Πολιτισμός

Περιπέτειες της δράσης και του στοχασμού από τον Κυριάκο Παπαγεωργίου

«Σημειο-λογία της Ποιητικής, των ονομάτων της γλώσσας του δρόμου και της περιπέτειας με όχημα τον διαλογισμό» (Θεσσαλία, 2020) είναι ο τίτλος της νέας έκδοσης του Κυριάκου Παπαγεωργίου.
Ο συγγραφέας εξηγεί πώς συνέλαβε την ιδέα:

«Πρώτα απ’ όλα έχω μόνιμη και χαρτογραφημένη στον νου μου την εμμονή της περιπέτειας. Όλες οι ιδέες και οι λέξεις εκεί ανακαλύπτονται, εκεί συνωστίζονται κι εκεί ανασταίνονται. Μες στο μυαλό μου υπάρχει πάντα ένα κάδρο με την ιδέα της περιπέτειας και της προσφυγής μου στην έκθεση του κινδύνου, αν θέλετε. Από κει εκπορεύονται όλα. Το κάδρο αυτό που είναι στημένο στην ίδια πάντα θέση, μου ανοίγει τον ορίζοντα της επιθυμίας ν’ απλωθώ έως εκεί που τα σύμβολα των άγνωστων διαδρομών μεταποιούνται σε κινητήριες εσωτερικές δυνάμεις για να φτάσουν έως το κέντρο της γης μου. Ο λόγος που βγαίνει στο χαρτί για την περιπετειώδη αυτή ζωή, οι αναφορές σε αυτή, τ’ αφιερώματα που έχω μελετήσει και οι οδοιπορίες που έκαμα σε όλα τα σημεία του ελληνικού ορίζοντα. Οι νύχτες με φεγγάρι, τα δειλινά, οι αυγές, το κόκκινο, το άσπρο και το μαύρο, προετοίμασαν και προετοιμάζουν τα υλικά, που με τη βοήθεια μιας σύμμαχης φαντασίας διεγείρουν την ποιητική μηχανή.
Πήρα λοιπόν να γράφω τι έβλεπα και τι εννοούσα μέσα και πίσω από τα κυρίαρχο στοιχείο του φωτογραφικού αυτού κάδρου: To φως και μόνον αυτό…
Αλλά πίσω από το φως που βλέπει ο καθένας, κρύβεται η σωρεία των τυραννικών (υλικών και αισθητικών) λέξεων και στοιχείων του ελληνικού κύκλου: Η μυρωδιά, ο αέρας, η στιλπνότητα, η αλαφρότητα, το μαύρο και το άσπρο, ιδανικά δεμένα και τέλος η απροσπέλαστη ομορφιά κι αψάδα του ελληνικού τοπίου.
Έτσι ξεκινώ κάθε μικρό απόσπασμα από τον κύκλο που ακολουθεί. Με προεξάρχουσες τις ιδέες, αλλά με αγωγούς τις λέξεις και ξανά τις λέξεις».
Ποιες είναι οι βασικές προϋποθέσεις της ιδιότυπης αυτής κατασκευής;
«Η ιδιαιτερότητα της γλώσσας, μια κάποια ελλειπτικότητα στην έκφραση και ιδίως η απόκλιση από την κοινή γλώσσα επικοινωνίας.
Βαδίζοντας δεν μπορεί παρά έχω πάντα στον νου μου την αριστοτέλεια ρήση: Ότι ου τα γενόμενα λέγειν, αλλ’ οία αν γένοιτο, όχι δηλαδή αυτά που γίνονται και φαίνονται, αλλά εκείνα που δεν φαίνονται και είναι ενδεχόμενο να γίνουν, ν’ αποκαλυφθούν, όσα δηλαδή είναι κρυμμένα πίσω από την πρώτη ματιά».

Όπως υπογραμμίζει η Σημειολογία της Ποιητικής «δεν είναι βιβλίο για διασκέδαση·
Το βιβλίο αυτό γράφτηκε όχι για να εκδοθεί ούτε να κοινολογηθεί. Αφορούσε αποκλειστικά τον άνθρωπο που ζούσε τις περιπέτειες της δράσης και του στοχασμού.
Το διάβαζα ωστόσο αποσπασματικά τις μέρες μου στη Λάιστα, στους πολύ στενούς φίλους, οι οποίοι επέμειναν να πάρει τη μορφή της δημοσιότητας με τη στενή βέβαια έννοια της τελευταίας.
Αποτελεί συμπίλημα βιωμάτων διανοητικής φύσης και πρόχειρη καταγραφή ταξινόμηση εμπειρικών παρατηρήσεων…».

