Κόσμος

Πέθανε ο κοινωνιολόγος Ούλριχ Μπεκ, ο δημιουργός της «κοινωνίας του ρίσκου»

bek

Ήταν πρωτότυπος στοχαστής. Ο γερμανός κοινωνιολόγος Ούλριχ Μπεκ, που πέθανε ανήμερα Πρωτοχρονιά (ο θάνατός του έγινε γνωστός δυο μέρες αργότερα) σε ηλικία 70 ετών, ενσάρκωνε τον κατά τον Όσκαρ Νεγκτ αυθεντικό τύπο του διανοουμένου – εκείνου του παραγωγού θεωριών.

Σαν τέτοιος ήταν ένας ακάματος κυνηγός ιδεών, που εξηγούσαν τον σύγχρονο, παγκοσμιοποιημένο κόσμο. Με πιο κεντρική τη λεγόμενη «κοινωνία του ρίσκου», όπως λεγόταν και ένα βιβλίο του από το 1986, που χαρακτηρίστηκε ένα από τα 20 σημαντικότερα κοινωνιολογικά έργα του 20ου αιώνα και τον έκανε παγκόσμια γνωστό.

Η παγκοσμιοποιημένη κοινωνία, έλεγε, δημιουργεί η ίδια τους κινδύνους που την απειλούν: Ατομικά όπλα, πυρηνικά εργοστάσια, μόλυνση του περιβάλλοντος, «νέφη» πάνω από τις πόλεις, αυτοκινητοδρόμους-λαιμητόμους, κοινωνικές ανισότητες, χρηματιστικές κρίσεις. Ρίσκο δεν σημαίνει όμως αυτόματα καταστροφή, αλλά την έγκαιρη πρόβλεψη της μελλοντικής καταστροφής, που επιτρέπει την αποτροπή της. Ο Μπεκ είχε εκπονήσει μάλιστα και έναν κατάλογο αποτρεπτικών μεθόδων, που περιλάμβανε τη θεωρία των πιθανοτήτων και τη λήψη προληπτικών μέτρων.

Η αποτροπή δεν μπορεί βέβαια να είναι τελεσίδικη. Κι αυτό επειδή η παγκοσμιοποιημένη κοινωνία υποφέρει από τέσσερις συστημικές ατέλειες, οι οποίες συνεργούν στην αναπαραγωγή του ρίσκου: την υπέρβαση των ορίων (Entgrenzung), την αδυναμία ελέγχου, την ελλιπή αντιστάθμιση των προξενηθείσων ζημιών, και την έλλειψη γνώσης και επίγνωσης των κινδύνων.

Αυτός ακριβώς ο χαρακτήρας του ρίσκου ως «ζόμπι» παρακινούσε τον Μπεκ να αναζητεί όλο και πιο επακριβείς έννοιες για την αντιμετώπισή του. Τρία χαρακτηριστικά παραδείγματα:

Πρώτον, η ατομικότητα (εντελώς διαφορετική από τον ατομικισμό), που είναι αποτέλεσμα της προϊούσας διάλυσης των παραδοσιακών θεσμών, όπως η οικογένεια, τα φύλα, ή οι τάξεις. Το «ατομικό» άτομο δεν είναι πλέον παράγωγο του περιβάλλοντός του, αλλά, αντίθετα: επιλέγει, «σκηνοθετεί» ή «χειροτεχνεί» το ίδιο τη βιογραφία του. Αυτό φαίνεται και στο θέμα της θρησκείας: Όλο και περισσότερα άτομα απαρνούνται τα θρησκευτικά δόγματα και εγκαταλείπουν τις εκκλησίες για να δημιουργήσουν ένα δικό τους ατομικό «Θεό» – καθ΄εικόνα και κατά ομοίωσή τους.

