Θ Plus

Περίπατος στην Γκιώνα

*του Κυριάκου Παπαγεωργίου

Όλα στη ζωή εξαρτώνται από τον βαθμό πραγματικότητας της ανθρώπινης περιπέτειας… Και δεν είναι ζήτημα μοίρας, τύχης, πεπρωμένου ή ωροσκόπου (1).
H ζωή καθορίζεται από ανεξάρτητους παράγοντες που τους κατευθύνει η ανθρώπινη φύση κι οι επιλογές της. Η ομορφιά και η ποίηση συναντιούνται στο ίδιο κανάλι…
*
Σταθήκαμε στη γέφυρα της Συκιάς, κάτω από τον ασυνήθιστο «λόγο» της Γκιώνας, που οι ειδικοί τον αποκαλούν Πλάκα Συκιάς, έναν μοναδικό και κατακόρυφο ορθόβραχο, ύψους 1250 μέτρων (από τα 1.250 ώς τα 2.508). Κι είπαμε να τον «περπατήσουμε»…
Ασφαλώς δεν τον λες «περίπατο». Αλλά μου αρέσει η λέξη. Γιατί ο λόγος της Γκιώνας δένει με το Λαζόρεμα. Και το λιβάδι του Λάζου.
H «ανάβαση – περίπατος» από τη Συκιά Φωκίδας ως κάτω από την όρθια συμπαγή Πλάκα θα με στιγματίζει μια ζωή. Για δυο λόγους: Ο πρώτος, γιατί έχει ο τόπος μια συναρμογή και μια ενότητα που είναι ολωσδιόλου «ελληνική». Ο δεύτερος, διότι νιώθεις τις δυνάμεις σου, μέσα – έξω, ανίκανες ν’ ανταποκριθούν σε ένα τέτοιο μεγαλειώδες τοπόσημα, σε μια τέτοια έκταση αναποδογυρισμένου κόσμου.
Βαδίζεις λοιπόν μέχρι όσο πάει στο βουνό κι όσο αντέξει η προβολή της αντοχής σου. Γι’ αυτό ετούτη η στιβαρή ανάβαση είναι κέρδος, γνώση και, φυσικά, απόλαυση.

