Άρθρα

Περί εξοπλισμών: Η Πολεμική Αεροπορία, τα F18 και η «Αγορά του Αιώνα»

Tου Εμμανουήλ Μάριου Οικονόμου*
διδάκτορα και διδάσκοντα Τμήματος Οικονομικών Επιστημών Πανεπιστημίου Θεσσαλίας

Ο μεγάλος ρήτορας Δημοσθένης, στον Α΄ Ολυνθιακό του λόγο (εδάφιο 1.20), απευθυνόμενος στους συμπολίτες του, είχε υποστηρίξει μεταξύ άλλων ότι: «Δει δη χρημάτων, ω άνδρες Αθηναίοι, και άνευ τούτων ουδέν εστί γενέσθαι των δεόντων».
Με μια γενικότερη έννοια, ο Δημοσθένης προειδοποιούσε τους Αθηναίους ότι η αποτελεσματική στρατιωτική αποτροπή της πόλης τους σχετίζονταν τόσο με την οικονομική ικανότητα όσο και με τη θέληση των πολιτών της να χρηματοδοτήσουν κατάλληλα μια σειρά από αμυντικές δαπάνες με σκοπό την επιτυχή αντιμετώπιση της ισχυρής Μακεδονίας του 4ου π.Χ. αιώνα, υπό τον βασιλιά Φίλιππο Β’.

Αυτή είναι μια διαχρονική αρχή ιστορικά. Βέβαια, η διασφάλιση αποτελεσματικού επιπέδου στρατιωτικής αποτροπής καθορίζεται και από άλλους παράγοντες, όπως η κατάλληλη επιμελητεία και το κατάλληλο μείγμα εξοπλιστικών προγραμμάτων, σύμφωνα και με τον μεγάλο στρατιωτικό ιστορικό και στρατηγιστή Μάρτιν Βαν Κρέβελντ μεταξύ άλλων.
Με την τελευταία αυτή πτυχή των εξοπλιστικών προγραμμάτων, ασχολούμαστε εδώ, εστιάζοντας στην περίφημη «αγορά του αιώνα» της δεκαετίας του ’80. Τα συμπεράσματα από τον τρόπο διαχείρισης των εξοπλιστικών δαπανών εκείνης της εποχής απηχούν και στο σήμερα.

Το καλοκαίρι του 1980 η ιεραρχία της Πολεμικής Αεροπορίας (ΠΑ), μετά από ενδελεχή ανάλυση των τεχνικών δεδομένων και των επιχειρησιακών της απαιτήσεων πρόκρινε ομόφωνα το αεροσκάφος F-18L Hornet το οποίο κατασκευάζονταν τότε από την καταξιωμένη αεροναυπηγική εταιρεία McDonnell Douglas (συγχωνεύτηκε το 1997 με την Boeing) ως το νέο μαχητικό αεροσκάφος που έπρεπε να επιλέξει η χώρα μας. Το δικινητήριο F18 αποτελούσε (και ακόμη αποτελεί σε νεότερες εκδόσεις του) μια εξαιρετική αεροπορική οπλομηχανή υψηλών επιδόσεων. H αγορά είχε εγκριθεί από την τότε κυβέρνηση της ΝΔ.

Όμως τον Οκτώβριο του 1981 σημειώθηκε πολιτική αλλαγή που ανέτρεψε αυτό τον σχεδιασμό και τρία χρόνια αργότερα, το καλοκαίρι του 1984 ο τότε πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου ανακοίνωσε ότι η Ελλάδα θα επέλεγε δυο αντί ενός τύπους αεροσκαφών, 40 μονάδες από το ικανό μονοκινητήριο F-16 Block 30 της General Dynamics και επίσης 40 μονάδες από το ικανό μονοκινητήριο Mirage 2000 EGM της Γαλλικής Dassault. Ήταν η περίφημη «αγορά του αιώνα». Όμως πρέπει να σημειωθεί και το ότι οικονομοτεχνικές μελέτες έδειξαν ότι αν η Ελλάδα επέλεγε μόνο έναν τύπο μαχητικού, θα μπορούσε, με τα ίδια χρήματα να αγοράσει ίσως και πάνω από 100 ικανότατα αεροσκάφη F-18L.

Αναγνωρίζουμε ότι διαχρονικά η περίφημη εκείνη αγορά έχει αντιμετωπιστεί με εκατέρωθεν απόψεις, όπου οι μεν τονίζουν το ορθό της επιλογής, οι δε υποστηρίζουν ότι ήταν μια λανθασμένη απόφαση. Στο σημείο αυτό, θα προβούμε σε μια δική μας αποτίμηση.
Καταρχάς, φαίνεται ότι η ηγεσία της ΠΑ επηρεάζεται από την εκάστοτε πολιτική ηγεσία. Έτσι, ενώ η ηγεσία της ΠΑ είχε προκρίνει το F18 το 1980, δεν είναι γνωστό με ποια διαφορετικά τεχνικά-επιχειρησιακά κριτήρια το απέρριψε το 1984 υπέρ των F16 και Mirage 2000.