Δεύτερον, η κοσμοπολιτικοποίηση, που είναι πάλι εντελώς διαφορετική από τον κοσμοπολιτισμό. Σε πρόσφατη συνέντευξη του στο «Βήμα» (ίσως η τελευταία που έδωσε πριν πεθάνει) ορίζει τις έννοιες ως εξής:

«Ο κοσμοπολιτισμός είναι θεωρητική κατασκευή, που ανάγεται στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία και χρησιμοποιήθηκε στη νεότερη εποχή από όλους τους μεγάλους διαφωτιστές – από τον Ιμάνουελ Καντ ως τον Γιούργκεν Χάμπερμας. Μόνο που ο όρος έχει ένα ψεγάδι: εκείνο της θαυμάσιας αλλά όχι ρεαλιστικής ιδέας. Η κοσμοπολιτικοποίηση, ως πρακτική διαδικασία, δεν έχει σχέση με τον κοσμοπολιτισμό. Με την έννοια αυτή θέλω να δείξω ότι στις αρχές του 21ου αιώνα ζούμε σε μια πραγματικότητα στην οποία δεν έχουν πλέον εφαρμογή οι μέχρι πρότινος ισχύουσες αρχές της συμβίωσης μεταξύ κρατών και ηπείρων. Επιγραμματικά, κοσμοπολιτικοποίηση σημαίνει τον εγκλεισμό των αποκλεισμένων – κάτι που συχνά γίνεται με καταναγκαστικό τρόπο. Ενα παράδειγμα για αυτό είναι τα εκατομμύρια άτομα από χώρες του Τρίτου Κόσμου, που για να επιζήσουν αναγκάζονται να πουλάνε σωματικά τους όργανα, όπως νεφρά, μάτια, ή συκώτι, σε πλούσιους ασθενείς στη Δύση. Το αποτέλεσμα είναι μια μοντέρνα μορφή συμβίωσης: η συγχώνευση δύο άνισων κόσμων μέσω της ιατρικής τεχνολογίας. Στα σώματα των ατόμων συνενώνονται ήπειροι, ράτσες, τάξεις, έθνη και θρησκείες. Μουσουλμανικά νεφρά καθαρίζουν χριστιανικό αίμα, άσπροι ρατσιστές αναπνέουν με πνεύμονες μαύρων. Ετσι προκύπτει ο λεγόμενος “βιοπολιτικός κοσμοπολίτης”. Τέτοια λιγότερο φρικιαστικά δείγματα εγκλεισμού του αποκλεισμένου βλέπουμε άπειρα στην καθημερινή ζωή, για παράδειγμα, στα ράφια των καταστημάτων, που είναι γεμάτα με προϊόντα, που προέρχονται από την αδυσώπητη εκμετάλλευση των κατοίκων του Τρίτου Κόσμου από δυτικές επιχειρήσεις. Και αυτό αποτυπώνεται στα παγκόσμια ρίσκα, που εφορμούν στη ζωή μας: κλιματική αλλαγή, φτώχεια, πυρηνικά όπλα, χρηματιστική κρίση».

Και αναφερόμενος στις επιπτώσεις της κοσμοπολιτικοποίησης στην Ελλάδα προσθέτει:

«Η κατάσταση στην Ελλάδα επηρεάζεται άμεσα από τις αποφάσεις που λαμβάνουν οι χρηματιστές σε άλλα μέρη του κόσμου. Αλλά και εδώ ισχύει η αμφισημία: από τη μία βλέπουμε ανθρώπους, όπως τους τραπεζίτες, να δρουν διακρατικά και να επηρεάζουν τη μοίρα εκατομμυρίων κατοίκων άλλων χωρών, από την άλλη όμως πολλά από τα “θύματά” τους να αντιδρούν ταυτιζόμενα είτε με τις δημοκρατικές δομές και την εθνική κυριαρχία της χώρας τους είτε με ευρωσκεπτικιστικά κινήματα».

