες, τα κιόσκια, τα λιακωτά, οι σκεπές με τους αθάνατους καβαλάρηδες, οι φεγγίτες, τα κατώγια και τ’ ανώγια, οι λαξευμένοι κουμπέδες και τα πολύγωνα, όλα καμωμένα από διαλεχτές βουνίσιες πέτρες, γερά πέταυρα, γυφτόκαρφα, προκοκέφαλα και περόνες.
Και νά στον Πέρα Μαχαλά, οι σπάνιες λιθοδομές, τα αγκωνάρια, τα φουρούσια, οι εξώστες, οι τοξωτές αυλόθυρες, οι αναλογίες και οι προσμίξεις, από χυτοσίδηρο, μορφές και σχήματα γεωμετρικά, λογής στολίδια κι επιτεύγματα χαλκιάδων, που τα διακρίνει η σοφία, το μεράκι, το γούστο, η φαντασία και η ψυχή του καλλιτέχνη.
Τον κόσμο λοιπόν τον έχτισε η μαστοριά των ανθρώπων που έφευγαν από τον τόπο τους μετά το Πάσχα, καβάλα στα μουλάρια, μαζί με τα μαστορόπουλα, για να ξαναγυρίσουν τα Χριστούγεννα, ώστε να διαμορφώσουν τον πλανήτη της πέτρας, όπως τον επινόησαν εκείνοι οι αισθαντικοί και ικανότατοι πρωτομάστορες και να τον κανακέψουν με το σκεπάρνι, το σφυρί, το αλφάδι, την κοπάνα, τον κολαούζο, το ματσακόνι και το πηλοφόρι.

ΥΓ. Το όνομα της Πυρσόγιαννης προέρχεται από την αλβανική ρίζα «πρισόγια» που πάει να πει προσήλιο, αφού έτσι κι αλλιώς το χωριό είναι φάτσα στην ανατολή και το λούζει όλη μέρα ο ήλιος και βέβαια όχι από το πυρσός…
(1) Ονομαστά χωριά μαστόρων της πέτρας θεωρούνται, στην Ήπειρο και τη Δυτική Μακεδονία, το Ζουπάνι, η Πυρσόγιαννη και η Βούρμπιανη, στη Ρούμελη η Γραμμένη Οξιά, στο Μοριά τα Λαγκάδια, τα χωριά των Καλαβρύτων και η Αγία Βαρβάρα.
Την Αθήνα την έχτισαν Τηνιακοί, Ανδρειώτες, Αναφιώτες και Καρπαθίτες
Στη Θεσσαλονίκη έλεγαν πως καλύτεροι μαστόροι ήταν οι Καλλιπολίτες, από τη Μάδυτο και το Αγγελοχώρι (Findikli)

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το