Το τείχος της Πλάκας στην Γκιώνα

*
Η γλώσσα αυτής της ανάβασης – του «περιπάτου» θα έλεγα καλύτερα -, είναι η ψυχή που εμπεριέχει τα πάντα: Ευωδιές, ήχους, χρώματα και στοχασμό, έναν στοχασμό που τραβά για την κορυφή της γνώσης.
Η ανάβαση στο Λαζόρεμα δεν είναι παιχνίδι. Αποτελεί μέρος εγκύκλιας γνώσης. Σταθερής απόλαυσης. Ετήσιου, για να μην πω αιώνιου, χρέους.
Ανεβαίνω με συνείδηση στο βουνό σημαίνει ότι αρχίζει, σχεδόν ανεπαίσθητα, αντί για τη σύνθεση, η απορρύθμιση των αισθήσεων.
Ακούγονται από μακριά οι πρώτοι επιτόπιοι ψαλμοί. Θρησκευτικής αρμονίας, οπωσδήποτε και επικού κύκλου. Άλλωστε εδώ πάνω τα δυνατά επιχειρήματα που αποκαλύπτουν τη φύση του βουνού είναι ο Αριθμός κι η Αρμονία…
Έτσι μπορώ να πω με ασφάλεια και σιγουριά: Το περπάτημα είναι γνώση. Κι εμείς που μετέχουμε της εγκύκλιας αυτής εμπειρίας, μοιραία γινόμαστε ο αθέλητος πολλαπλασιαστής εικόνων και βιωμάτων.
Όσο ανεβαίνουμε και όσο υψόμετρο κερδίζουμε, το κέρδος δεν είναι υλικό, ψαύσιμο, χειροποίητο. Είναι μια αμήχανη διείσδυση στην ηθική σημασία της ζωής και των ωραίων πραγμάτων που δεν έχουν ανταλλάξιμη αξία, πρακτικό αντίκρισμα, στυφή λογιστική δοσοληψία.
Αχ, εκεί πάνω είναι κρυμμένες όλες οι αλήθειες κι όλες οι μέλλουσες ανταμοιβές, της φυσικής καλοσύνης, ακόμα και της υψηλής τέχνης…
Θ’ αποφύγουμε τάχα τα ψιλολίθαρα, τις κωλυσιεργίες που κάθε τόσο μας φράζουν τον δρόμο;
*
Προς θεού, πρέπει να κρατήσουμε μακριά τη φαντασία… Πρέπει να δεθούμε στο γήινο άρμα κι όχι στο ουράνιο, ν’ ακολουθήσουμε τις πεπατημένες των θηρευτών, των κατσαπλιάδων και των ορεσίβιων κτηνοτρόφων, αν θέλουμε να σταθούμε στο ύψος των ορεινών περιστάσεων.
Αν η χελώνα που βλέπω ξυπνήσει δρομέας και το έλατο σειρήνα, δε θα φταίνε αυτά, μα η φαντασία μου που κόντρα στη φύση της, ξυπνάει εργοδότρια αισθημάτων…
Ανηφορίζοντας παρουσιαζόμαστε ως νεοσύλλεκτοι μπροστά στον ανώτερό μας που είναι το στρατηγό βουνό και μας επιβάλλει τη νέα τάξη πραγμάτων, την πειθαρχία και την υπακοή στο σύνολο της ανεπιτήδευτης φύσης.
Μοιραία ανατέλλει το μπουμπούκιασμα των στοχασμών. Κι αφουγκραζόμαστε τις δοξαριές των πεύκων, τον λόγγων και των ελατιών. Αναδεύονται τα φύλλα, αποστομώνονται οι στριγγιές κραυγές του ρυακιού κι οι ανάσες τ’ αγριόγιδου, που τις ακούμε να σαλπίζουν το αόρατο βήμα τους κι εμείς πλησιάζουμε, όλο και πιο πολύ, όλο και πιο ασυγκράτητοι, στις μονιές τους, ν’ αλώσουμε αυτή τη θεία φύση που τη μαθαίνουμε πόντο τον πόντο. Αποστηθίζουμε γι’ αυτό, λόγο τον λόγο, το σφυγμό και τη ροή του αίματος, αυτής της ακαταπόνητης ζωής που συνάπτει, για χάρη μας, ψαλμούς των νερών, έμμετρους στίχους κι ελεγείες σπασμένων κλώνων.
Η ορεινή τάξη ρίχνει τις ιδέες της με φυσικό τρόπο. Εμείς συλλέγουμε τους καρπούς της και τραβούμε τον δρόμο μας.
Αυτοανακηρυσσόμαστε στυλοβάτες της νέας τάξης, μα η ψυχή μας παραμένει στο επίπεδο του νάνου. Νάνοι απέναντι στην τερατώδη ψυχή του βουνού. Του «κόσμου» δηλαδή.