Είχα πάντα υπόψη μου τη Σημειολογία του Ουμπέρτο Έκο όπως και τις σχετικές παρατηρήσεις του Κικέρωνα για το χρυσό ποτάμι του λόγου που βέβαια αναφερότανε στον Αριστοτέλη.
Το βιβλίο δεν διεκδικεί το προνόμιο να είναι ούτε ποίηση ούτε φιλοσοφία. Απλές καταγραφές είναι από τα μοναχικά περπατήματά μου, που σκοπό είχαν να αποκαλύψουν, για ατομική χρήση, όχι το αληθές και το αναγκαίο, αλλά το εικός και το πιθανό.
Πιστεύω πως για να ζήσει κανείς έτσι και φυσικά να στοχάζεται αδέσμευτα από κλισέ και τύπους, πρέπει να έχει καταρχήν ένταση ζωής, δυνατή φύση, πλούσιο κόσμο μέσα του, αλλά και βαθιά ηθική πίστη, ώστε να αισθάνεται μεν, αλλά να μη συντρίβεται από την πίεση των συνθηκών (κίνδυνοι, βροχές, αγρίμια, κακουχίες), αλλά να ζει συνειδητά την ψυχική ζωή για να μπορεί να την εκφράζει.
Τέλος πρέπει να πω ότι έμαθα στη ζωή μου ν’ ακολουθώ τον κανόνα που λέει πως τα μικρά πράγματα χτίζουν τη μεγάλη ζωή. Μα και το άλλο, το βασικό, του Οδυσσέα Ελύτη πως «πολλά μέλλει να μάθεις αν το Ασήμαντο εμβαθύνεις».
Όταν βγαίνω στο ύπαιθρο – και ως τέτοιο εννοώ κάθε ανοιχτό χώρο που δεν τον περιορίζει ή τον απομειώνει η ανθρώπινη δόμηση – μου τραβάει το βλέμμα η επιτομή του ταπεινού και μικρού αντικειμένου ή κάποιου γεννήματος που αντανακλά την υπέρτατη καθολική αξία στην εσωτερική μου όραση.
Αυτό αποτελεί για μένα το υπερούσιο δώρο που μου χαρίζει η φύση στην παρατεταμένη απόλαυση του χρόνου, του χρόνου για τον οποίο έμαθα επιτέλους να ζω, σύμφωνα με τις απλές, ήρεμες, αλλά κι ανατρεπτικές αρχές της επικούρειας διδασκαλίας…
Μιλώ για την ευλογία των απλών βημάτων που καταπίνουν ατέλειωτες εκτάσεις.
Μιλώ για την ποίηση των μικρών πραγμάτων κι όχι για την υψηλή ραπτική των μεγάλων ιδεών και κατακτήσεων.
Μιλώ για όσα έμαθα να βλέπω στις περιπλανήσεις μου και δεν βλέπουν οι άλλοι, ίσως γιατί δεν είναι εξασκημένοι να παρατηρούν το ασήμαντο, το τιποτένιο, το καταχρηστικό.
Ζητώ, λοιπόν, να διαλευκάνω το Ασήμαντο, δηλαδή το κάθε μικρό σκουπιδάκι που διαλάθει της προσοχής των νοικοκυραίων, ακριβώς γιατί είναι μικρό, άχρηστο και διαβλητό στη συνείδηση των πρακτικών ανθρώπων που αναζητούν το ωραίο, το χρηστικό και το ωφέλιμο».
Σε ορισμένα αποσπάσματα του βιβλίου του η περιπέτεια του διαλογισμού γίνεται εντονότερη. Ο ίδιος καταθέτει τις σκέψεις του για τις ιδιαίτερες αυτές στιγμές της νέας έκδοσης:

«Ό,τι «παθαίνω για να γράψω κι ύστερα πεθαίνω για να ζήσω». Ναι. Δεν μπορείς να γράψεις αν δεν έχεις πάθη που σε πεθαίνουν για να ταιριάσεις τις λέξεις που πρέπει να βρούνε διέξοδο.
Ότι δεν γίνεται πάλι να γράψεις «αν ο γεμιστήρας σου δεν εξοπλιστεί με βίαιες συγκινήσεις». Θέλω να πω ότι τη μεγάλη πρόκληση τη διευκολύνει το στοιχείο της περιπέτειας που κλείνει όλα τα πιθανά και τα απίθανα που μπορεί να σου συμβούν και να σε οδηγήσουν στη βίαιη συγκίνηση…
Ότι «άλλο στίχο ξεκινώ να γράψω κι άλλος μου προκύπτει στον δρόμο»; Ναι! Άλλη είναι η αρχική σκέψη, αλλά τα βήματα σε φέρνουν μπροστά σε τελείως διαφορετικά εικονίσματα λέξεων, ιδεών, προτάσεων και συλλογισμών…
Ότι «βαδίζω και στοχάζομαι σημαίνει ότι ζω κι από τις δυο μεριές τη ζωή». Όλο αυτό δε σημαίνει τίποτα παραπάνω από αυτό που λέει με τρεις λέξεις. Το βάδισμα κι ο στοχασμός είναι οι δυο μορφές ζωής του μοναχικού ανθρώπου της φύσης. Της μέσα του φύσης και της έξω…».

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το