Θ Plus

Πάσχα στη Νέα Ιωνία του ’60…

Της Βασιλείας Γιασιράνη Κυρίτση

Οι μέρες του Πάσχα είχαν κάτι το ιδιαίτερο στη Νέα Ιωνία. Είχαν μια προετοιμασία. Προετοιμασία ψυχική για τους πιστούς να περιμένουν την Ανάσταση του Θεανθρώπου και τη δική τους Ανάσταση, προετοιμασία της φύσης για την άνοιξη που ερχόταν στη ζωή θριαμβευτικά με τα αρώματα και την ελπίδα και προετοιμασία των γυναικών για ξεσήκωμα του σπιτιού και καθαριότητα, να ανοίξουν τις φτωχές τους κάμαρες, να μπουν φως και ζωή. Οι γυναίκες ξεσήκωναν, άσπριζαν τα πεζοδρόμια, καθάριζαν αυλές, έβαφαν κόκκινες τις γλάστρες της μικρής ή της μεγάλης αυλής, έπλεναν, σιδέρωναν, δηλαδή παρατηρούνταν ένας διαρκής οργασμός κινήσεων.
Τα παιδιά σταματούσαν από το σχολείο είχαν όμως και αυτά έναν σκοπό εκτός από το παιχνίδι. Τη Μ. Τρίτη και τη Μ. Τετάρτη χωρίζονταν σε ομάδες και γυρνούσαν στις γειτονιές να μαζέψουν λουλούδια για τον επιτάφιο της γειτονιάς τους. Την εποχή εκείνη οι εκκλησίες δεν είχαν την πολυτέλεια να αγοράζουν λουλούδια. Εικόνες απείρου κάλλους με τα μικρά και τα μεγάλα παιδιά φτωχοντυμένα, ξυπόλυτα, αλλά καθαρά, που ξεχύνονταν στις γειτονιές και ζητούσαν λουλούδια από τις νοικοκυρές. Είχαν ένα ψάθινο πανέρι που το κρατούσε η μεγαλύτερη κοπέλα της ομάδας και τα έβαζε προσεκτικά μέσα με σειρά. Πασχαλιές ανθισμένες, σύριγγας, μαργαριτάρι, βιολέτες, βιγγόνιες, μολόχες όλων των χρωμάτων και άλλα λουλούδια έδιναν οι νοικοκυρές για το καλό της οικογένειας να στολιστεί ο επιτάφιος. Αν η ομάδα νόμιζε ότι ήταν λίγα συμπλήρωναν και με τα αγριολούλουδα που μάζευαν από τις αλάνες που ήταν γεμάτες κίτρινες μεγάλες μαργαρίτες, άσπρες και άγρια κρινάκια.
Σχεδόν κάθε βράδυ όλοι μικροί μεγάλοι πήγαιναν στην εκκλησία της γειτονιάς τους να παρακολουθήσουν το θείο δράμα του Ιησού.
Οι αθώες παιδικές ψυχούλες επηρεασμένες από τα μαρτύρια του Χριστού, την πορεία στον Γολγοθά, τη σταύρωση έκλαιγαν και έφευγαν από τη λειτουργία γεμάτα απορίες και ερωτήσεις, αλλά ησυχασμένα από τη μητέρα ή τη γιαγιά ότι ο Χριστός σε λίγες μέρες θα ανασταινόταν και θα βασίλευε πάλι στον κόσμο των χριστιανών. Λαμπάδες με στολίδια και παιχνίδια δεν υπήρχαν. Οι νονές, όσες ήταν τυπικές, έφερναν στο βαφτισίμι τους ένα απλό κερί άσπρο στολισμένο με κόκκινη ή μπλε κορδέλα δεμένη με μικρό ψεύτικο ανθάκι και ένα ζευγάρι παπούτσια ανοιξιάτικα, συνήθως άσπρα.