Η σάρα της Γκιώνας και στο βάθος το χωριό Συκιά

*
Το ζήτημα είναι το άγνωστο Εκεί, το άπιαστο Επάνω, που η Ψυχή του είναι ακατόρθωτη. Δε μας μένει άλλο παρά να καλλιεργήσουμε αμπελάκια ψυχών τα οποία θα δώσουν αργότερα τον μούστο της γνώσης και μέσω του οράματος που θ’ αποστάξουν θα μας οδηγήσουν στην πεμπτουσία της κορυφής.
Μπορεί να χάσουμε τον ορίζοντα της ύλης, θα έχουμε όμως κερδίσει το βάθος και την ουσία του βλέμματος. Θα έχουμε «δει»…
Κι αυτά που θα «δούμε», κάτω από ένα εκτυφλωτικό καινούργιο φως θα μας οδηγήσουν στην κορυφή της γνώσης,
Γι’ αυτό μάθαμε να περπατάμε. Για να συγχρονίζουμε νου και πόδια. Στην πορεία για την κορυφή.
Αλλά ποια είναι η κορυφή της Γκιώνας; Την κορυφή τη λένε Πυραμίδα. Προφήτη Ηλία, Πλατυβούνα ή Tραγονόρος; Μήπως κουβαλάει κάποιο άλλο όνομα, διττής σημασίας; Μήπως τη λένε Λόγο, Αρχή ή Τέλος;
*
Nαι! Bρισκόμαστε κάτω στις παρυφές της Συκιάς. Ξετυλίγουμε τους επιδέσμους που μας σφίγγουν τις κνήμες και τις ιδεοληψίες, για να απαλλαγούμε από προλήψεις και θέσφατα της οδοιπορίας. Και ξεδιπλώνουμε τους χάρτες που θα μας ορίσουν τα δεδομένα μιας αποκάλυψης.
Από το Συκόρεμα θ’ ακολουθήσουμε ανατολική κατεύθυνση, ανοδική, σκληρή κι ολομέτωπη, στην άγρια ορθοπλαγιά της Συκιάς που τη λένε Πλάκα.
Το ήσυχο ποταμάκι σα φτάσει στη θέση Βαρκό Δεσπότη, θα εξωκείλει αριστερά μας κι εμείς θ’ ανηφορίσουμε στα πρώτα σκαλοπάτια της απότομης πλαγιάς.
Οι κλίσεις και οι στροφές θα είναι ιδιαίτερα επίπονες, αλλά τι ’ναι ο πόνος μπρος τα κάλλη, όταν έρχονται, μεταμφιεσμένα ως κοτρώνια είτε ως θεόρατοι κεραυνόπληκτοι κορμοί, οι θεσπέσιες ουσίες του βουνού;
Το βλέμμα, διϋλισμένο από κρίσεις οξύτητας ορίζει τα προκαθήμενα, καθώς παρατηρούμε τον σκέτο γυμνό ασβεστόλιθο να χορεύει πάνω στη νευρωτική επιφάνεια με πιρουέτες και αλχημείες σχημάτων που συγκροτούν οι ανάγλυφες φλέβες των βράχων.
Ένας κωνικός προβολέας αριστερά μας φωτίζει τα γιγάντια κορμιά των ελατιών, ενώ το θρόϊσμα των φύλλων συμπλέει με το φλοίσβισμα των νερών που κυλάνε στο ρυάκι.
Είναι το Ξεροβούνι που δοκιμάζει τη μια εκδοχή των δύο πόλων καθώς συνδέει τη μεγάλη ρεματιά του Λαζορέματος, έτσι που αποδώ πλέον να διακρίνεται ξεκάθαρη.
Πλησιάζουμε την Πλάκα της Συκιάς, σε απόσταση οπτικής βολής και σαρώνουμε τις γυμνές της λεπίδες.
Στον βυθό της χούνης σχηματίζεται ένας χιονένιος καταρράκτης και μια σφηνοειδής γραφή αρχαίου κάλλους.


