Πολιτισμός

Παρακαταθήκη και ερεθίσματα – Η ιστορία του Δήμου Ν. Ιωνίας μέσα από το νέο βιβλίο του Δημ. Κωνσταντάρα – Σταθαρά

Του Πάνου Τρ. Σκοτινιώτη

Ο Δημήτρης Κωνσταντάρας-Σταθαράς δεν χρειάζεται συστάσεις. Γέννημα-θρέμμα της Νέας Ιωνίας, δάσκαλος παθιασμένος με το λειτούργημά του, ακούραστος και βραβευμένος συγγραφέας και ερευνητής, ένας άνθρωπος που αποπνέει ζεστασιά, ευγένεια και σεμνότητα. Περήφανος για την προσφυγική του καταγωγή, μόνο τυχαίο δεν είναι πως τα περισσότερα από τα 19 βιβλία του αναφέρονται στη Μικρασιατική τραγωδία και στους Μικρασιάτες πρόσφυγες που ήλθαν στον Βόλο και εγκαταστάθηκαν στον προσφυγικό συνοικισμό της Νέας Ιωνίας. Στις 300 και πλέον σελίδες του τελευταίου του βιβλίου, Δήμος Νέας Ιωνίας (1947-2010) – Από τον προσφυγικό συνοικισμό στη σύγχρονη πόλη (έκδοση: Πολιτιστική Εστία Νέας Ιωνίας Μαγνησίας «Ίωνες»), καθρεφτίζεται ολόκληρη η 63χρονη διαδρομή του δήμου Νέας Ιωνίας και το έργο των δημάρχων και των δημοτικών συμβούλων που έβαλαν τη σφραγίδα τους στη μεταμόρφωση του προσφυγικού συνοικισμού, από τη σύσταση του δήμου το 1947 μέχρι τη σύσταση του «Καλλικρατικού» δήμου Βόλου το 2010. Το άφθονο υλικό που με τόση επιμέλεια και υπομονή συγκέντρωσε και ταξινόμησε, επιτρέπει στον αναγνώστη να παρακολουθήσει βήμα-βήμα την ιστορική εξέλιξη της Νέας Ιωνίας και του δήμου της, προσφέροντας ταυτόχρονα μια πολύτιμη πηγή ιστορικής πληροφόρησης στον μελλοντικό ερευνητή και μελετητή.

Το βιβλίο του Δ. Κωνσταντάρα-Σταθαρά αποτελεί μια εξαιρετική ευκαιρία για τοπικό αναστοχασμό. Ο ίδιος δεν διστάζει να «μαρτυρήσει» τις πολιτικές σκοπιμότητες που υπηρετούσε η απόσπαση του προσφυγικού συνοικισμού από τον δήμο Παγασών (Βόλου), σε μια περίοδο όπου ο Εμφύλιος μαινόταν. «Η διόγκωση αριστερών πολιτικών δυνάμεων στον προσφυγικό συνοικισμό και η επιθυμία της κρατούσας πολιτικής παράταξης να ελέγχει αυτές, σε συνδυασμό με τις φιλοδοξίες πολιτικών παραγόντων της συνοικίας, συντέλεσαν ευνοϊκά, ώστε να αποσχιστεί η Νέα Ιωνία από τον Δήμο Παγασών και να αποτελέσει ίδιον Δήμον», γράφει χαρακτηριστικά στην εισαγωγή του βιβλίου. Η διαπίστωση αυτή δεν αναιρεί, ωστόσο, την πεποίθησή του ότι η δημιουργία αυτοτελούς δήμου ήταν επιβεβλημένη, αφού «τα συσσωρευμένα προβλήματα ύδρευσης, καθαριότητας, κατασκευής δρόμων και πλατειών απαιτούσαν την αυτονομία από τον Δήμο Παγασών». Ο ιστορικός κύκλος του δήμου πριν από δέκα χρόνια ολοκληρώθηκε. Η αποτίμηση του συγγραφέα είναι απολύτως θετική, και η γλυκιά θλίψη της νοσταλγίας δύσκολα κρύβεται.