Τρίτον, η μεταμόρφωση, η τελευταία «κρεασιόν» του Μπεκ, στην οποία αφιέρωσε το τελευταίο βιβλίο του, που πρόκειται να εκδοθεί στα αγγλικά τον ερχόμενο Φεβρουάριο. Στην ίδια συνέντευξη έδινε τον εξής ορισμό: «Η μεταμόρφωση είναι έννοια που συνδυάζει την κατάρρευση μιας παλιάς τάξης πραγμάτων με το κανονιστικό πλαίσιο μιας υπό εκκόλαψη καινούργιας. Για τις κοινωνικές επιστήμες, η νέα τάξη πραγμάτων δεν είναι μονόπλευρη αλλά αμφίσημη. Παράδειγμα, η αλλαγή του κλίματος: Η αναζήτηση γρήγορων πολιτικών λύσεων δεν οδήγησε ως τώρα πουθενά – προκαλεί μόνο αμφιβολίες, για να μην πω απόγνωση. Αν όμως εγκαταλείψουμε την εμμονή σε εύκολες λύσεις και αποδεχθούμε ότι η κλιματική αλλαγή αποτελεί παγκόσμιο ρίσκο, που εμπεριέχει ταυτόχρονα τη δυνατότητα πρόληψης της καταστροφής, θα διαπιστώσουμε πως η αλλαγή αυτή δεν απειλεί μόνο το μέλλον μας αλλά έχει αλλάξει και το παρόν μας. Η ιδέα της μεταμόρφωσης αλλάζει εδώ και τώρα τις προϋποθέσεις για την απόκρουση της καταστροφής. Στη θέση του παλιού κανονιστικού ορίζοντα μπαίνει ένας καινούργιος. Στη βάση του μπορούμε να αναζητήσουμε κατόπιν λύση για το κλιματικό πρόβλημα παίρνοντας υπόψη τα συμφέροντα των φτωχών χωρών και οργανώνοντας με νέο τρόπο την κατανάλωση και τον καπιταλισμό».

Θεωρητικά, ο Μπεκ είχε εγκαταλείψει, όπως αναφέρθηκε ήδη, πολλές κεντρικές κοινωνιολογικές έννοιες του εικοστού αιώνα, όπως τάξη και ταξικοί αγώνες. Τα σημερινά μεγάλα προβλήματα της ανθρωπότητας ήταν για αυτόν υπερταξικά. «Το νέφος, ή η ακτινοβολία του Τσερνόμπιλ δεν κάνουν καμιά διάκριση ανάμεσα στους καπιταλιστές και τους προλετάριους» συνήθιζε να λέει.

Ακόμη οξύτερη ήταν η κριτική που ασκούσε στο λεγόμενο «μεθοδικό εθνικισμό», στην ακόμη κυρίαρχη αντίληψη στις κοινωνικές επιστήμες, σύμφωνα με την οποία το εθνικό κράτος αποτελεί τη μόνιμη αφετηρία της κοινωνιολογικής ανάλυσης. Το κράτος, όπως και οι τάξεις, ήταν για αυτόν σκέτος αναχρονισμός, ο οποίος μπαίνει εμπόδιο στη λύση των κοινών «υπερκρατικών» προβλημάτων. Η λύση των τελευταίων μπορεί έτσι να βρεθεί όχι απλώς μέσω διακρατικών συνεργειών, αλλά κυρίως μέσω της υπέρβασης του εθνικού κράτους.

Στην Ευρώπη, η υπέρβαση αυτή άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά μέσω της ίδρυσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο Μπεκ ήταν φανατικός οπαδός της. Σε αυτήν έβλεπε το πλαίσιο για την πραγμάτωση του ονείρου του: μιας ένωσης ευρωπαίων κοσμοπολιτών, απελευθερωμένων από τα εθνικά, εθνικιστικά και κρατικιστικά στερεότυπα.