Ο Τάκης Δεληκούρας με το ψαθάκι, τα παιδιά του Βασίλης, Μανώλης και η μητέρα μου

Οι φούρνοι είχαν την τιμητική τους. Μεγάλες μαύρες λαμαρίνες πηγαινοέρχονταν από τον φούρνο στα σπίτια και πίσω με λαχταριστά και μυρωδάτα κουλουράκια και τσουρέκια. Γυναίκες αναμαλλιασμένες με τις ποδιές τους κρατώντας τις λαμαρίνες επιδείκνυαν την προκοπή και την αξιοσύνη τους. Το δύσκολο ήταν, όταν γύριζαν από τον φούρνο, αφού είχαν συναντηθεί με τις γειτόνισσες και είχαν πει τα νέα τους και τα σχέδιά τους, όταν μοσχοβολούσε το σπίτι μαχλέπι, κακουλέ, μαστίχα κι αρώματα παντού, να πείσουν τα μικρά παιδιά να μη φάνε και να περιμένουν την Ανάσταση. Τα κατάφερναν όμως με διάφορους τρόπους η κάθε μια και πειθώ για νηστεία και αυτοσυγκράτηση.
Αρνί δεν έψηναν στη σούβλα. Οι Μικρασιάτες στον τόπο τους γέμιζαν το αρνί τους με ρύζι, κουκουνάρια, μύγδαλα, δεντρολίβανο και το έψηναν στον φούρνο.
Εδώ, στη Νέα Ιωνία έπαιρναν συνήθως μισό αρνί και η νοικοκυρά το άλειβε με ρίγανη, αλάτι, δεντρολίβανο, θυμάρι, σκόρδο, έβαζε γύρω πατατούλες με λαδάκι και λεμονάκι και το έστελνε στον φούρνο.

Για το βράδυ της Ανάστασης ετοιμαζόταν η μαγειρίτσα με «συντηρητική ποσότητα εντοσθίων», αλλά με πολύ μεράκι και αγάπη.
Με πόση εγκράτεια, πίστη και δύναμη περίμεναν οι άνθρωποι το βράδυ της Ανάστασης και ανήμερα το τραπέζι της αγάπης.
Οι φούρνοι όλοι ήταν ανοιχτοί και έψηναν και ανήμερα του Πάσχα. Μυρωδιές γαργαλιστικές, αρώματα από μπαχαρικά της ανατολής, αρώματα της φύσης, τραγούδια από γραμμόφωνα και πικ απ γέμιζαν την ατμόσφαιρα και έδιναν την εικόνα μιας ξεχωριστής μέρας.
Στην οδό Καισαρείας όμως, πάνω από την Μαιάνδρου, το Πάσχα ήταν διαφορετικό. Και το ζούσα κάθε χρόνο μέχρι το 1970. Εκεί ήταν ένας άλλος μικρόκοσμος, που ξεχώριζε, που ζούσε το Πάσχα και το χαιρόταν, το γλεντούσε και έδινε άλλο μήνυμα. Εγγλεζονησιώτες οι περισσότεροι και Οδεμισιώτες, σεβνταλήδες, άνθρωποι του μόχθου, του μεροκάματου, γεμάτοι βάσανα που παράβλεπαν, πίστευαν πως ένα γλέντι ήταν η ζωή κι όποιος προλάβαινε έπαιρνε μέρος.
Από τη Μεγάλη Πέμπτη άρχιζε η προετοιμασία. Στο μεγάλο οικόπεδο του «κουφού» που ακουμπούσε στον περίβολο του γηπέδου της Νίκης, μετά το βάψιμο των αυγών οι νοικοκυρές της γειτονιάς έδιναν σινιάλο.

Ο Πέτρος Καραφίλογλου δεξιά, καθιστός Γεώργιος Γιασιράνης και άλλοι

Η θεία μου η Σοφία Δεληκούρα, με την αδελφή της, τη Μερσίνα Ταμία, τη Βαγγελιώ Καραφίλογλου καθάριζαν το οικόπεδο με τσουγκράνες, με σκούπες και το έβαζαν σε τάξη. Έπειτα αναλάμβανε η Μαίρη Ευστρατιάδου. Κουβαλούσε κουβάδες με ασβέστη και μπογιές, πινέλα μικρά, πινέλα μεγάλα και άσπριζε τον τοίχο. Δεν σταματούσε όμως εδώ. Είχε το χάρισμα να ζωγραφίζει και μέσα σε λίγο χρόνο, είχε φτιάξει στο μυαλό της το πλάνο, είχε γεμίσει τον τοίχο με πασχαλινά συνθήματα και ζωγραφιές. Λαμπάδες με φιόγκους και κορδέλες, τσούγκρισμα αυγών, λουλούδια, ανεμώνες, εικόνες Ανάστασης όλα αρμονικά δεμένα παρουσίαζαν και πρόβαλαν τα συναισθήματα χαράς για τη μεγάλη μέρα που πλησίαζε. Το απόγευμα, μόλις γύριζε ο θείος μου, ετεροθαλής αδελφός του πατέρα μου, Δημήτριος Δεληκούρας, ήταν γνωστός εμπειροτέχνης εργολάβος στη Νέα Ιωνία, αναλάμβανε ως «αρχηγός» της γειτονιάς της οδού Καισαρείας, μάζευε τους άλλους άντρες τον λιμενεργάτη Κώστα Ταμία, τον Κυριάκο Ευστρατιάδη, τον Πέτρο τον Καραφίλογλου, τον οικοδόμο Βασίλη Τσολάκη, τον Λεωνίδα τον Παπαδόπουλο και σε συνεργασία κάρφωναν τα μαδέρια και έφτιαχναν υπόστεγο. Την άλλη μέρα στα σημεία που ενώνονταν τα μαδέρια οι γυναίκες και τα παιδιά τοποθετούσαν αγριολούλουδα, μαργαρίτες κίτρινες, ανεμώνες και πρασινάδες δεμένα με μεγάλες κορδέλες από κομμάτια υφάσματος ως διακόσμηση στο υπόστεγο. Οι άντρες φρόντιζαν για τα ξύλα ψησίματος και τα κάρβουνα.