Πολλά τα ερεθίσματα που προσφέρει το βιβλίο. Πιστεύουμε πάντως ότι αν κάτι δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, είναι ότι η απόσπαση του προσφυγικού συνοικισμού ήταν πρωτίστως μια «ψυχροπολεμική» απόφαση, που δεν υπαγορευόταν από κανένα πληθυσμιακό, πολεοδομικό, χωροταξιακό ή αναπτυξιακό κριτήριο. Το ερώτημα είναι αν, παρά τα προφανή πολιτικά κίνητρα που προκάλεσαν τον διοικητικό διαμελισμό του δήμου Βόλου, η δημιουργία του δήμου Νέας Ιωνίας επιτάχυνε τα βήματα ανάπτυξης και προόδου του μέχρι τότε Συνοικισμού. Δύσκολη η απάντηση, αφού κανείς δεν μπορεί να ξέρει πώς θα είχε εξελιχθεί η Νέα Ιωνία και συνολικά το αστικό κέντρο Βόλου-Νέας Ιωνίας, αν ο δήμος είχε παραμείνει ενιαίος. Από τα στοιχεία, πάντως, της δημοτικής ιστορίας της Νέας Ιωνίας που παρατίθενται στο βιβλίο, φαίνεται πως η δημιουργία του δήμου Νέας Ιωνίας έδωσε πράγματι ώθηση στην αντιμετώπιση των πιεστικών προβλημάτων του υποβαθμισμένου Συνοικισμού και στη σταδιακή ανάπτυξη σύγχρονων αστικών υποδομών, ακόμη και μέσα από έναν ανταγωνισμό που αναπτύχθηκε με τον δήμο Βόλου. Η πραγματικότητα αυτή απεικονίζεται και στην πληθυσμιακή εξέλιξη της Νέας Ιωνίας, για την οποία συνέτρεξαν βέβαια και άλλο λόγοι. Κατά την απογραφή του 1951, την πρώτη μετά τη συγκρότηση του δήμου, ο πληθυσμός της Νέας Ιωνίας ήταν 13.946 κάτοικοι, για να φθάσει στους 33.029 κατοίκους κατά την απογραφή του 2011. Δηλαδή μεταξύ των ετών 1951-2011 ο πληθυσμός της Νέας Ιωνίας αυξήθηκε κατά 137%, ενώ την ίδια περίοδο ο πληθυσμός του Βόλου αυξήθηκε μόνον κατά 66,5% (από 51.144 σε 85.149 κατοίκους). Αυτή είναι η μία όψη του νομίσματος. Η άλλη όψη, είναι ότι ο διοικητικός διαμελισμός μιας συνεχόμενης οικιστικής ενότητας στη λογική «μια πόλη-δύο δήμοι», όταν πρόκειται για μια οικιστική ενότητα με τα χαρακτηριστικά και το πληθυσμιακό μέγεθος του Βόλου και όχι ενός μεγάλου μητροπολιτικού κέντρου, στερεί από την ενιαία πόλη πολλές «ανάσες». Στην προκειμένη περίπτωση, δυσχέρανε τον ενιαίο πολεοδομικό σχεδιασμό, συρρίκνωσε τους κοινούς αναπτυξιακούς ορίζοντες αφού περιχαράκωσε τον κάθε δήμο στα γεωγραφικά του όρια, και έφερε προσκόμματα στην ανάδειξη της Νέας Ιωνίας ως του κατεξοχήν πόλου για την ανάπτυξη υπερτοπικών υποδομών και λειτουργιών λόγω των εκτάσεων που διέθετε, σε αντίθεση με τον Βόλο που «ασφυκτιούσε». Επιπλέον, ο διαμελισμός του δήμου αδυνάτισε το ειδικό βάρος και τη διαπραγματευτική του θέση στα κέντρα αποφάσεων, και –κάτι που θεωρούμε εξαιρετικά σημαντικό- περιόρισε τη συμβολή των προσφύγων στο πολιτικό και κοινωνικό γίγνεσθαι της ενιαίας πόλης.

Η μεταρρύθμιση του «Καλλικράτη», στην κεντρική τουλάχιστον ιδέα της, ήταν ένα ώριμο εγχείρημα που άργησε. Γι’ αυτό άλλωστε και δεν αμφισβητήθηκε από τις κυβερνήσεις της δεκαετίας που ακολούθησε, παρότι την περίοδο αυτή κυβέρνησαν κόμματα που είχαν αντιταχθεί στη μεταρρύθμιση. Ειδικά στην περίπτωση της Νέας Ιωνίας, ήλθε σε μια εποχή όπου η όποια προωθητική δυναμική του αυτόνομου δήμου είχε ούτως ή άλλως αντικειμενικά εξαντληθεί. Με τη διοικητική αυτή μεταρρύθμιση, ο δήμος Νέας Ιωνίας, μαζί με τον τέως δήμο Βόλου και τους άλλους επτά ΟΤΑ, αποτέλεσαν ισότιμα συστατικά μέρη του νέου δήμου που πήρε το όνομα «Δήμος Βόλου», και αποτελούν πλέον θεσμικά ισότιμες δημοτικές ενότητες του ενιαίου δήμου, με τους δημότες τους να συμμετέχουν ισότιμα στην εκλογή των οργάνων διοίκησής του. Από τη διοικητική επανένωση της πόλης η Νέα Ιωνία θα αποδειχθεί η κυρίως κερδισμένη, όπως δείχνουν όλες οι πολεοδομικές, χωροταξιακές και ρυθμιστικές μελέτες και όπως πρόλαβε, πιστεύουμε, να σηματοδοτήσει και η πρώτη, έστω και «κουτσουρεμένη» και σε «κατακλυσμιαίες» συνθήκες, δημοτική περίοδος του νέου δήμου. Είναι βέβαιο πως τον εκτροχιασμό των τελευταίων χρόνων θα διαδεχθεί μια νέα εποχή δημιουργικής ανάτασης για τη μείζονα πόλη συνολικά, και για τη Νέα Ιωνία, καθώς και την κάθε δημοτική ενότητα, ξεχωριστά.

Το νέο πόνημα του Δημ. Κωνσταντάρα-Σταθαρά είναι γραμμένο με έντονη -και δικαιολογημένη- συναισθηματική φόρτιση και αποτελεί, τελικά, έναν οφειλόμενο φόρο τιμής στους αιρετούς πρωταγωνιστές της δημοτικής αυτοδιοίκησης και στις γενιές των Νεοϊωνιωτών, που δημιούργησαν τη σύγχρονη Νέα Ιωνία. Του αξίζουν συγχαρητήρια, όπως συγχαρητήρια αξίζουν και στην Πολιτιστική Εστία Νέας Ιωνίας Μαγνησίας «Ίωνες», γιατί με την έκδοση αυτή αφήνει μια σπουδαία παρακαταθήκη στις νεότερες γενιές. Ευχόμαστε στον Δ. Κωνσταντάρα-Σταθαρά να είναι γερός και να συνεχίσει για πολλά χρόνια να φωτίζει με την πένα του πτυχές της τοπικής μας ιστορίας.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το