Ο ίδιος διερωτόταν: Γιατί μόνο μια ενωμένη Ευρώπη, και όχι αμέσως μια ενωμένη υφήλιος – που θα πραγμάτωνε πλήρως τον κοσμοπολιτισμό;

Η απάντησή του ήταν: Η Ευρώπη είναι μόνο η αρχή. Σε αυτήν υπάρχουν ήδη οι βασικές πολιτικές και κοινωνικές προϋποθέσεις για την προώθηση του κοσμοπολιτικού οράματος. Με τον καιρό θα μπορούσαν να υπάρξουν παρόμοια σχήματα και σε άλλα μέρη του κόσμου.

Όχι λίγοι κριτικοί, μεταξύ των οποίων και ο πρώην συνεργάτης του Άρμιν Νασέκι, υποστηρίζουν, ότι ο Μπεκ είναι μονόπλευρος, με την έννοια, πρώτον: Ότι δίνει αδικαιολόγητα μεγάλη έμφαση στις υποκειμενικές αντιλήψεις των ανθρώπων, οι οποίες μάλιστα θα μπορούσαν να αλλάξουν προς το καλύτερο υπό την κατάλληλη καθοδήγηση – αλλάζοντας έτσι και τον κόσμο. Και δεύτερον, ότι παραγνωρίζει τις «άκαμπτες» κοινωνικές υπερδομές και την καθοριστική τους επίδραση στη ζωή και τη συνείδηση των ανθρώπων.

Παρόλα αυτά, οι θεωρίες του φέρνουν καινούρια πνοή στη σύγχρονη σκέψη. Όχι παράξενο έτσι, ότι ορισμένοι αριστεροί διανοητές επιχειρούν να τη μεταδώσουν και στον κλασικό μαρξισμό αξιοποιώντας, για παράδειγμα, τη μεθοδολογία της «κοινωνίας του ρίσκου».

Πολιτικά, ο Μπεκ κινούταν ανάμεσα στους Σοσιαλδημοκράτες και τους Πράσινους. Σε αυτούς απεύθυνε εξ άλλου και τις θεωρίες του: Στους ηγέτες τους, για να τις έχουν ως βάση για την πολιτική τους, στους ψηφοφόρους τους, για να τις χρησιμοποιούν ως πυξίδα για τον καθημερινό βίο τους – ως συνειδητοί κοσμοπολίτες στο πλαίσιο μιας «τυφλής» κοσμοπολιτικοποιημένης κοινωνίας.

Με αυτή την αφετηρία ασκούσε αυστηρότατη κριτική στην Άνγκελα Μέρκελ για την ευρωπαϊκή κυρίως πολιτική της στο πλαίσιο της κρίσης. Το δοκίμιό του «Μερκιαβέλι» (από Μέρκελ και Μακιαβέλι) από το 2012 έπαιρνε σε πρώτη γραμμή παράδειγμα την Ελλάδα για να δείξει τις καταστροφικές επιπτώσεις της πολιτικής της λιτότητας.

Ανάλογα συχνά ήταν και τα ερωτήματά του για την κατάσταση των Ελλήνων στις συνεντεύξεις που είχε δώσει τα τελευταία χρόνια στο «Βήμα».

Στην τελευταία από αυτές εξέφρασε την απορία, γιατί δεν υπάρχει κανένα κίνημα αλληλεγγύης ανάμεσα στα θύματα της κρίσης στην Ελλάδα, που να είναι ταυτόχρονα φιλευρωπαϊκό. Στην παρατήρηση του υπογράφοντα, ότι υπάρχουν εκατοντάδες δίκτυα πολιτών, που ασκούν καθημερινά έμπρακτη αλληλεγγύη, και ότι η πλειοψηφία του πληθυσμού συνεχίζει να πιστεύει σε μια Ευρώπη ισότιμων πολιτών, η απάντησή του ήταν, ότι θα φροντίσει να μάθει περισσότερα γι αυτά στο άμεσο μέλλον.

πηγή www.tanea.gr

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το