Μέχρι το Μεγάλο Σάββατο ετοίμαζαν τα πάντα. Ανήμερα έστω και αν είχαν κοιμηθεί αργά ήταν στο πόδι από νωρίς. Όλοι μαζί, γυναίκες και άνδρες, είχαν τον τομέα τους. Οι φωτιές άναβαν μεγάλες, λαμπάδιαζε η γειτονιά τριζοβολούσαν τα ξύλα, ενώ τα δημοτικά άσματα κυριαρχούσαν στη διαπασών χωρίς όριο έντασης, από το διπλανό σπίτι του Πέτρου.
Οι σούβλες ήταν ακουμπισμένες στον τοίχο και περίμεναν να πέσει η φωτιά, ενώ οι τάβλες και τα σκαμνάκια για τους ψήστες ήταν στρωμένα με πολύχρωμες κουρελούδες. Ενώ οι άντρες ετοίμαζαν αυτά, οι γυναίκες έφερναν τα τραπέζια τους η κάθε μια, το τραπεζομάντηλό της, τα πιάτα, τα σερβίτσια της, τα ψωμιά, τις σαλάτες, τις πίτες, τα ζωγραφιστά αυγά, όλα τα απαραίτητα για το μεσημεριανό τραπέζι. Όλα εκτός από τσίπουρο και κρασί. Αυτό κάθε χρόνο το εξασφάλιζε και το παρείχε δωρεάν ο Πέτρος. Ποτοποιός γνωστός στη Νέα Ιωνία, Οδεμισιώτης στην καταγωγή, αρχικά εργαζόταν στην ποτοποιΐα Ρηγάκη και το 1964 άνοιξε μαγαζί στο Φαρδύ και διέθετε το πιο ευωδιαστό τσίπουρο και κρασί της αγοράς. Στο υπόγειο του σπιτιού του, δίπλα από το οικόπεδο, που ήταν αποθήκη, είχε μεγάλα βαρέλια των 200 κιλών. Έβγαζε εκείνη την ημέρα, ένα μεγάλο ξύλινο βαρέλι και κανά δυο νταμιτζάνες γυάλινες τσίπουρο, «τις μπόμπες» και τις διέθετε για τη γιορτινή εκείνη μέρα.
Χωρατατζής, εύθυμος με όλα όσα είχε περάσει στην κατοχή στο στρατόπεδο Μόουσμπουργκ αιχμάλωτος, αλλά και σοβαρός όταν ήθελε γινόταν το επίκεντρο του γέλιου, όπως και η γυναίκα του η Βαγγελιώ, που η απλότητα και αθωότητά της ξεπερνούσε τα όρια. Πόσο νοικοκυρές, πόσο άξιες ήταν όλες εκείνες οι γυναίκες. Κουρντισμένες νόμιζες πως ήταν, αβάρετες, πηγαινοέρχονταν η κάθε μια στον τομέα της, χαμογελαστές, ήρεμες με μια μεγαλοσύνη καρδιάς ασυνήθιστη.
Τα παιδιά τριγύριζαν γύρω-γύρω. Ο Βασίλης, ο Γιώργος και ο μικρός Μανώλης Δεληκούρας ήταν καθισμένοι στα μαδέρια και γύριζαν τη σούβλα. Ο Νίκος και η Βασούλα Καραφίλογλου, ο Παντελής και ο Γιώργος Ταμίας, ο Κώστας, η Μαλάμω και τα δίδυμα Γιάννης και Τασούλα Παπαδοπούλου, ο Βαγγέλης και Γιώργος Γαλλιός, όλα τα παιδιά μια ομάδα, ανυπομονούσαν να πάρουν θέση στο ψήσιμο και έπαιζαν τρέχοντας γύρω από τα τραπέζια.
Ο πατέρας μου ντυμένος και στολισμένος με ένα γαρύφαλλο στο αυτί με όλη την αγάπη του για τα μέλη της οικογένειάς του παρακολουθούσε με ανείπωτη χαρά να γυρίζουμε το αρνί στη σούβλα και να χαιρόμαστε όλη αυτή τη χρονική στιγμή. Ο κόσμος του όλος ήταν εκεί. Εκεί βρισκόταν και ο ανιψιός του Λευτέρης Γαλλιός με τη Γιώτα και κουτσοέπιναν.