*
Η Γκιώνα δεν είναι βουνό για θηλυκά υπογάστρια. Αρρενοφέρνει κατακρατώντας τις αιχμηρές της ενδείξεις για τους αναρριχητές που θα τη δαμάσουν. Και θα τη δαμάσουν από την μπροστινή αυτή όψη, την όψη της ανάγλυφης πέτρας…
Κάθε μας βήμα γίνεται με την αίσθηση – και τη συνείδηση – της ανωτερότητας του αντίπαλου δέους. Που σημαίνει ότι όποιο «τείχος» κι αν ορθωθεί απέναντί μας, θα βγούμε χαμένοι.
Γιατί κανένας δεν τάβαλε με τον ορθοφράχτη της πέτρας και γιατί οι δοκιμασίες από την περιπέτειά της αφήνουν ουλές στο σώμα και στην ψυχή.
Η θέα, η αίσθηση και η αντίπαλη όψη της ορθοπλαγιάς οξύνουν τον σφάχτη. Αρα περνάμε όσο πιο γρήγορα μπορούμε, για να περισώσουμε όσα περισσότερα όπλα μας χρειαστούν για την πάλη που θ’ ακολουθήσει.
Επιχειρούμε μιαν απότομη στροφή αριστερά, για να αποφύγουμε την κρυμμένη κόχη της Πλάκας και το σιφόνι που σχηματίζεται αναπάντεχα, κι έπειτα στρίβουμε περνώντας μέσα από τόξα κλώνων και αέναες λυγαριές του αέρα.
Τώρα έχουμε καβαντζάρει το χυτό κορμί της Θεογονίας και αυτόματα συνδεόμαστε με τους καταρρακτώδεις γλουτούς των ψιλόλιγνων δέντρων.
Όμως, για στάσου! Δεν μπορούμε να αγνοήσουμε την ιστορικότητα του τόπου αυτού. Γυρνάμε ξανά το κεφάλι μας, πίσω και πλάγια κι αρπάζουμε τη λεία και συμπαγή εκείνη βραχόπλακα, τη μοναδική στον ελλαδικό χώρο. Για κοίτα καλύτερα. Ίσως εκεί επάνω, σε αυτή τη γυαλιστερή επιφάνεια να διακρίνουμε το όνομα του Γιώργη Μιχαηλίδη που πρώτος δοκίμασε τις δυνάμεις του, το 1961, καταπάνω της κι αναρριχήθηκε ίσαμε την κορυφή. Χίλια τόσα μέτρα. Και τη δάμασε.
Εδώ, λίγο πιο πάνω από την αεριωθούμενη τομή του Λαζορέματος, στέκει εντυπωσιακή και καθόλου σαθρή η πλάκα που τραβάει το παγκόσμιο ενδιαφέρον των αναρριχητών.
Συνεχίζουμε τώρα! Ο δρόμος μας είναι απλός, όμορφος και γίνεται ακόμη πιο συναρπαστικός, καθώς θα πλευρίζουμε τη μεγάλη λάκα που ως ένα εντυπωσιακό σαμάρι θα έρθει να συμπληρώσει την εξαιρετικά πρωτότυπη διάσταση του χώρου: Ένα φωτισμένο λιβάδι με ολόλαμπρες τρικυμίες, πλημμυρισμένο από τις μυρωδιές της ζωής, στεφανώνει τους αστρικούς δρυμούς κάτω από την ώχρινη μολυβένια στέγη τ’ ουρανού.
Βρισκόμαστε στο Λιβάδι του Λάζου που τέμνει το βαθύ ρέμα σε δυο κλάδους σχηματίζοντας το εντυπωσιακό Λαζόρεμα. Είναι μια συγκλονιστική πτυχή του εδάφους που κλείνεται ανάμεσα στις κορφές Ξηροβούνι, Πύργος, Μπότσικας και Πυραμίδα.
*
«Βαδίζω κάτω από τον πέτρινο ουρανό, ώ Μούσα, κι είμαι ο μπιστικός σου» (2). Τι άλλο να περιμένουμε; Tί μέλλει να μας συμβεί στις επόμενες θητείες της περιπέτειας στη φύση, εκεί επάνω στην κορυφή της Πυραμίδας, από τη μεριά της έκστασης και του θριάμβου;
Μακριά κατά τη δύση, το ιόχρωμο δέρας μας κάνει νεύμα πως ήρθε κιόλας η Άνοιξη…

(1) ΑNDREA MARCOLONGO, «Εννιά λόγοι ν’ αγαπήσεις τ’ αρχαία ελληνικά».
(2) Arthur Rimbeau, Μποέμικη ζωή.

Σημείωση: Η ανάβαση από το χωριό Συκιά ώς το Λαζόρεμα απαιτεί δυο ώρες πορεία σκληροτράχηλης ανάβασης. Πραγματοποιήθηκε στις 3-5-18 και συμμετείχαν οι φίλοι Κώστας Μπαρτζιάλης και Αντρέας Μιλάτος.
Στην κορυφή της Πυραμίδας (2.508 μ. υψόμετρο) ανεβήκαμε το ’92, από τη θέση Μνήματα Καλοσκοπής, με τετράωρη διάρκεια ανάβασης, μέσω Πλατυβούνας.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το