Άρθρα

Περί Ποιητικής και λοιπών δαιμονίων…

Του Κυριάκου Παπαγεωργίου

«Nachlese zu Aristotele’s Poetik» (Ξαναδιάβασμα της Ποιητικής του Αριστοτέλη)
Goethe

«καί πολλάς μεταβολάς μεταβαλοϋσα ή τραγωδία επαύσατο, επεί έσχε τήν αυτής φύσιν. και τό τε τών υποκριτών πλήθος εξ ενός εις δύο πρώτος Αισχύλος ήγαγε καί τον χορόν ηλάττωσε καί τον λόγον π ρ ω τ α γ ω ν ι σ τ ε ί ν παρεσκεύασεν τρεις δέ καί σκηνογραφίαν Σοφοκλής, έτι δέ τό μέγεθος έκ μικρών μύθων καί λέξεως γελοίας διά τό εκ σατυρικού μεταβαλείν, οψέ απεσεμνύνθη» (αφού, λοιπόν, πέρασε από τη μια μεταβολή στην άλλη, έπαυσε [να εξελίσσεται], όταν ολοκληρώθηκε στη φύση της [λαμβάνοντας την τελική της μορφή]. Τον αριθμό, εξ άλλου, των υποκριτών [ηθοποιών] πρώτος ο Αισχύλος ανέβασε από έναν σε δύο, και [κατά συνέπεια] ελάττωσε [τον ρόλο] του χορού, και κατέστησε πρωταγωνιστή τον λόγο. Ο Σοφοκλής [έκανε] τρεις [τους ηθοποιούς] και [εισήγαγε] και τη σκηνογραφία. Η δομή [της τραγωδίας] από μικρές ιστορίες [στην αρχή] και λεκτικό κωμικό, λόγω του ότι προέκυψε ως μεταβολή από το σατυρολογικό είδος ποιήσεως, προσέλαβε αργότερα μεγαλοπρέπεια).
Επειδή είναι αρκετοί αυτοί που ρωτούν τι σημαίνει η φράση του Αριστοτέλη «οψέ απεσεμνύνθη», τους απαντώ, όσο μπορώ πιο απλά και διόλου εμπεριστατωμένα…
Είναι γι’ αυτό ευκαιρία να πιάσουμε τον τράγο από τα κέρατα – κυριολεκτώ:
Επειδή, η τραγωδία, όπως και η κωμωδία, ξεκίνησε ως αυτοσχεδιασμός, και κατάγονται η πρώτη από τους εξάρχοντες στον διθύραμβο και η δεύτερη από τους εξάρχοντες στα φαλλικά τραγούδια, λίγο – λίγο αναπτύχθηκε, με το να προάγουν κάθε φορά οι ποιητές το μέρος της εκείνο που καθίστατο φανερό – αφού, λοιπόν, πέρασε από τη μια μεταβολή στην άλλη, έπαυσε να εξελίσσεται, όταν ολοκληρώθηκε στη φύση της λαμβάνοντας την τελική της μορφή.
Όταν λοιπόν ο Αριστοτέλης λέει ότι η τραγωδία «οψέ απεσεμνύνθη» (αργά απόκτησε σοβαρή μορφή), παρόλη την ελλειπτικότητα των γνώσεων που έχουμε γι’ αυτό, φρονώ ότι εννοεί πως η δ ι α δ ι κ α σ ί α, να πάρει την τελική της μορφή η τραγωδία, ολοκληρώθηκε στο έργο του Αισχύλου. Έτσι άνοιξαν οι δυνατότητες για τη διαμόρφωση του δράματος.
Ο Αισχύλος λοιπόν είναι αυτός, ο οποίος ξεπέρασε με την τόλμη της ιδιοφυίας του (κυρίως με την τριλογία) τους χρονικούς περιορισμούς που έθεταν τόσο ο «Αγαμέμνων» όσο και οι «Ευμενίδες». Αλλά με τους «Πέρσες», έργο που οι ερμηνευτές θεωρούν ορατοριακό, χαράζεται η πρώτη τομή στην πρωιμότερη τραγωδία και διαπιστώνει κανείς τον νέο ρόλο του Υποκριτή και τη μεταβολή των ασμάτων του χορού.