Μανώλης, Βασίλης, Γιώργος Δεληκούρας, Γιούλα Γιασιράνη

Εκεί ήταν και η αδελφή τους η Ελένη Δεληκούρα από την Καρδίτσα με τον γιο της τον Χρίστο, ο Τάκης ο Κιουλάφας, ένα αντάμωμα της οικογένειας που οφειλόταν στον θείο μου Τάκη.
Σε λίγο άρχισαν να έρχονται γείτονες και φίλοι. Ο δάσκαλος Αλέκος Θεοχαρόπουλος με την οικογένειά του, ο Άδωνις Χριστοδούλου, ο Γιώργος Καραβασάνης και πολλοί άλλοι. Ο κόσμος πλάταινε, το κρασάκι έρεε μπόλικο στα ποτήρια, το κέφι μεγάλωνε, ο χορός καλά κρατούσε και τα 12 με 15 αρνιά αργούσαν να ψηθούν.
Πάνω στο τσακίρ κέφι κάποια πιάτα (τσιγκρισμένα) έσπαζαν για τον πρώτο που έσερνε τον χορό ή που χόρευε ζεμπέκικο μόνος του, αλλά η χρήση τους ήταν περιορισμένη, γιατί εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχε τέτοια αφθονία σκευών. Πολλές φορές αστειευόμενη η Βαγγελιώ Καραφίλογλου έμπαινε στο σπίτι του θείου μου και άδειαζε την πιατοθήκη με τα καλά πιάτα να τη φέρει έξω. Την έπαιρνε όμως το μάτι του θείου μου και τρέχοντας τη σταματούσε. Τα σπίτια ήταν ορθάνοικτα σαν τις καρδιές τους και κανένας ποτέ δεν είχε επιχειρήσει να κλέψει.
Κάποια στιγμή τα αρνιά ψήθηκαν, τα ψάθινα καπέλα από τα κεφάλια βγήκαν, οι άντρες-αρχηγοί σουλουπώθηκαν λίγο, δροσίστηκαν και κάθισαν. Πάνω από 15 οικογένειες καθισμένες γύρω στα τραπέζια, έτρωγαν, έπιναν, έδιναν ευχές, χόρευαν, γελούσαν με τον δικό τους τρόπο, αγαπημένοι, φιλιωμένοι στην ψυχή, χωρίς πάθη, με μια υπέρμετρη πολλές φορές αισιοδοξία για τη ζωή, μια ζωή με σκαμπανεβάσματα, αλλά ήταν ζωή.

Τραγουδούσαν και έπιναν μέχρι που σουρούπωνε, και όποιος περαστικός τύχαινε, τον τραβούσαν στην παρέα και τον κερνούσαν. Με την κουβέντα στο τέλος έβγαιναν και γνωστοί και η παρέα μεγάλωνε και το κέφι δεν έπεφτε. Απορούσα πού έβρισκαν τόση αντοχή, τόσο κέφι, τόση χαρά, τόση ευφορία ψυχής οι άνθρωποι αυτοί… Μάλλον ήξεραν να ζουν καλύτερα από τους άλλους, ήξεραν πόσο εφήμερη ήταν η ζωή…
Το βράδυ έβρισκε τις γυναίκες να μαζεύουν τα πιάτα και τα ποτήρια, οι άνδρες τα απαραίτητα λέγοντας μια ευχή. Και του χρόνου Χριστός Ανέστη. Αληθώς Ανέστη απαντούσαν οι άλλοι και ασφάλιζαν τις πόρτες τους για το βράδυ, ευχαριστημένοι από την ημέρα αυτή.
Πηγές: Προσωπικές μαρτυρίες, Βασίλη, Σοφίας Δεληκούρα.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το