Αναγνωρίζουμε ότι η επιλογή δυο τύπων έναντι ενός είχε τα εξής τρία πλεονεκτήματα. Το πρώτο είναι ότι η χώρα μας δεν θα ήταν εξαρτημένη μόνο από έναν προμηθευτή και θα παρουσίαζε κάποια δυνατότητα «ευελιξίας» και απεξάρτησης από τον στρατιωτικό εναγκαλισμό με τις ΗΠΑ.
Το δεύτερο στοιχείο είναι ότι η Ελλάδα θα διέθετε ένα ικανό εναλλακτικό εναέριο μέσο αποτροπής που δεν θα διέθετε η Τουρκία. Και είναι γνωστό ότι από το 1988 που άρχισε σταδιακά να εντάσσεται στο οπλοστάσιο της ΠΑ το Mirage 2000, μέχρι και το 2015, η Τουρκία πραγματικά αντιμετώπιζε ένα οπλικό σύστημα που δεν γνώριζε, ενώ δεν ήταν λίγες οι φορές που οι Τούρκοι πιλότοι αντιμετώπιζαν με δέος τις δυνατότητες ελιγμών του «δελταπτέρυγου» γαλλικού μαχητικού σε καταστάσεις κλειστής αερομαχίας. Αναφερόμαστε εδώ στο 2015 γιατί μόλις τότε η τουρκική Πολεμική Αεροπορία κατάφερε να «αποκρυπτογραφήσει» αρκετά το γαλλικό μαχητικό εκμεταλλευόμενη τη στρατιωτική της συνεργασία με το τουρκόφιλο Κατάρ και τις στρατιωτικές ασκήσεις τουρκικών μαχητικών με Mirage 2000-5 (νεότερος τύπος που διαθέτει και η Ελλάδα) του Κατάρ.

Το τρίτο στοιχείο ήταν ότι η επιλογή 40 Mirage 2000 EGM το 1984 και η συμπληρωματική επιλογή 15 Mirage 2000-5 το 2000 με την παράλληλη αναβάθμιση 10 αεροσκαφών του παλαιότερου τύπου, ουσιαστικά διατηρούσε ενεργή τη διηνεκή ελληνογαλλική στρατιωτική συνεργασία, η οποία ανάγεται στην εποχή των Βαλκανικών Πολέμων. Από τότε μέχρι και σήμερα η Ελλάδα κατά διαστήματα προμηθεύεται αεροσκάφη από γαλλικές εταιρείες (Bréguet, Dassault κλπ.) και φυσικά αυτό το δεδομένο δημιουργεί μια μακραίωνη σχέση φιλίας και εμπιστοσύνης της χώρας μας με μια από τις ισχυρότερες δυνάμεις με κομβική επιρροή στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τη Γαλλία.
Όμως το «σπάσιμο» της προμήθειας της «αγοράς του αιώνα» είχε και κάποιες αρνητικές παρενέργειες. Επισημαίνουμε εδώ τις κυριότερες δυο, από οικονομικής απόψεως.

Μια βασική αρχή από τη λειτουργία στην πράξη της αμυντικής βιομηχανίας (και όχι μόνο) είναι ότι όσο μικρότερη είναι μια παραγγελία προμήθειας αμυντικού υλικού από μια χώρα, τόσο μικρότερη είναι και η δυνατότητα της χώρας να επωφεληθεί σε όρους βιομηχανικής συμπαραγωγής και μεταφοράς τεχνογνωσίας. Όπως σχεδόν πανθομολογείται από όσους έχουν γνώση για το ζήτημα, στην πράξη η Ελλάδα είχε σχεδόν μηδαμινά αντισταθμιστικά οφέλη από την «αγορά του αιώνα», εξαιτίας όμως και της μη αποφασιστικότητας των ελληνικών κυβερνήσεων να απαιτήσουν την πλήρη εφαρμογή των αντισταθμιστικών ωφελημάτων που οι ξένοι κατασκευαστές είχαν υπογράψει και δεσμευθεί να τηρήσουν.

Σε αντίθεση με την Ελλάδα, η Τουρκία επέλεξε έναν μόνο τύπο, το F-16 Block 30, και με το πρόγραμμα Peace Onyx I παρήγγειλε 160 μονάδες στην General Dynamics αποκομίζοντας πολύ μεγάλα αντισταθμιστικά οφέλη συμπαραγωγής και μεταφοράς τεχνογνωσίας και υψηλής τεχνολογίας, υπέρ της αμυντικής της βιομηχανίας, τα οποία εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο αφού λίγο αργότερα η Τουρκία συμπαρήγαγε επιτυχώς τις νεότερες παρτίδες F-16 που αγόρασε (με τα προγράμματα Peace Onyx IΙ, ΙΙΙ και ΙV) ενώ συμμετείχε και ως κύριος κατασκευαστικός ανάδοχος στο πρόγραμμα παραγωγής των F-16 της Αιγυπτιακής Πολεμικής Αεροπορίας!

Το διακύβευμα εδώ ήταν ότι η General Dynamics, λόγω του πολύ μεγαλύτερου συμβολαίου από την Τουρκία θα επωφελείτο σημαντικά, θα επιτύγχανε υψηλή κερδοφορία από την πώληση 160 αεροσκαφών και συνεπώς ήταν διατεθειμένη να αποδεχθεί συμπαραγωγή, μεταφορά τεχνολογίας και παραχώρηση τεχνογνωσίας, ενώ η μικρή παραγγελία της Ελλάδας προδιέγραφε σαφώς μικρότερα κέρδη και κίνητρο για την εταιρεία να προβεί σε αντίστοιχες παραχωρήσεις. Συνεπώς η Τουρκία εκμεταλλεύθηκε στο έπακρο τη βιομηχανική πτυχή των κοστοβόρων αμυντικών της δαπανών. Ενώ η Ελλάδα όχι.

Η δεύτερη μεγάλη αρνητική παρενέργεια ήταν το μεγαλύτερο κόστος συντήρησης π.χ., για αγορά διαφορετικών ανταλλακτικών και οπλικού φορτίου που επωμίστηκε η Ελλάδα για την υποστήριξη δυο διαφορετικών τύπων νέων αεροσκαφών, αντί να διαθέτει έναν και ενιαίο τύπο όπλου.
Θα επανέλθω.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το