Ας αρχίσουμε όμως τη μικρή περιπέτεια της εκβάθυνσης μιας παραγράφου του Αριστοτέλη που δεν έχει ομαλό βυθό.
Για να δούμε σε ποια νερά θα ψαρέψουμε και σε ποια θαλάμια θα μπούμε…
Εν αρχή ην ο Διόνυσος! Ο ενιαύσιος δαίμονας. Ακολουθεί ο θρήνος των Χύτρων (1). Καταπόδι τα ελευσινιακά δρώμενα, όπου στον χώρο αυτό δεν ερχόταν κανείς για να μάθει, παρά για ν’ αφοσιωθεί. Αλλά στο σημείο αυτό οφείλουμε να διαχωρίσουμε τον κόσμο των μυστηρίων από τον κόσμο της τραγωδίας και να δώσουμε τον λόγο στη ρευστότητα της ύπαρξής του. Έτσι φτάσαμε στην τραγωδία. Η οποία στην αρχή ήταν μπερδεμένη με τη σάτυρα. Ώσπου σιγά σιγά σοβαρεύτηκε (οψέ απεσεμνύνθη). Πιο απλά «πολλάς μεταβολάς μεταβαλούσα η τραγωδία επαύσατο» και σύμφωνα με τον Αισχύλο «τον λόγον πρωταγωνιστείν παρεσκεύασεν»…
Και τότε «εκ μικρών μύθων και λέξεως γελοίας δια το εκ σατυρικού μεταβαλείν, οψέ απεσεμνύνθη»…
Πάμε παρακάτω. Ή μάλλον ας γυρίσουμε πίσω. Η Ποιητική θεωρεί ότι μια από τις ρίζες της τραγωδίας είναι ο διθύραμβος (2). Τι είναι πάλι τούτο; Όσες προσπάθειες κι αν έγιναν, ετυμολογικά δεν βρέθηκε τίποτα. Κενό που οδήγησε τους ερευνητές σε προελληνικά δάνεια (άλλοι λένε θρακικά, άλλοι φρυγικά). Εκεί κοντοζυγώνουμε το τραγούδι του Διόνυσου που έρχεται μαζί με το κρασί να κυριέψει τη σκέψη και τη ζωή του χορού. Η έκφραση του Πινδάρου «βοηλάτης διθύραμβος» μαρτυράει την καταγωγή του τραγουδιού την ώρα της ζωοθυσίας.
O Ηρόδοτος, από την άλλη, αναφέρει ότι ευρετής του διθυράμβου είναι ο Αρίων (και διθύραμβον πρώτον ανθρώπων των ημείς ίδμεν ποιήσαντά τε και ονομάσαντα και διδάξαντα εν Κορίνθω).

Και πάμε στο εξελιγμένο σατυρικό δράμα που είναι μια μορφή χορικών παραστάσεων με δραματικό περίβλημα που εκτελούνταν από σατύρους. Έτσι όμως καταλήγουμε στην προβληματική άποψη του Αριστοτέλη, του «αποσεμνύνεσθαι» της Ποιητικής, εναντίον του οποίου ορθώνεται το επιχείρημα ότι δεν είναι δυνατόν από ένα άξεστο κωμικό δρώμενο να γεννηθεί η σοβαρή τραγωδία.
Το Πάριο μάρμαρο (3) είναι αυτό που επιβεβαιώνει τη γέννηση της τραγωδίας, της οποίας πρώτος αγωνιστής για την κατάκτηση του επάθλου ενός τράγου σε δραματικό αγώνα υπήρξε ο Θέσπης.

Ωστόσο ο θρήνος και ο ηρωικός μύθος διεκδικούν πρωτεύουσα θέση στη γέννηση της τραγωδίας, αφού δράματα όπως η Μιλήτου Άλωσις και οι Φοίνισσες του Φρυνίχου μας επιτρέπουν να εκτιμήσουμε τη σοβαρή παρουσία του θρήνου, ακόμη και σε ιστορικά θέματα.
Προχωρώντας την έρευνα των στοιχείων της τραγωδίας πέφτουμε στην παροιμία «ουδέν προς τον Διόνυσον» που μας επιτρέπει να αναγνωρίζουμε την εξελικτική πορεία της τραγωδίας, αφού από την αντιπαράθεση Φρυνίχου και Πρατίνα (ο τελευταίος κρατάει από τα μέρη της Ιωνίας) προκύπτει η αναγέννηση των σατύρων που διαμορφώνει το είδος. Αλλά η παροιμιακή αυτή φράση ενέχει και άλλο χαρακτήρα: Την αντίθεση ανάμεσα στη διονυσιακή γιορτή και στο απροσδιόνυσο υλικό, αντίθεση η οποία άρχισε δειλά – δειλά να γίνεται αισθητή στους θεατρικούς κύκλους και να αποβάλει η τραγωδία τον διονυσιακό της χαρακτήρα. Εδώ υπεισέρχεται η λέξη και η έννοια του υπορχήματος (4). Τι τάχα να υπονοεί αυτό; Είναι κομμάτι άσχετο με το σατυρικό δράμα ή αποτελεί παραλλαγή του διθύραμβου, όπως επιμένει ο Willamowitz;
Μην ξεχνάμε τέλος πως ο Αισχύλος υπερέβη της εποχής του τα εσκαμμένα. Κι αυτό το έκαμε με δυο τρόπους. Ο πρώτος είναι το ύψος της γλώσσας που χρησιμοποιεί. Καλύτερος αβανταδόρος της Αισχύλειας γλώσσας από τον Αριστοφάνη δεν υπάρχει. Τον ακούμε στους Βατράχους να λέει εκείνο το καταπληκτικό για τον Αισχύλο: «ο πρώτος των Ελλήνων πυργώσας ρήματα σεμνά / και κοσμήσας τραγικόν λήρον». Στη συνέχεια όμως ο Αριστοφάνης κάνει μια περίεργη ντρίμπλα. Ενώ αποκαλύπτεται μπροστά στο δέος και τη μεγαλόπρεπη γλώσσα του ποιητή, δίνει χώρο στον αντίπαλό του (Ευριπίδη) να του καταμαρτυρήσει ότι τα ρήματά του είναι «ρήματ’ ιππόκρημνα, ά ξυμβαλείν ού ράδι’ ην». Άκου «ρήματα ιππόκρημνα»…

Ο δεύτερος τρόπος που χρησιμοποιεί ο Αισχύλος υπερακοντίζοντας τον μέσο όρο του αττικού ποιητή αφορά την υπέρβαση του μυστηριακού χαρακτήρα με τον οποίο είναι εξοπλισμένη η τραγωδία.
Και τούτο διότι ο μυστηριακός χαρακτήρας της τραγωδίας θεωρείται απαραβίαστος. Γι’ αυτό και οι Αθηναίοι Αρεοπαγίτες παραπέμπουν σε δίκη τον Ελευσίνιο τραγικό ποιητή για ασέβεια, επειδή παραβίασε το απόρρητο των μυστηρίων. Στη δίκη ο κατηγορούμενος Αισχύλος επικαλείται τη συμπολίτισσά του θεά Δήμητρα, όμως αθωώνεται, όχι από την παρέμβαση της τελευταίας, αλλά επειδή ο ποιητής είχε πάρει μέρος στη μάχη του Μαραθώνα κι είχε επιδείξει απαράμιλλο θάρρος.
Έτσι σιγά σιγά, με τούτα και μ’ εκείνα, αρχίζει να διαμορφώνεται η τραγική λέξις. Είναι μια δουλειά που εκτελεί ο Δίδυμος, ο οποίος δεν κάνει τίποτ’ άλλο από το να κωδικοποιήσει την τεράστια εργασία των Αλεξανδρινών γραμματικών.
Αυτά καθόσον αφορά τα περί τραγωδίας γενικά που έχουν άμεση σχέση με το προβληματικό απόσπασμα 1449a της Ποιητικής του Αριστοτέλη.

Βιβλιογραφία:
Άλμπιν Λέσκυ: Η ΤΡΑΓΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ, μετάφραση Νίκος Χουρμουζιάδης,
Mποννάρ, La tragedie et l’ homme,
Βίλελμ Νέστλε, Die Struktur des Eingangs des attischen Tragoedie και το εκπληκτικό έργο του Σάντεβαλντ, Monolog und Selbstgespraech.

Σημειώσεις – διευκρινίσεις:
(1) Χύτρoι = τα Ανθεστήρια (Πιθοίγια και Χόες) στον Βωμό του Διονύσου.
(2) Διθύραμβος = αρχαίο λατρευτικό τραγούδι, το οποίο, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη (Ποιητική), αποτελεί μια από τις ρίζες δημιουργίας της τραγωδίας. Συνοδεύεται από μιμητικές χειρονομίες και κινήσεις και αναφέρεται στη ζωή και τις περιπέτειες του Διόνυσου.
(3) Πάριο Μάρμαρο = η Επιγραφή που συντάχθηκε το 264 π.Χ. και θεωρείται η μόνη αξιόπιστη πληροφορία για την ερμηνεία του ονόματος της τραγωδίας με βάση τον τράγο ως έπαθλο.
(4) Υπόρχημα = ζωηρό άσμα συνοδευόμενο με χορό, όπως και ο διθύραμβος. Έμοιαζε σε αρκετά σημεία με τον παιάνα. Στην τραγική ποίηση χαρακτηρίζει μερικές λυρικές ωδές, ιδιαίτερα του Σοφοκλή.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το